
Η Ζαν Μορό βρέθηκε νεκρή στο διαμέρισμά της στο Παρίσι τη Δευτέρα 31/7 σε ηλικία 89 ετών. Ήταν μια απίστευτα χαρισματική ηθοποιός, μια πραγματική σταρ και μια πολύπλευρη καλλιτέχνης, η οποία σκηνοθέτησε ακόμα και όπερα.
Γεννημένη στις 23 Ιανουαρίου του 1928 στο Παρίσι από πατέρα εστιάτορα και μητέρα μια Αγγλίδα χορεύτρια, έγινε στα 20 της το νεότερο πλήρες μέλος της διάσημης Comédie Française, του σπουδαιότερου γαλλικού θεατρικού οργανισμού. Παράλληλα με τη σκηνή, άρχισε να εμφανίζεται στο σινεμά, παίρνοντας ακόμα και πρωταγωνιστικούς ρόλους («Βασίλισσα Μαργκό» του Ζαν Ντρεβίλ), αλλά ήταν ο σκηνοθέτης Λουί Μαλ και δυο δικές του ταινίες που μέσα στο 1958 οι οποίες την μετέτρεψαν σε διεθνή σταρ. Πρώτα το θρίλερ «Ασανσέρ για Δολοφόνους» και κατόπιν το τολμηρό ερωτικό δράμα «Εραστές», το οποίο αντιμετώπισε προβλήματα με τη λογοκρισία, αναδεικνύοντάς την σε σύμβολο του σεξ. Ήταν πλέον «η νέα Μπαρντό», πολύ πιο σοφιστικέ και ιντελεκτουέλ, η οποία μπορούσε να ήταν την ίδια στιγμή μια γοητευτικά θηλυκή παρουσία («Επικίνδυνες Σχέσεις» του Ροζέ Βαντίμ) και μια δραματική ερμηνεύτρια (βραβείο ερμηνείας στις Κάνες για το «Moderato Cantabile» του Πίτερ Μπρουκ).
Η δεκαετία του ’60 της ανήκε, καθώς καλλιτεχνικές και εμπορικές επιτυχίες διαδέχονταν η μια την άλλη, με τον Φρανσουά Τριφό («Ζιλ και Τζιμ» , «Η Νύφη Φορούσε Μαύρα») και τον Όρσον Γουέλς ( «Η Δίκη», «Φάλσταφ», «Αθάνατη Ιστορία») να βρίσκουν στην Μορό τη μούσα τους, η οποία εντυπωσίασε στη «Νύχτα» του Μικελάντζελο Αντονιόνι, το «Το Λιμάνι των Αγγέλων» του Ζακ Ντεμί και το «Ημερολόγιο μιας Καμαριέρας» του Λουίς Μπουνιουέλ, συνέχισε να συνεργάζεται με τον Λουί Μαλ («Η Φλόγα που Τρεμοσβήνει», «Βίβα Μαρία»), δοκίμασε αγγλόφωνους ρόλους («Το Τραίνο» του Τζον Φρανκενχάιμερ, «Εύα» του Τζόζεφ Λόουζι) και έκλεψε τον Βρετανό σκηνοθέτη Τόνι Ρίτσαρντον, με τον οποίο γύρισε τα «Mademoiselle» και «Ο Ναύτης του Γιβραλτάρ», από τη σύζυγό του Βανέσα Ρεντγκρέιβ.
Στα 40 της η Ζαν Μορό ήταν πλέον μια από τις σπουδαιότερες ηθοποιούς του ευρωπαϊκού σινεμά (η πρώτη Γαλλίδα σταρ που έγινε εξώφυλλο στο Time), με συνεχή θεατρική παρουσία και μια ενδιαφέρουσα μουσική καριέρα. Το 1984, μάλιστα, έδωσε συναυλία στο Κάρνεγκι Χολ δίπλα στον Φρανκ Σινάτρα, ενώ ένα χρόνο νωρίτερα ήταν πρόεδρος της κριτικής επιτροπής του φεστιβάλ Βερολίνου. Είναι επίσης η μόνη γυναίκα που τέθηκε δυο φορές επικεφαλής της ανάλογης επιτροπής των Κανών, βραβεύοντας το 1995 με Χρυσό Φοίνικα το «Underground» του Εμίρ Κουστουρίτσα και όχι το «Βλέμμα του Οδυσσέα» του Θόδωρου Αγγελόπουλου, ο οποίος έγινε έξαλλος με την πρώην συνεργάτιδά του (είχαν γυρίσει μαζί το «Μετέωρο Βήμα του Πελαργού»).
Καθ’ όλη τη διάρκεια της 65χρονης κινηματογραφικής καριέρας της η Μορό συνέχισε να συνεργάζεται με σπουδαίους δημιουργούς όπως ο Ελία Καζάν («Ο Τελευταίος Μεγιστάνας»), ο Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ («Ο Καυγατζής») και ο Βιμ Βέντερς («Μέχρι το Τέλος του Κόσμου»). Με ένα τσιγάρο μόνιμα στο στόμα, φίλη διασήμων καλλιτεχνών όπως οι Ζαν Κοκτό, Ζαν Ζενέ, Χένρι Μίλερ και Μαργκερίτ Ντιράς, ήταν μια ενεργή πολίτης με έντονη πολιτική δράση, παίρνοντας ανοιχτά θέση υπέρ των αμβλώσεων στις αρχές της δεκαετίας του ’70 και κατά της ξενοφοβίας το 1997, σε δυο αντιπαραθέσεις που δίχασαν βαθιά τη γαλλική κοινή γνώμη. Σκηνοθέτησε θεατρικά, δυο κινηματογραφικές ταινίες («Lumiere», «L’ Adolescente»), ακόμα και όπερα, ενώ ο τελευταίος πρωταγωνιστικός ρόλο της στο σινεμά ήταν το 2012 στο «Ο Γκέμπο και η Σκιά του» του Μανοέλ ντε Ολιβέιρα , στο πλάι τής εξίσου μυθικής Κλαούντια Καρντινάλε.
