
Ο Ρόμπερτ Πάτινσον βρέθηκε στην Αθήνα ενόψει της επίσημης πρεμιέρας της νέας του ταινίας «Good Time» για την οποία μας μίλησε μαζί με τους παραγωγούς της Πάρι Λάτση – Κασιδόκωστα και Τέρι Ντούγκας του Hercules Film Fund.

Πώς προέκυψε η συνεργασία σας με τους αδερφούς Σάφντι;
Ρόμπερτ Πάτινσον: Έψαχνα μανιωδώς στο ίντερνετ για νέους σκηνοθέτες με τους οποίους θα μπορούσα ενδεχομένως να δουλέψω, ώσπου πέτυχα το τρέιλερ της τελευταίας ταινίας που είχαν βγάλει τότε ο Τζος και ο Μπένι Σάφντι (σ.σ.: «Heaven knows What», 2014) και ενθουσιάστηκα. Ήθελα να γίνω μέρος του ηλεκτρισμένου, τρελαμένου, σύμπαντός τους. Η καλή αίσθηση που είχα για εκείνους επιβεβαιώθηκε όταν τους γνώρισα.
Επομένως είναι αλήθεια ότι εσείς τους προσεγγίσατε πρώτος;
Ρ.Π.: Στην πραγματικότητα όταν γνωριστήκαμε μου είπαν «κοίταξε, έχουμε μία ιδέα για ταινία, θα έχεις το πρώτο σενάριο σε περίπου 4 εβδομάδες». Ξαφνιάστηκα λίγο και απάντησα «οκ, τα λέμε!» Όντως όμως, μετά από λίγο καιρό μου έστειλαν το προσχέδιο του «Good Time» και ήταν καταπληκτικό.
Η ερμηνεία σας στο «Good Time» μου θύμισε το «The Rover» ως προς τον τρόπο που καταδυθήκατε ολοκληρωτικά στους ρόλους. Με ποια κριτήρια επιλέγετε την κάθε δουλειά; Είναι θέμα σκηνοθέτη ή υποκριτικών προκλήσεων;
Ρ.Π.: Πρώτα με απασχολεί ο σκηνοθέτης, αλλά σίγουρα ο ρόλος πρέπει να με ιντριγκάρει εξίσου. Θυμάμαι όταν διάβασα πρώτη φορά το σενάριο του «Rover» μου φάνηκε τρομερά πρωτότυπο, όπως και ο τρόπος με τον οποίο μιλούσε ο χαρακτήρας που τελικά υποδύθηκα, ο Ρέι. Ενθουσιάστηκα τόσο που αμέσως ήθελα να ξεκινήσω να παίζω. Πιστεύω είναι απολαυστικό όταν δε γνωρίζεις τα πάντα για μερικούς χαρακτήρες, καθώς τους ανακαλύπτεις ενώ τους ερμηνεύεις. Έτσι έγινε και με το «Good Time», γιατί είναι μια σκοτεινή αλλά και αστεία ταινία, δεν επικρατούσε ένα και μόνο συναίσθημα γεγονός που έβρισκα δελεαστικό έως και τρελό. Είναι μια ταινία η οποία δεν ξέρεις πού θα σε πάει, αλλά είναι πραγματικά διασκεδαστικό να ρισκάρεις με κάτι που σε ικανοποιεί τόσο.

Συνεχή ρίσκα παίρνει και ο χαρακτήρας που υποδύεστε, ο Κόνι Νίκας, ο οποίος ζει ένα πυρετώδες εικοσιτετράωρο χωρίς να του βγαίνουν πάντα οι πρωτοβουλίες που παίρνει…
Ρ.Π.: Ξέρετε έχει ενδιαφέρον ότι οι περισσότεροι πιστεύουν πως στην ταινία παίρνει τις λάθος αποφάσεις, ενώ στην πραγματικότητα είναι οι σωστές και μάλλον οι πιο έξυπνες. Με δεδομένο πως οι επιλογές που έχει διαθέσιμες οδηγούν όλες σε αδιέξοδο, εκείνος επινοεί τις δικές του λύσεις. Όταν μιλούσα για τον Κόνι στον Τζος Σάφντι, συνειδητοποίησα πως συμπεριφέρεται σα χαζός μικροεγληματίας, ενώ είναι μια διάνοια. Σκαρφίζεται επιτόπου διεξόδους, αυτοσχεδιάζει κάτω από ασφυκτική πίεση, και εν τέλει του προκύπτει κάπως φυσικά να λέει συνεχώς ψέματα για να ξεφεύγει. Για παράδειγμα, στη σκηνή του ταξί με την Τζένιφερ Τζέισον Λι ψεύδεται με τόση οξυδέρκεια και ευκολία, που είπα στον Τζος «πώς στο καλό τα γράφεις κάτι τέτοια;!» Από την άλλη, ο Κόνι νιώθει πως δεν είναι υπαίτιος για τίποτα τη στιγμή που εκείνος προκαλεί τα πάντα στην ταινία, και στη συνέχεια προσπαθεί με το δικό του αδέξιο τρόπο να δικαιολογήσει τις πράξεις του.
Το ελληνικό επώνυμό του ήρωα που υποδύεστε πώς προέκυψε;
Ρ.Π.: Ο Τζος Σάφντι και ο συν-σεναριογράφος της ταινίας Ρόνι Μπρόνστιν το επέλεξαν πριν καν γραφτεί το σενάριο, το είχαν ανέκαθεν στο μυαλό τους. Το εμπνεύστηκαν από τη συναναστροφή τους με τον ηθοποιό Μπάντι Ντουρές (σ.σ.: υποδύεται τον Ρέι) ο οποίος μεγάλωσε στο Κουίνς όπου υπάρχει έντονη ελληνική παρουσία.
Με δεδομένο το blockbuster παρελθόν σας, προτιμάτε να δουλεύετε σε ανεξάρτητες παραγωγές;
Ρ.Π.: Χωρίς να έχω τίποτα ενάντια στα blockbuster, ομολογώ πως ναι. Η βιομηχανία έχει αλλάξει πάρα πολύ. Σήμερα τα blockbuster αφορούν σχεδόν αποκλειστικά υπερήρωες και αν θες να παίξεις σε μια τέτοια ταινία πρέπει να υπογράψεις ένα συμβόλαιο με ορίζοντα έως και δέκα ταινίες. Από την άλλη, σε μια ανεξάρτητη παραγωγή με μικρό προϋπολογισμό έχεις καλλιτεχνική ελευθερία και κερδίζεις τα χρήματα που θα σου επιτρέψουν να κάνεις την επόμενη ταινία.

Έχετε σχολιάσει πως τα γυρίσματα του «Good Time» έμοιαζαν με τα αντίστοιχα μιας ταινίας του Τζον Κασσαβέτη.
Ρ.Π.: Ναι, ήταν μια μοναδική εμπειρία. Όταν κάποιος επισκέπτεται τη Νέα Υόρκη (σ.σ.: όπου γυρίστηκε η ταινία), αυτόματα σκέφτεται τις ταινίες του Μάρτιν Σκορσέζε και του Κασσαβέτη όπου η πόλη πρωταγωνιστούσε. Είναι αδύνατον να το αποφύγεις αυτό. Προσωπικά κάποιες φορές νιώθω σαν να παίζω στο «Taxi Driver».
Η επόμενη ταινία σας βέβαια σκηνοθετείται από την Κλερ Ντενί και προβλέπεται ολότελα διαφορετική.
Ρ.Π.: Αναπόφευκτα, καθώς είναι επιστημονικής φαντασίας. Διαδραματίζεται σε ένα διαστημόπλοιο στο πέρασμα δεκαέξι χρόνων. Έχει ένα αφαιρετικό και ασυνήθιστα σέξι ύφος. Πιστεύω πως θα είναι πολύ σκοτεινή, αλλά δεν μπορώ να το πω με σιγουριά εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο δουλεύει η Κλερ Ντενί. Χρειάστηκα χρόνο για να συνειδητοποιήσω πώς στήνει την αφήγηση της ιστορίας. Είναι μία δημιουργός με την οποία ήθελα πάντα να συνεργαστώ, έχει γυρίσει πάρα πολλές ταινίες και καμία δεν είναι κακή. Ελπίζω να μην είναι αυτή η πρώτη!
Πίσω από την ταινία βρίσκεται η Hercules Film Fund, που φέτος μαζί με το «Good Time» μετρά ακόμα μία επιτυχία με το «American Made». Οι δυο τους ισορροπούν μεταξύ του mainstream και arthouse κοινού. Ποιο είναι το σκεπτικό πίσω από την επιλογή των παραγωγών που αναλαμβάνετε;
Πάρις Κασιδόκωστας – Λάτσης: Για να το θέσω απλά, το βασικό μας κριτήριο είναι να προσπαθούμε να δημιουργούμε κάτι που καλλιτεχνικά έχει τη δυνατότητα να γίνει σπουδαίο και, την ίδια στιγμή να είναι προσβάσιμο σε ένα ευρύ κοινό. Ομολογώ πως δεν είναι πάντα εύκολο να βρίσκουμε τα projects που πληρούν τις προϋποθέσεις μας, όμως στην περίπτωση των αδερφών Σάφντι βοήθησαν πολύ οι προηγούμενες ταινίες τους. Όταν τις είδαμε νιώσαμε αμέσως την ενέργεια και αυθεντικότητα που αναζητούσαμε ενώ το σκηνοθετικό τους ταλέντο ήταν κυρίραχο και πολλά υποσχόμενο. Η συμμετοχή ενός πρωτοκλασάτου ηθοποιού όπως ο Ρόμπερτ (Πάτινσον) στην ταινία, επιβεβαίωσε την αίσθησή μας πως έχουμε κάτι πολύ καλό στα χέρια μας το οποίο θα μας διαφοροποιήσει από τους υπόλοιπους. Βασικό μας στόχος στην Hercules Film Fund είναι να κάνουμε σπουδαίες ταινίες που ταυτόχρονα είναι πρωτότυπες. Έχει εκλείψει η αυθεντικότητα, και τη στιγμή που το κοινό έχει πρόσβαση σε τόσο υλικό, πρέπει να δει κάτι καινούριο. Εμείς θέλουμε να προσφέρουμε μια εμπειρία στον κόσμο ώστε να επιστρέψει στον κινηματογράφο.
Τέρυ Ντούγκας: Η αλήθεια είναι πως δεν μπορείς να ξέρεις ποτέ πώς θα βγει μια ταινία και πώς θα πάει στις αίθουσες. Αυτό είναι κάτι που μόνο οι «θεοί» του σινεμά το ξέρουν… Εκείνο που είναι στα δικά μας χέρια είναι να φτιάξουμε όσο το δυνατόν καλύτερα θεμέλια. Παίρνεις σκηνοθέτες με ένα μοναδικό όραμα, έναν ταλαντούχο ηθοποιό με εκτόπισμα, και κάπως έτσι αρχίζεις να στήνεις την παραγωγή. Το «American Made» ήταν κάτι πιο ποπ, το «Good Time» πιο σινεφίλ, εμείς αυτό που προσπαθούμε να κάνουμε είναι με οποιοδήποτε είδος κι αν καταπιανόμαστε να διαπρέπουμε.