Το νέο πρωταγωνιστικό ρεσιτάλ της Μέριλ Στριπ ως Φλόρενς Φόστερ Τζένκινς, το οποίο πιθανότατα θα της εξασφαλίσει την 20ή οσκαρική της υποψηφιότητα, μας θυμίζει τις ουκ ολίγες φορές που οι βιογραφίες διάσημων προσωπικοτήτων «ζευγάρωσαν» στο σινεμά.
Τον 21ο αιώνα οι αληθινές ιστορίες έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο στη διεθνή και κυρίως στη χολιγουντιανή παραγωγή. Η αιτία δεν είναι σίγουρα μία και μοναδική. Ξεκινώντας από τη μικροοικονομική του σύγχρονου σινεμά, το υψηλό κόστος των υπερπαραγωγών καθιστά απαγορευτικούς τους πειραματισμούς. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τα στελέχη των στούντιο να προτιμούν είτε την έτοιμη κόμικ σεναριακή τροφή μέσω σίκουελ, πρίκουελ και franchise είτε τις αληθινές ιστορίες που έχουν ήδη εγγραφεί στην –κατά προτίμηση αμερικανική– συλλογική συνείδηση. Μάλιστα, η ετικέτα true story έχει πάντοτε και την οσκαρική αβάντα.
Από το 2010 μέχρι σήμερα τέσσερα στα έξι Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας (στις ερμηνευτικές κατηγορίες τα ποσοστά ανεβαίνουν περισσότερο) βασίζονται σε πραγματικές ιστορίες. Επιπλέον, αυτές διαθέτουν μια εγγενή αφηγηματική βαρύτητα, κάτι που συγκινεί τους θεατές οι οποίοι προσπαθούν να βρουν το βηματισμό τους σε ένα ασταθές και διαρκώς μεταβαλλόμενο κοινωνικο-οικονομικό περιβάλλον. Όλα τα παραπάνω δημιουργούν μια υπερπροσφορά βιογραφιών, που αρκετές φορές διπλώνουν στην οθόνη. Μια τέτοια περίπτωση είναι οι δύο ταινίες που μιλούν για τη ζωή της Φλόρενς Φόστερ Τζένκινς, της πιο φάλτσας σοπράνο στην ιστορία της όπερας...
Το νέο ρεσιτάλ της Στριπ
Πριν από περίπου ένα χρόνο η Κατρίν Φρο αποδέχτηκε την ερμηνευτική πρόκληση υψηλού ρίσκου του Ξαβιέ Τζιανολί να υποδυθεί την παράφωνη αοιδό, σε μια γαλλική διασκευή της ιστορίας με τον τίτλο «Μαργκερίτ». Το αποτέλεσμα παραδόθηκε στη συνήθη ακαδημαϊκή νωθρότητα, αλλά η Γαλλίδα σταρ κατάφερε να ξεχωρίσει με την πολυπρόσωπη υποκριτική της απόδοση κερδίζοντας το Σεζάρ α΄ γυναικείου ρόλου. Τώρα είναι η σειρά της οσκαρικής ρέκορντγουμαν Μέριλ Στριπ να ερμηνεύσει τη Φόστερ Τζένκινς, στην επίσημη αυτήν τη φορά βιογραφία της Νεοϋορκέζας αστής «Florence: Φάλτσο Σοπράνο».
Η Αμερικανίδα ηθοποιός δεν έκρυψε τον ενθουσιασμό της όταν ο Στίβεν Φρίαρς της πρότεινε τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Γιατί, πέρα από την αστεία πλευρά των απαράμιλλα φάλτσων ηχογραφήσεων της Τζένκινς, ο χαρακτήρας έχει ξεχωριστό κινηματογραφικό ενδιαφέρον, θέτοντας μια σειρά από ερωτήματα. Ποιο είναι, ας πούμε, το νόημα της τέχνης; Αν βγάλεις από αυτή την εσωτερική ορμή και την κάψα για έκφραση –έστω και φάλτσα–, τι μένει πέρα από ένα κούφιο δημιούργημα; Φιλοτεχνία και ματαιοδοξία, αυθορμητισμός και έπαρση, αγνά κίνητρα και άμεση/έμμεση εξαγορά είναι μερικά μόνο από τα δίπολα που θα οδηγήσουν την Αμερικανίδα ηθοποιό κατά πάσα πιθανότητα στην 20ή οσκαρική υποψηφιότητά της!
Διπλοί Τζομπς, Καπότε, Σεν Λοράν...
Η Φλόρενς Φόστερ Τζένκινς δεν αποτελεί κάποιο μεμονωμένο κινηματογραφικό περιστατικό. Την προηγούμενη δεκαετία δύο ταινίες που αφορούσαν τον Τρούμαν Καπότε και τη συγγραφή του αριστουργηματικού του μυθιστορήματος «Εν Ψυχρώ» βγήκαν στις αίθουσες με διαφορά μερικών μηνών, με το ένα να εξελίσσεται σε οσκαρικό θρίαμβο και το άλλο σε παταγώδη αποτυχία. Το «Capote» (2005) του Μπένετ Μίλερ οδήγησε τον Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν στην κατάκτηση του μοναδικού αγαλματιδίου της καριέρας του, ενώ το «Infamous» (2006) του Ντάγκλας ΜακΓκραφ μετατράπηκε σε ένα από τα μεγαλύτερα flops της χρονιάς.
Σχεδόν ταυτόχρονα με το θάνατο του τεχνολογικού γκουρού Στιβ Τζομπς, τα στούντιο τζαρτζαρίστηκαν για το ποιος θα καπαρώσει πρώτος τη βιογραφία του, με το «Jobs» (2013) να αποτελεί δυστυχώς την πρώτη ταινία που μιλούσε για τη ζωή του, με την κωμικοτραγική απεικόνισή του από τον Άστον Κούτσερ. Τουλάχιστον τρεις κλάσεις πάνω ήταν το περσινό «Steve Jobs» (2015) του Ντάνι Μπόιλ, με πρωταγωνιστή τον φορμαρισμένο Μάικλ Φασμπέντερ. Διπλούς στην οθόνη είδαμε τα τελευταία χρόνια και δύο Γάλλους εκπροσώπους της haute couture.
Συγκεκριμένα, το 2014 είδαμε δύο βιογραφίες του Ιβ Σεν Λοράν, το σικάτο αλλά άγευστο «Yves Saint Laurent» του Τζαλίλ Λεσπέρ και το δημιουργικά τολμηρό, αλλά ανοικονόμητο «Saint Laurent: Η Χρυσή Εποχή» του Μπερτράν Μπονελό, με τον Γκασπάρ Ουλιέλ να κερδίζει την άτυπη αναμέτρηση με τον Πιέρ Νινί για το ποιος ερμήνευσε καλύτερα τον Γάλλο σχεδιαστή. Δύο βιογραφίες είχαμε την ίδια χρονιά και για την Κοκό Σανέλ, με το μέτριο «Coco Before Chanel» της Αν Φοντέιν να κερδίζει στα σημεία το ακόμη μετριότερο «Coco Chanel & Igor Stravinsky» του Γιαν Κουνέν.
Ο αμφιλεγόμενος Ρίτσαρντ Νίξον έχει μέχρι στιγμής δύο υψηλών προδιαγραφών κινηματογραφικές εκδοχές και πάει για την τρίτη. Από τη μια το «Nixon» (1995) του Όλιβερ Στόουν έδωσε μια άστοχη, τραγική απεικόνιση του μακιαβελικού ηγέτη, με τον Άντονι Χόπκινς να επιδίδεται σε ερμηνευτικό ρεσιτάλ, ενώ το «Frost/Nixon» (2008) του Ρον Χάουαρντ ήταν ένα στιβαρό χολιγουντιανό δημιούργημα με σενάριο-ψιλοβελονιά που θύμισε της παλιές καλές εποχές του αμερικανικού σινεμά. Για το κωμικό «Elvis & Nixon» της Λίζα Τζόνσον που κυκλοφορεί φέτος δεν έχουμε ακόμη άποψη, μετράμε όμως τις ώρες ανυπομονώντας να δούμε τον Κέβιν –Φράνσις Άντεργουντ– Σπέισι να ερμηνεύει τον πλέον διαβόητο Αμερικανό πρόεδρο.