
Σε μια πολυτελή έπαυλη γίνεται μια μεγαλοαστική δεξίωση που συγκεντρώνει την αφρόκρεμα της αθηναϊκής κοινωνίας, με τον 74χρονο Νίκο Παναγιωτόπουλο να στήνει μια σαρκαστική κωμωδία πάνω στην μπουρζουά υποκρισία. Το αποτέλεσμα, όμως, είναι τουλάχιστον απογοητευτικό, με την ανερμάτιστη «Κόρη του Ρέμπραντ» να πέφτει θύμα της δημιουργικής της ελευθερίας, που δυστυχώς γρήγορα εκπίπτει στην προχειρότητα.

Ο 74χρονος Νίκος Παναγιωτόπουλος, ο οποίος έχει υπογράψει τρεις ταινίες τα τελευταία τέσσερα χρόνια, αποτελεί μια ιδιότυπη ελληνική γουντιαλενική εκδοχή. Θέλοντας να μείνει ενεργός και παραγωγικός, ο ακούραστος Έλληνας δημιουργός σκηνοθετεί τη μια ταινία πίσω από την άλλη, αλλάζοντας τα είδη σαν τα πουκάμισα. Τώρα στήνει μια σουρεαλιστική κωμωδία σε μια πολυτελή έπαυλη, όπου γίνεται μια μεγαλοαστική δεξίωση.
Πρέσβεις, υπουργοί, ο διοικητής της αστυνομίας, ένας τεχνοκριτικός-ντετέκτιβ, ένας μισθοφόρος και δύο περιφερόμενες καλλονές αποτελούν το ετερόκλητο παρεάκι του αθηναϊκού μπουρζουά σουαρέ. Ένας μυστηριώδης πίνακας του Ρέμπραντ είναι αυτός που κεντρίζει το ενδιαφέρον κάποιων καλεσμένων, με τον οικοδεσπότη της βραδιάς κύριο Μαλαπάρτε να κρύβει στο εσωτερικό του σπιτιού του έναν ανεκτίμητο καλλιτεχνικό θησαυρό... Ή μήπως, πάλι, όχι;

Ο πολύπειρος Παναγιωτόπουλος («Οι Τεμπέληδες της Εύφορης Κοιλάδας», «Delivery») σκηνοθετεί τη δικιά του «Κρυφή Γοητεία της Μπουρζουαζίας», έχοντας ένα πρωτοκλασάτο καστ και θέτοντας συνεχώς το ερώτημα πάνω στο τι είναι αληθινό και τι πλαστό σε αυτήν τη ζωή. Θέλοντας, μάλιστα, να συνδυάσει τον απελευθερωτικό σουρεαλισμό με τα κωμικά γκαγκς των Αδελφών Μαρξ (τους αφιερώνει άλλωστε την ταινία), στήνει μια σειρά απροσδόκητων σεκάνς που προσπαθούν να σαρκάσουν τη μεγαλοαστική υποκρισία, τον ελιτισμό της υψηλής τέχνης, την ταξική καταπίεση, τον αιμοσταγή ιμπεριαλισμό, τα πολιτικά κομπρεμί, τη διαφθορά και ένα σωρό άλλα πράγματα, συνεπικουρούμενες από φιλοσοφικά/λογοτεχνικά ευφυολογήματα που έχει σκαρφιστεί ο πολύ καλά διαβασμένος σκηνοθέτης.
Το αποτέλεσμα, όμως, είναι τουλάχιστον απογοητευτικό, με την ανερμάτιστη αυτή κινηματογραφική σάτιρα να πέφτει θύμα της δημιουργικής της ελευθερίας, η οποία δυστυχώς γρήγορα εκπίπτει στην προχειρότητα: Ο βερμπαλισμός καβαλά την αφηγηματική συνοχή, τα γκαγκς αστοχούν παραδειγματικά να βρουν τον κωμικό τους στόχο (ούτε καν ο τουρτοπόλεμος), οι «μη μου άπτου» επαναλαμβανόμενες ατάκες κουράζουν και οι σκηνοθετικές κακοτεχνίες περισσεύουν (βλέπε καταιγίδα), με την «Κόρη του Ρέμπραντ» να αποτελεί μια από τις στιγμές στη φιλμογραφία του μεγάλου Έλληνα σκηνοθέτη που γρήγορα θα ξεχαστεί.
Ελλάδα. 2015. Διάρκεια: 85΄. Διανομή: ΣΠΕΝΤΖΟΣ FILM.
Περισσότερες πληροφορίες
Η Κόρη του Ρέμπραντ
Σε μια πολυτελή έπαυλη γίνεται μια μεγαλοαστική δεξίωση που συγκεντρώνει πρέσβεις, υπουργούς, τον διοικητή της αστυνομίας, έναν τεχνοκριτικό-ντετέκτιβ, έναν μισθοφόρο και δύο περιφερόμενες καλλονές. Ένας μυστηριώδης πίνακας του Ρέμπραντ είναι αυτός που κεντρίζει το ενδιαφέρον κάποιων καλεσμένων, με τον οικοδεσπότη της βραδιάς κύριο Μαλαπάρτε να κρύβει στο εσωτερικό του σπιτιού του έναν ανεκτίμητο καλλιτεχνικό θησαυρό... Ή μήπως, πάλι, όχι;