Η τελετή απονομής μπορεί να είχε άρωμα «Θλίψης» και οι ελληνικές ταινίες να έμειναν λιγάκι στο περιθώριο, το φεστιβαλικό δεκαήμερο της συμπρωτεύουσας, όμως, κοίταξε το παγκόσμιο σινεμά στα μάτια και μας αποκάλυψε μερικές από τις καλύτερες φετινές στιγμές του.
Όσο «ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώσατε» ήταν οι διαδικασίες της λιτότατης τελετής έναρξης τόσο βασανιστικά πολυλογού, βραδυκίνητη και βγαλμένη από τα παλιά αποδείχτηκε η σαββατιάτικη τελετή λήξης του φετινού Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, το οποίο συνολικά κινήθηκε στο χαμηλότονο ρυθμό των τελευταίων διοργανώσεων. Ο πετσοκομμένος προϋπολογισμός (σχεδόν στο 1/10 των ετών της χλιδής) και οι επιλογές του διευθυντή Δημήτρη Εϊπίδη τού έχουν προσδώσει ένα σταθερό πλέον σινεφίλ στίγμα, το οποίο στην 55η διοργάνωσή του ενισχύθηκε από ένα πλούσιο σε εκπλήξεις πρόγραμμα αλλά και από την απουσία διάσημων καλεσμένων και κάθε λογής πανηγυρικών εκδηλώσεων. Η επίσκεψη της Χάνα Σιγκούλα ήταν το μοναδικό glamorous γεγονός του δεκαημέρου, με την 71χρονη πλέον μούσα του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ να τραγουδά από Κουρτ Βάιλ μέχρι Μουστακί και Rolling Stones σε ένα κατάμεστο Ολύμπιον, που την καταχειροκρότησε, ενώ πριν από την προβολή του ωριαίου ντοκιμαντέρ με θέμα τη ζωή της «Όποιο κι αν Είναι τ’ Όνειρο» παρέλαβε τον τιμητικό Χρυσό Αλέξανδρο από τα χέρια της υφυπουργού Πολιτισμού Άντζελας Γκερέκου. Λαμπερές, οι δύο κυρίες έδωσαν το «παρών» και στην τελετή απονομής των βραβείων –όπως και κάθε λογής εξαφανισμένοι τις προηγούμενες ημέρες επίσημοι–, πρόσωπο της οποίας αναδείχτηκε ο Μεξικανός σκηνοθέτης της «Ατέρμονης Θλίψης» Χόρχε Πέρες Σολάνο. Κάνοντας την έκπληξη, το φεμινιστικό, ευαίσθητο και αργών τελετουργικών ρυθμών επαρχιακό δράμα του απέσπασε τον Χρυσό Αλέξανδρο από μια σειρά γερών φαβορί του Διαγωνιστικού Τμήματος, το οποίο ήταν από τα πλέον ανταγωνιστικά και υψηλού επιπέδου των τελευταίων χρόνων.
Το βουλγάρικο «Μάθημα» των Πέταρ Βαλτσάνοφ και Κριστίνα Γκρόζεβα, ένα σπάνιας κινηματογραφικής ακρίβειας κοινωνικό δράμα που θυμίζει έντονα αδερφούς Νταρντέν, κέρδισε τον Χάλκινο Αλέξανδρο και το βραβείο σεναρίου. Αυτό της σκηνοθεσίας κατέληξε δίκαια στα χέρια του Μίροσλαβ Σλαμποσπίτσκι για τη χωρίς διαλόγους ουκρανική «Φυλή» και οι εντυπωσιακοί «Πλευρικοί Άνεμοι» του Εσθονού Μάρτι Χέλντε περιορίστηκαν στη διάκριση Καλλιτεχνικής Επίτευξης. Τέλος, ο Αργυρός Αλέξανδρος απονεμήθηκε στο ισραηλινό «Δίπλα της» του Άσαφ Κορμάν, ένα ρεαλιστικό γυναικείο πορτρέτο που δεν φοβάται τη σκληρή ειλικρίνεια, ενώ τα βραβεία ερμηνείας μοιράστηκαν στον Σβέριρ Γκούντνασον («Το Πάρκο με τις Μύγες») και την Αμερικανίδα Μπρουκ Μπλουμ («Εκτός Ελέγχου»). Μοναδικό πραγματικά αδικημένο φιλμ του Διαγωνιστικού απέμεινε το αλμοδοβαρικό «Magical Girl» του Ισπανού Κάρλος Βερμούτ, καθώς το στιλιζαρισμένο (αλά Ούλριχ Ζάιντλ) ψυχολογικό θρίλερ «Καληνύχτα Μαμά» των Βερόνικα Φραντς και Σεβερέν Φιαλά από την Αυστρία απέσπασε το βραβείο της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών (FIPRESCI).
Ήταν μια διανομή διακρίσεων η οποία άφησε εκτός και τις ελληνικές ταινίες, οι οποίες σχεδόν πάντα βολεύονται με κάποιο βραβείο της παρηγοριάς. Τόσο η «Νορβηγία» του Γιάννη Βεσλεμέ όμως όσο και το «Forget me not» του Γιάννη Φάγκρα δεν κατάφεραν να ανταγωνιστούν στα ίσα πολύ πιο δυναμικές και κυρίως ολοκληρωμένες κινηματογραφικές προτάσεις. Στην πρώτη ο Βαγγέλης Μουρίκης-βαμπίρ περιφέρεται στην Αθήνα του 1984, αμολάει cool νικολαϊδικές ατάκες, χορεύει διαρκώς και βλέπει με τον Μάρκο Λεζέ παλιές βιντεοταινίες, σε ένα cult πανηγύρι απενοχοποιημένων ’80s αναφορών το οποίο επιχειρεί άτσαλα να μετατραπεί σε πολιτικοκοινωνική παραβολή πάνω στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα. Στο φιλόδοξο «Forget me not» από την άλλη, ένα οπτικά εντυπωσιακό, αλλά επιτηδευμένο sea (road) movie, ο Γιάννης Στάνκογλου φτάνει από την υγρή Λουιζιάνα στην παγωμένη Αλάσκα, παλεύει με τα κύματα και θυμάται έναν παλιό έρωτα, χωρίς τίποτα πραγματικά δραματικό να συμβαίνει εντός ή εκτός του.
Οι υπόλοιπες ελληνικές πρεμιέρες του φεστιβάλ (εκτός από το απλώς ενδιαφέρον «Πολκ» των Νίκου Νικολόπουλου και Βλαδίμηρου Νικολούζου) απογοήτευσαν πλήρως, αν και μονοπώλησαν τις συζητήσεις πολλών σινεφίλ και των ανθρώπων του χώρου, μαζί με τα κάθε λογής σενάρια για το διορισμό του νέου διευθυντή του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου (θα είναι ο Χάρης; Δεν θα είναι ο Χάρης;). Μια απόφαση την οποία δεν έχει ακόμη ανακοινώσει ο υπουργός και συνδέεται με το («βλαχοελληνικότερο» ή όχι) μέλλον του φεστιβάλ πολύ περισσότερο απ’ όσο φαίνεται με την πρώτη ματιά.