Η νέα ταινία του Άρι Άστερ («Η Διαδοχή») αναβιώνει την κινηματογραφική σχολή του folk horror, φέρνοντας στο προσκήνιο τις σκοτεινές πτυχές των αρχαίων παραδόσεων, και συντάσσεται με μια σειρά ομότεχνών του, οι οποίοι τελευταία σκορπούν τον τρόμο στις αίθουσες με πρώτη ύλη το παρελθόν.
Στοιχειά, παραδοσιακές φορεσιές, φανατικοί σε έκσταση, βλάσφημες τελετές και παγανιστικά σύμβολα αποτελούν τα συνήθη συστατικά μιας ταινίας του folk horror. Το άτυπο υποείδος στο σινεμά τρόμου ξεκίνησε στα τέλη των ’60s με τη λεγόμενη βρετανική «ανίερη τριλογία», δηλαδή τα «Witchfinder General» (Μάικλ Ριβς, 1968), «The Blood on Satan’s Claw» (Πιρς Χάγκαρντ, 1971) και την ταινία-ορόσημο «Το Καταραμένο Σκιάχτρο» (Ρόμπι Χάρντι, 1973), κι έθεσε τα θεμέλια του είδους, χωρίς όμως την αυστηρή οριοθέτηση της αισθητικής του. Έτσι στο πέρασμα του χρόνου το folk horror εμπλουτίστηκε θεματικά και στιλιστικά, έως την πρόσφατη επανάκαμψή του με χαρακτηριστικά παραδείγματα το ψυχεδελικό «A Field in England» (Μπεν Γουίτλι, 2013) και το γοτθικό «The Witch» (Ρόμπερτ Έγκερς, 2015).
Παρά τις επιμέρους διαφορές, κοινή συνισταμένη των ταινιών αυτών είναι τα απομονωμένα απέραντα φυσικά τοπία, όπου ζουν ομάδες ανθρώπων με τους δικούς τους πολιτισμικούς κώδικες. Η συναναστροφή με αυτές τις κοινότητες, για όσους τις επισκέπτονται άθελά τους ή όχι, αντικατοπτρίζει –με όρους εφιάλτη– το άγχος της ένταξης σε μια συλλογικότητα και της εκπλήρωσης των προσδοκιών απέναντί της. Γι’ αυτό το κυρίαρχο συναίσθημα στις folk horror ταινίες είναι εκείνο της άβολης οικειότητας, καθώς αντιλαμβανόμαστε κι εμείς ως θεατές την ασφάλεια που δίνει ένα γνώριμο περιβάλλον, ενώ ταυτόχρονα βλέπουμε σαφώς πως κάτι δεν πάει καθόλου καλά. Αυτό εκμεταλλεύεται στο έπακρον ο σκηνοθέτης Άρι Άστερ, ο οποίος μετά τη «Διαδοχή» δοκιμάζει ξανά τα όρια του τρόμου.
Το φάντασμα της απώλειας
Το έναυσμα για την ενασχόληση του Άστερ με τον «δημώδη τρόμο» δεν ήταν ένα ξαφνικό ενδιαφέρον για τις αρχέγονες παραδόσεις, αλλά ένας χωρισμός. «Το “Μεσοκαλόκαιρο” ήθελα να είναι μια οπερατικών προδιαγραφών ταινία για το πόσο οδυνηρό είναι να αποχωρίζεσαι τον άνθρωπό σου. Επιπλέον με ενθουσίαζε η προοπτική να κατευθύνω την αφήγηση σε μια ισοπεδωτική κορύφωση κι εκεί ακριβώς να βάλω τέλος», έχει δηλώσει ο σκηνοθέτης και μπορούμε να επιβεβαιώσουμε πως η κατακλείδα στο «Μεσοκαλόκαιρο» είναι το λιγότερο καυτή... Η έννοια της απουσίας όμως δεν διατρέχει την ταινία μόνο ως ερωτικό κενό αλλά και ως φυσική απώλεια, με έμφαση στο πένθος που τη συνοδεύει. Η κεντρική ηρωίδα της ταινίας (Φλόρενς Πιού) βιώνει ένα σφοδρό σοκ ύστερα από μια οικογενειακή τραγωδία, η οποία διαταράσσει την ήδη εύθραυστη σχέση με τον σύντροφό της. Η απόφασή τους να ταξιδέψουν μαζί με φίλους του σε ένα απομακρυσμένο φεστιβάλ στη Σουηδία μετατρέπεται γρήγορα σε εφιάλτη, καθώς εκεί τους περιμένει μια αίρεση με δολοφονικές τάσεις.
Μια επώδυνη αποδοχή
Στο «Μεσοκαλόκαιρο» ο δημιουργός εμβαθύνει σε θεματικές που έθιξε στο ντεμπούτο του, τη «Διαδοχή». Ερωτήματα πάνω στη θηλυκότητα, την εμπιστοσύνη και την επικοινωνία επανέρχονται με νέα ορμή, με αφορμή τις τελετές της αίρεσης. Ο Άστερ και η ομάδα του έχτισαν για τις ανάγκες της ταινίας ένα ολόκληρο χωριό από την αρχή, στην Ουγγαρία αντί της Σουηδίας, ενώ έκαναν ενδελεχή έρευνα πάνω σε αρχαίους σκανδιναβικούς πολιτισμούς. Η νέα «θρησκεία» του Άστερ βέβαια αποτελεί απλώς το δόγμα που καλείται να ενστερνιστεί η ηρωίδα για να «επαναπρογραμματίσει» τον εαυτό της. Σε αυτόν τον ρόλο η Πιού, η ανερχόμενη ηθοποιός που ξεχώρισε στη «Λαίδη Μάκβεθ», καλείται να κοιτάξει βαθιά μέσα της, με τη βοήθεια της κοινότητας, και να απελευθερωθεί από τις πιο άσχημες –και συχνά δολοφονικές– πτυχές του χαρακτήρα της. Στο «Μεσοκαλόκαιρο» η αίρεση λειτουργεί σαν το βίαιο και ταυτόχρονα ανεκτικό καταφύγιο μιας πληγωμένης ψυχής. Είναι όμως αλήθεια όλα αυτά ή πρόκειται απλώς για ένα παρά πολύ κακό τριπ;