
Μας λείπει μόνο το «You Were Never Really Here», το γυρισμένο στην Νέα Υόρκη δραματικό θρίλερ της Σκοτσέζας Λιν Ράμσεϊ («Πρέπει να Μιλήσουμε για τον Κέβιν») για να ολοκληρωθεί πλέον η εικόνα του φετινού διαγωνιστικού προγράμματος. Μας λείπει όμως και η μεγάλη ταινία που θα έπαιρνε αυτόματα το ρόλο του φαβορί για τον Χρυσό Φοίνικα, χωρίς αυτό να σημαίνει πως μπορούμε κάθε φορά να προβλέψουμε τα γούστα και τις εσωτερικές ισορροπίες μιας εννεαμελούς κριτικής επιτροπής. Το 2014, για παράδειγμα, κέρδισε το απόλυτο φαβορί «Χειμερία Νάρκη» το 2015 ο «Γιος του Σαούλ» περιορίστηκε στο Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής και πέρσι το «Toni Erdmann» έφυγε με άδεια χέρια. Κι ο φετινός πρόεδρος Πέδρο Αλμοδόβαρ μόνον προβλέψιμος δεν μπορεί να χαρακτηριστεί…
Έτσι, τις περισσότερες πιθανότητες για τον Φοίνικα αυτήν τη στιγμή συγκεντρώνουν οι «120 Χτύποι το Λεπτό» του Γάλλου Ρομπέν Καμπιγιό, ακολουθούμενοι από το «Τετράγωνο» του Σουηδού Ρούμπεν Έστλουντ και το «Loveless» του Ρώσου Αντρέι Σβιάγκιντσεφ. Η Σοφία Κόπολα με την «Αποπλάνηση», ο Φατίχ Ακίν με το «In the Fade» που μόλις είδαμε, η Ναόμι Καβάσε με το «Hikari» και οι Αμερικανοί αδελφοί Σάφντι με το «Good Time» θα στριμωχτούν για να χωρέσουν στα υπόλοιπα βραβεία, κάποια από τα οποία (όπως το σενάριο ή οι ρόλοι) απονέμονται συχνά μετά από πολλές σπόντες, για να ικανοποιηθεί «έμμεσα» μια ταινία που δεν μπορεί να βολευτεί αλλιώς.
Και ο Λάνθιμος; Ο «Φόνος Ενός Ιερού Ελαφιού» παραμένει για μένα προσωπικά ένα από τα δυνατότερα αουτσάιντερ για τον Χρυσό Φοίνικα. Είναι η πλέον τολμηρή και ακατάτακτη ταινία απ’ όλες τις συμμετέχουσες και εκείνη η οποία, αν αρέσει σε κάποιον, η βράβευσή της θα αποτελέσει την πιο μοντέρνα κινηματογραφική πρόταση. Μόνο που αν είχαμε μπροστά μας τον «Αστακό» θα ήμασταν λίγο πιο σίγουροι, καθώς ο «Φόνος…» έχει διχάσει έντονα, με πολλούς έγκυρους κριτικούς να παίρνουν πολεμική θέση εναντίον του (Cahiers du Cinema, Premiere, Time, Liberation, Positif…).
Σε μια χρονιά κατά την οποία οι γαλλικές επιλογές του προγράμματος αποδείχτηκαν, πλην των «120 Χτύπων…» και δευτερευόντως του «Le Redoutable», εξαιρετικά αδύναμες, ο «Διπλός Εραστής» του Φρανσουά Οζόν με τους Μαρίν Βακτ και Ζερεμί Ρενιέ ενίσχυσε χθες βράδυ ακόμα περισσότερο αυτή την αίσθηση. Χιτσκοκικό θρίλερ με αλμοδοβαρικό στιλιζάρισμα, το τρίτο φιλμ του ακάματου σκηνοθέτη το οποίο συμμετέχει στο διαγωνιστικό τμήμα των Κανών είναι ένα ατμοσφαιρικό παιχνίδι ταυτοτήτων, επιθυμιών και σινεφίλ αναφορών, που «φορτώνει» διαρκώς ιδέες, σύμβολα και σεναριακές ανατροπές, για να ξεφύγει κάποια στιγμή στον απενοχοποιημένο χαβαλέ και το cult fun (για τους υπερβολικά καλοπροαίρετους) ή την απόλυτη γελοιότητα (για όλους τους υπόλοιπους).
Το «In the Fade» του Φατίχ Ακίν, αντίθετα, ήταν μια από τις ευχάριστες εκπλήξεις του φεστιβάλ, κυρίως γιατί επανέφερε τη – μετά τη «Μαχαιριά» - χαμένη εμπιστοσύνη μας στον φιλέλληνα Τουρκογερμανό σκηνοθέτη. Αφηγούμενη την ιστορία μιας γυναίκας (μια Νταϊάν Κρούγκερ για βραβείο) που χάνει τον άντρα και το μικρό γιο της σε τρομοκρατικό χτύπημα για το οποίο ενοχοποιείται ένα ζευγάρι φιλοναζιστών, η ταινία τολμά να θίξει ευαίσθητα κοινωνικά και διαχρονικά ηθικά και υπαρξιακά ερωτήματα, γραμμένη με περίτεχνη ειλικρίνεια και σκηνοθετημένη με ασυμβίβαστο τσαμπουκά. Το τελευταίο μέρος της, μάλιστα, είναι γυρισμένο στα βόρεια παράλια της Αττικής, ενώ με μια πεντάλεπτη, αλλά εντυπωσιακή παρουσία ως Χρυσαυγίτης ξενοδόχος, ο σκηνοθέτης Γιάννης Οικονομίδης κλέβει την παράσταση. Ήταν μια από τις πολλές κι ευχάριστες ελληνικές παρουσίες στην Κρουαζέτ τις τελευταίες μέρες, δίπλα στην προβολή στο θερινό σινεμά της παραλίας του μουσικού, γεμάτου ρεμπέτικα τραγούδια οδοιπορικού «Djam» του Τονί Γκατλίφ με πρωταγωνίστρια την Δάφνη Πατακιά, αλλά και της μικρού μήκους «Copa – Loca» του Χρήστου Μασσαλά στο τμήμα «Δεκαπενθήμερο Σκηνοθετών». Όλα αυτά ήρθαν να προστεθούν στη σύντομη, αλλά πετυχημένη παρουσίαση έτοιμων (ή στο στάδιο του post production) ελληνικών ταινιών που έκαναν σε διεθνείς παραγωγούς και διανομείς σε αίθουσα του Παλέ το Κέντρο Κινηματογράφου και το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, ελάχιστη κίνηση εξωστρέφειας μιας χτυπημένης από παντού, και φυσικά από την τριτοκοσμική, δημοσιοϋπαλληλική αντίληψη περί μάρκεντινγ, εθνικής μας κινηματογραφίας.