
Θα ήταν «ο πόλεμος που θα τερμάτιζε τους πολέμους» κατά τον Χ. Τζ. Γουέλς, η σύρραξη που θα διαρκούσε μερικές εβδομάδες κατά άλλους –ή λίγους μήνες στη χειρότερη– και σίγουρα πάντως θα ολοκληρωνόταν πριν το τέλος του 1914. Τελικά ξεπέρασε χρονικά κάθε πρόβλεψη, έμεινε στην ιστορία ως ο Μεγάλος Πόλεμος προτού μετονομαστεί σε Α’ Παγκόσμιο, με τις κάννες των όπλων να σιγούν επίσημα τον Νοέμβριο του 1918. Στο μεταξύ στοίχισε τη ζωή περίπου 16 εκατομμυρίων στρατιωτών και πολιτών, και μιλάμε μόνο για τα άμεσα θύματα του πολέμου.
Οι αριθμοί είναι τρομακτικοί και αποκτούν ακόμη μεγαλύτερο αντίκτυπο αν αναλογιστούμε πως αυτή ήταν η πρώτη φορά που συγκρούστηκαν παραδοσιακά όπλα με καινοτόμες πολεμικές τεχνολογίες. Τα τουφέκια ενισχύονταν με ξιφολόγχες, το ιππικό υπήρχε ακόμη και στα χαρακώματα, οι στρατιώτες φορούσαν αντιασφυξιογόνες μάσκες αλλά έβλεπαν με κεριά, τη στιγμή που στον ουρανό εκτυλίσσονταν οι πρώτες αερομαχίες. Στην ουσία, τότε, στις πεδιάδες της Ευρώπης, γεννήθηκε η βιομηχανία του πολέμου.

Όταν όλα τελείωσαν, η ανθρωπότητα, παράλυτη από το σοκ, προσπαθούσε να αφουγκραστεί το μέγεθος της καταστροφής που είχε επιφέρει στον ίδιο της τον εαυτό, καθώς οι πληγές που άνοιξαν μετά την ανακωχή έμειναν ανεπούλωτες για καιρό – ειδικά εκείνες των ηττημένων, οι οποίοι υποχρεώθηκαν σε μακροχρόνια πικρία και ταπείνωση από τους νικητές. Την ίδια ώρα, οι μητροπόλεις του κόσμου υποδέχονταν τους τραυματίες και τους ψυχολογικά τσακισμένους στρατιώτες, οι οποίοι είχαν παραδοθεί στους εφιάλτες του μετατραυματικού σοκ. Εν πολλοίς, ο Μεγάλος Πόλεμος υπήρξε μια πρωτόγνωρη σε ένταση, βία και απώλειες εμπειρία, η οποία προκάλεσε τευτονικές αλλαγές στο συλλογικό ασυνείδητο των ευρωπαϊκών και όχι μόνο λαών.
Σήμερα, έναν αιώνα και κάτι μετά το τέλος του, ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος κάνει εκ νέου το «πέρασμά» του από τη μεγάλη οθόνη προσφέροντας πλούσια πρώτη ύλη για το «1917» του Σαμ Μέντες. Ο Βρετανός σκηνοθέτης («American Beauty», «Skyfall») αποδίδει με έναν μοντέρνο και απόλυτα περιπετειώδη τρόπο την αγωνία του πολέμου, στην πιο (οσκαρικά) φιλόδοξη παραγωγή της καριέρας του. Το «1917» είναι ένα αγχώδες θρίλερ επιβίωσης, μια συρραφή πραγματικών ιστοριών από τον πόλεμο, οι οποίες απεικονίζουν χωρίς περιστροφές τα όρια που χρειάστηκε να ξεπεράσουν οι στρατιώτες προκειμένου να επιζήσουν.
Μια προσωπική υπόθεση
Δεκαπέντε χρόνια μετά το «Σύρριζα», την πρώτη πολεμική ταινία του Μέντες η οποία τον ταξίδεψε στην καυτή έρημο του Κουβέιτ, οι οικογενειακές του αναμνήσεις τον έπεισαν να «φορέσει» ξανά το χακί. Ήταν οι διηγήσεις του παππού του Άλφρεντ Μέντες από τα απίστευτα περιστατικά που έζησε ο ίδιος αλλά και οι σύντροφοί του, όταν υπηρετούσε ως υποδεκανέας αγγελιαφόρος στα χαρακώματα του Δυτικού Μετώπου σε ηλικία μόλις 19 ετών. Καθώς ο γηραιότερος Μέντες υπήρξε μικρόσωμος, είχε το ιδανικό ύψος για να περνά απαρατήρητος από τον εχθρό, μεταφέροντας γρήγορα και αποτελεσματικά γράμματα και πληροφορίες όπου χρειαζόταν.Δεν ήταν βέβαια λίγες οι φορές που τραυματίστηκε, ενώ δέχθηκε επίθεση ακόμη και με δηλητηριώδη αέρια. Ήταν επόμενο, λοιπόν, οι ιστορίες του παππού Μέντες να συνεπάρουν τον νεαρό Σαμ, ο οποίος χάρη σε εκείνον εξοικειώθηκε με την πραγματική έννοια του πολέμου.

«Εξαιτίας του ανέκαθεν με γοήτευε ο Μεγάλος Πόλεμος και ακόμη περισσότερο ο ρόλος που διαδραμάτισε εκείνος σε αυτόν. Από μόνη της η ιδέα ενός άντρα που διανύει χιλιόμετρα με τη ζωή του να βρίσκεται σε διαρκή κίνδυνο, ενώ κρατά στα χέρια του ένα μήνυμα ικανό να σώσει ζωές ή να αντιστρέψει μια ολόκληρη κατάσταση, με ενθουσίαζε από μικρό. Έκτοτε τη φυλούσα καλά μέσα μου και περίμενα τη στιγμή που θα την εκμεταλλευτώ», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Μέντες.
Το πλήρωμα του χρόνου έφτασε και ο σκηνοθέτης συνυπέγραψε με την Κρίστι Γουίλσον-Κερνς το σενάριο του «1917», το οποίο φυσικά είναι αφιερωμένο στον ηρωικό συγγενή του δημιουργού. Στην ταινία, η οποία όπως προδίδει ο τίτλος της τοποθετείται στο απόγειο του πολέμου ένα χρόνο πριν από τη λήξη του, η δράση ξεκινά μονομιάς. Δύο Βρετανοί στρατιώτες, οι οποίοι μόλις ξεπερνούν τα 18 (Τζορτ ΜακΚέι, Ντιν-Τσαρλς Τσάπμαν), δέχονται τη διαταγή να φέρουν εις πέρας μια ακατόρθωτη αποστολή. Έχουν ελάχιστο χρόνο για να διασχίσουν μια γεμάτη παγίδες περιοχή που έχει εγκαταλείψει ο εχθρός και έπειτα να παρεισφρήσουν απαρατήρητοι στις αντίπαλες γραμμές, με απώτερο σκοπό την παράδοση ενός γράμματος με πληροφορίες που θα σώσουν 1.600 συντρόφους τους. Κομβικής σημασίας λεπτομέρεια: ανάμεσά τους βρίσκεται ο αδερφός ενός εκ των δύο ηρώων.

Οι πραγματικές πτυχές της ταινίας
Κατά κύριο λόγο οι μάχες του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν στατικές. Τα μέτωπα εκτείνονταν σε μήκος πολλών χιλιομέτρων, με τους στρατιώτες να ζουν στα ίδια χαρακώματα επί μήνες μόνο και μόνο για να διεκδικήσουν ελάχιστα μέτρα γης από τους εχθρούς τους αργά και βασανιστικά. Επομένως οι Μέντες και Γουίλσον-Κερνς χρειάστηκε να αναζητήσουν το σωστό ιστορικό πλαίσιο για μια αποστολή που θέλει τους κεντρικούς χαρακτήρες διαρκώς εν κινήσει. Αυτό βρέθηκε στους πρώτους μήνες του 1917, όταν ξεκίνησε η κατασκευή της γραμμής Χίντενμπουργκ.
Επρόκειτο για ένα γιγάντιο αμυντικό σύστημα χαρακωμάτων, συρματοπλεγμάτων και κάθε λογής μηχανισμών, πίσω από το οποίο οι γερμανικές δυνάμεις μπορούσαν να προστατευτούν σε περίπτωση υποχώρησης υπό την πίεση της Αντάντ. Για ένα σημαντικό χρονικό διάστημα, όσο χρειάστηκε για να ολοκληρωθεί η γραμμή, οι Γερμανοί είχαν εξαφανιστεί από το οπτικό πεδίο των Βρετανών, οι οποίοι δεν γνώριζαν αν οι εχθροί τους είχαν αποσυρθεί ή απλώς ανέμεναν τις δικές τους κινήσεις. Τότε αναδείχθηκε η ζωτικής σημασίας δουλειά των αγγελιαφόρων, οι οποίοι ήταν υπεύθυνοι τόσο για την έγκαιρη διάδοση της τοποθεσίας των Γερμανών όσο και για την αποφυγή σπασμωδικών επιθέσεων των Βρετανών οι οποίοι εν αγνοία τους μπορεί να έπεφταν σε παγίδα.

Στο «1917» την παραπάνω ασήκωτη ευθύνη κουβαλάει το πρωταγωνιστικό δίδυμο των Τζορτ ΜακΚέι και Ντιν-Τσαρλς Τσάπμαν. Οι δύο ανερχόμενοι ηθοποιοί, οι οποίοι τώρα κάνουν τα πρώτα τους βήματα σε μεγάλες παραγωγές, διέθεταν τα δύο βασικά χαρακτηριστικά που αναζητούσε ο Μέντες: δεν ήταν ιδιαίτερα γνωστοί στο ευρύ κοινό, ωστόσο το υποκριτικό ταλέντο τους ήταν αδιαμφισβήτητο. Βέβαια, ο Τσάπμαν έχει στο ενεργητικό του μια συμμετοχή στο «Game of Thrones» στο ρόλο του Τόμεν Μπαράθιον, κάτι που τον κάνει ευκολότερα αναγνωρίσιμο από τον ΜακΚέι, ο οποίος, με τη σειρά του, έχει δουλέψει μεταξύ άλλων με τους Τζάστιν Κέρζελ («True History of the Kelly Gang») και Σέρχιο Σάντσεζ («Το Μυστικό των Μάρομποουν»).
Έχοντας στο πλάι τους βέβαια σπουδαίους σταρ, όπως ο Κόλιν Φερθ και ο Μπένεντικτ Κάμπερμπατς, δικαίωσαν αμφότεροι το σκηνοθέτη για την εμπιστοσύνη που τους έδειξε, ερμηνεύοντας υποδειγματικά δύο αγνώστους, οι οποίοι τα μοναδικά κοινά που μοιράζονται είναι η στολή και η κοντινή ηλικία τους. Πρόκειται για ένα ντουέτο που συμβολίζει τους αμέτρητους νεαρούς στρατιώτες που βρέθηκαν αμούστακοι σε ένα αχανές πεδίο μάχης περιτριγυρισμένοι από αφόρητο ζόφο…

Στα χαρακώματα των γυρισμάτων
Το να στήσεις μια τεραστίων διαστάσεων παραγωγή που κοστίζει εκατομμύρια, χρησιμοποιώντας αληθινές τοποθεσίες, ρεαλιστικά σκηνικά, δεκάδες κομπάρσους και πυρομαχικά πιστά στην πραγματικότητα είναι δύσκολο από μόνο του. Ο Μέντες, όμως, ήταν πεπεισμένος πως για να πετύχει το «1917» δεν αρκούσε η υψηλή ποιότητα παραγωγής. Χρειαζόταν κάτι παραπάνω που θα μετέδιδε στο κοινό μεγάλες δόσεις αγωνίας και σάσπενς. Γι’ αυτό αποφάσισε να τη σκηνοθετήσει με τη λογική ενός συνεχούς μονοπλάνου, έτσι ώστε η δράση να είναι συνεχής, με ελάχιστα κοψίματα. «Αυτή ήταν η πρώτη φορά που δούλευα σε τόσο αυστηρό και απαιτητικό πλαίσιο. Ήθελα εξαρχής να υπάρχει η αίσθηση της ροής, του ταξιδιού και της εξέλιξης των συναισθημάτων των ηρώων. Κάθε τους ανάσα να είναι και των θεατών. Με αυτήν τη βάση κατασκεύασα την αφήγηση, ώστε κάθε δευτερόλεπτο να αποτελεί κομμάτι ενός αδιάσπαστου νήματος», εξηγεί ο Μέντες.
Το αποτέλεσμα μάλλον δεν θα ήταν τόσο επιτυχημένο, αν ο σκηνοθέτης δεν είχε στο πλευρό του έναν από τους καλύτερους διευθυντές φωτογραφίας στην ιστορία, τον Ρότζερ Ντίκινς των 14 υποψηφιοτήτων για Όσκαρ, το… μεσαίο του όνομα του οποίου θα μπορούσε να είναι η λέξη «πρόκληση». Ο Μέντες έχει δουλέψει με τον Άγγλο κινηματογραφιστή σχεδόν σε όλες τις ταινίες του, έτσι ήταν επόμενο να συνεργαστούν και στο «1917». Για την προετοιμασία της ταινίας χρειάστηκαν τέσσερις μήνες προβών, λεπτομερέστατων σχεδιασμών του χώρου και κάθε κίνησης ηθοποιών και κομπάρσων ώστε ο Ντίκινς να γνωρίζει πώς θα διαχειριστεί τα κάδρα του όταν έφτανε η στιγμή του γυρίσματος.
«Κάποιες φορές χρειάζεται να πλησιάζεις πολύ κοντά, άλλες σταδιακά να απομακρύνεσαι ώστε να φανούν οι αντιδράσεις των ηθοποιών και να αναδειχθεί το τοπίο. Την ισορροπία μεταξύ τους τη βρίσκεις με το ένστικτο όταν κοιτάς στην κάμερα, όμως προηγουμένως πρέπει να έχεις προβλέψει τα πάντα», υπογραμμίζει ο βετεράνος Ντίκινς. Ομολογουμένως βλέποντας κανείς το «1917» αντιλαμβάνεται μια αίσθηση σιγουριάς στην κινησιολογία της κάμερας, η οποία εμπλουτίζεται σε συνάρτηση με την εξέλιξη της πλοκής, ακόμα και όταν οι αλλαγές είναι καταιγιστικές. Για παράδειγμα, την μπαναλιτέ της αναμονής σε μια ουρά για συσσίτιο ή τον γρήγορο έλεγχο των χώρων ενός σπιτιού μπορεί να διαδεχθεί αστραπιαία ο πανικός μιας απροσδόκητης έκρηξης. Την ίδια στιγμή ο χειριστής της κάμερας οφείλει να είναι σε εγρήγορση για να «πιάσει» τα πάντα, διότι καθετί εκτός κάδρου χάνεται οριστικά... Και το δίδυμο Μέντες-Ντίκινς έχει φροντίσει έτσι ώστε η αδρεναλίνη να ποτίσει κάθε πλάνο του «1917».
Ο άνθρωπος-μηχανή Ρότζερ Ντίκινς

Στη διασκευή του οργουελικού «1984» (Μάικλ Ράντφορντ) έδωσε τη χαρακτηριστική ξεφτισμένη υφή στην εικόνα εφαρμόζοντας πρώτος μια νέα τεχνική εμφάνισης φιλμ, που έπειτα χρησιμοποιήθηκε σε ταινίες όπως η «Διάσωση του Στρατιώτη Ράιαν» (Στίβεν Σπίλμπεργκ). Αργότερα έγινε ο πρώτος που επεξεργάστηκε εξ ολοκλήρου ψηφιακά τα χρώματα μιας ταινίας (color-correction) για τις ανάγκες του «Ω Αδελφέ, Πού Είσαι;» των αδερφών Κοέν, με τους οποίους διατηρεί μακροχρόνια συνεργασία από το «Barton Fink». Η μαεστρική χρήση του χρώματος είναι σήμα κατατεθέν του Ντίκινς, ο οποίος προτού ασχοληθεί με το σινεμά υπήρξε φοιτητής Καλών Τεχνών. Και να σκεφτείτε πως αρχικά δεν έγινε δεκτός στη σχολή κινηματογράφου, επειδή δεν διέθετε αρκετά κινηματογραφική ματιά...
«1917» με all-star crew

Λι Σμιθ (μοντάζ)
Αφού απέσπασε Όσκαρ για τη δουλειά του στη «Δουνκέρκη», όπου ένωσε σε έναν κόσμο γη, ουρανό και θάλασσα, στο «1917» κλήθηκε να κόψει «αόρατα» τα μονοπλάνα του και να μην προδοθούν τα cuts.
Ντένις Γκάσνερ (παραγωγή)
Απέρριψε το «No Time to Die» για χάρη του «1917» και τώρα δικαιώνεται, μιας και ο πολύπειρος σχεδιαστής κατασκεύασε, μεταξύ άλλων, μια κατεστραμμένη γαλλική πόλη και χιλιόμετρα χαρακωμάτων! Όχι κι άσχημα...
Κρίστι Γουίλσον-Κερνς (σενάριο)
Στενή συνεργάτις του Μέντες στη σειρά «Penny Dreadful» στην οποία ο Βρετανός είναι παραγωγός, τώρα κάνει αποφασιστικό βήμα στο σινεμά και γίνεται η πρώτη γυναίκα που υπογράφει σενάριο πολεμικής ταινίας.
Τόμας Νιούμαν (OST)
Αυτός είναι ο άνθρωπος που έχετε να ευχαριστείτε για το δυστοπικό και καθ’ όλα αγχωτικό soundtrack της ταινίας, ο οποίος μάλιστα λοξοκοιτάζει μια 15η οσκαρική υποψηφιότητα χάρη στις υποβλητικές συνθέσεις του.
Περισσότερες πληροφορίες
1917
Τον προτελευταίο χρόνο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, δύο νεαροί Βρετανοί στρατιώτες αναλαμβάνουν μια φαινομενικά αδύνατη αποστολή: να διαπεράσουν τις γραμμές του εχθρού ώστε να παραδώσουν ένα γράμμα, το οποίο θα σώζει τη ζωή εκατοντάδων στρατιωτών και του αδερφού ενός από τους δύο αποστολείς.