
ΤΙΜ ΜΠΑΡΤΟΝ
«μου αρέσει να χαζεύω!»
Πίσω από τον Αμερικανό σκηνοθέτη Τιμ Μπάρτον, που έχει ταυτίσει το έργο του με αλλόκοτες, συναρπαστικά ενδιαφέρουσες ιστορίες, κρύβεται ένας κανονικός άνθρωπος, με περισσότερη γλαφυρότητα και παραξενιά στον κινηματογραφικό απ' ό,τι στον προφορικό του λόγο. Σαν ένας ξένος που καμιά φορά τον νιώθουμε φίλο. Έτσι τον αισθανθήκαμε από κοντά στη συνέντευξή του για το «Big Fish απίθανες ιστορίες».

σας τράβηξε περισσότερο σε αυτή την ιστορία;
Κάποια συγκεκριμένα στοιχεία που πάντα μου αρέσουν, όπως οι μύθοι και οι φαντασιώσεις, αλλά και η προβληματική του τι είναι αληθινό και τι δεν είναι.
Το κυριότερο όμως είναι το θέμα της οικογένειας.
Ο πατέρας μου πέθανε πρόσφατα και τον είχα πολύ μέσα στο μυαλό μου. Αυτή η σχέση πατέρα-γιου ήταν τόσο δύσκολο να αναλυθεί μέσα μου και ξαφνικά βρέθηκε μπροστά μου ένα project που είχε στον πυρήνα του ακριβώς αυτό το θέμα. Ήταν λοιπόν η κατάλληλη στιγμή.
Στο «Big Fish» υπάρχει ένας συνεχής διάλογος ανάμεσα στα «φανταστικά» και τα «πραγματικά» περιστατικά στην αφήγηση της ιστορίας. Πώς λειτούργησε αυτή η εμπλοκή στο δημιουργικό κομμάτι της ταινίας;Αυτή ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση και το πιο διασκεδαστικό για μένα στοιχείο. Γι' αυτό άλλωστε γυρίζαμε τις σκηνές χωρίς να ακολουθούμε χρονολογική σειρά. Η κατάσταση στα γυρίσματα ήταν σαν να έχεις μπροστά σου τα διαφορετικά κομμάτια ενός παζλ, μια και υπήρχε διπλή διανομή για κάθε ρόλο: ένας ηθοποιός έπαιζε ρεαλιστικά στη μια σκηνή και στην επόμενη κάποιος άλλος έπαιζε σε μια υπερ-ρεαλιστική κατάσταση. Επικρατούσε ένα περίεργο μπέρδεμα, το οποίο όμως είχε την πλάκα του. Έπρεπε να αμφισβητώ και να τεστάρω τον εσωτερικό ρυθμό των σκηνών καθημερινά, αλλά από αυτό αντλούσα την ενέργειά μου.
Σε αυτή τη διαδικασία οι ηθοποιοί, οι οποίοι ήταν πολύ καλοί, ήταν πρόθυμοι να δοκιμάζουν συνεχώς την ερμηνεία τους. Tις δόσεις ρεαλισμού, το στοιχείο του παραλόγου ή τις «κορόνες» στο παίξιμό τους.
Η ιστορία διαδραματίζεται στην Αλαμπάμα, είναι αυθεντική αμερικανική και η ταινία μια αμερικανική παραγωγή. Γιατί λοιπόν επιλέξατε δύο Βρετανούς ηθοποιούς;(Γέλια) ...Κι όμως, οι Βρετανοί έπιασαν την προφορά του Νότου πιο γρήγορα από τους Αμερικανούς! Κυρίως γιατί, κατά έναν αστείο τρόπο, αυτή η διάλεκτος σχετίζεται περισσότερο με κάποιες αγγλικές διαλέκτους, αλλά και με τη σκωτσέζικη. Έχουν παρόμοια διακύμανση στον τόνο της φωνής. Γενικά πάντως, το θέμα του κάστινγκ είχε περισσότερο να κάνει με την καταλληλότητα των ηθοποιών, ανεξάρτητα από την εθνικότητά τους. Έπρεπε απλώς να βρεθούν τα σωστά πρόσωπα. Ο Γιούαν (Μακ Γκρέγκορ) και ο Άλμπερτ (Φίνεϊ) είναι καταπληκτικοί ηθοποιοί. Επίσης -αυτό είναι κάτι που δεν είπα ποτέ στο στούντιο- μισώ τις ταινίες του Νότου! Η ιδέα ότι βάζεις μια οικογενειακή ιστορία στο Νότο με κάνει να θέλω να ξεράσω! Οπότε θυμήθηκα τη μοναδική νότια ταινία που πραγματικά αγαπώ, το «To kill a mockingbird» (σ.σ. «Σκιές και σιωπή») του Ρόμπερτ Μάλιγκαν, και επέλεξα να κρατήσω έναν παρόμοιο ποιητικό ρυθμό και στους διαλόγους του «Big Fish».

Σκεφτήκατε ποτέ πως υπάρχει κάποια αναλογία ανάμεσα στη σχέση πατέρα-γιου της ταινίας με το δικό σας γιο; Υπάρχει η πιθανότητα να νιώσει απέναντί σας, όταν μεγαλώσει, ό,τι νιώθει ο Γουίλ Μπλουμ για τον πατέρα του, τον Έντουαρντ;
(Γέλια) Πιθανώς! Αν και δεν το σκέφτηκα ποτέ. Η αλήθεια πάντως είναι πως προσωπικά σχετίζομαι περισσότερο με τον Έντουαρντ. Δεν είμαι βέβαια τόσο καλός παραμυθάς στον προφορικό λόγο, αλλά ταυτίζομαι μαζί του με την έννοια ότι κι εγώ υποστηρίζω πως υπάρχουν περισσότερα ψήγματα αλήθειας στη φαντασία απ' ό,τι στην πραγματικότητα γύρω μας. Προτιμώ λοιπόν να ζω στις «φανταστικές» και αδιόρατες περιοχές του κόσμου που μας περιβάλλει.
Υπάρχει πάντα ένα συγκεκριμένο μήνυμα στις ταινίες σας; Ποιο είναι στο «Big Fish»;Κάποιες φορές πιστεύεις ότι μέσα από μια ταινία διατυπώνεις ένα ξεκάθαρο μήνυμα -κι όμως, ο κόσμος δεν το πιάνει. Κι άλλες φορές, όταν είσαι πιο κρυπτικός στη δουλειά σου, το μήνυμα είναι πιο σαφές. Αυτό που προσπαθώ συνήθως είναι να λειτουργώ αυτοσχέδια, χωρίς να έχει προηγηθεί μελέτη. Ας πούμε, υπάρχει στην ταινία μια σκηνή ανάμεσα στη Σάντρα (Τζέσικα Λανγκ) και τον Έντουαρντ (Άλμπερτ Φίνεϊ) όπου θέλαμε να δείξουμε την τρυφερότητα και το συναισθηματισμό στη σχέση τους έπειτα από όλα αυτά τα χρόνια. Πώς το κάνεις αυτό αποφεύγοντας τα κλισέ; Το ένστικτό μου μού είπε να κινηματογραφήσω τη σκηνή με έναν πιο αντισυμβατικό τρόπο (σ.σ. αναφέρεται σε μία από τις ωραιότερες σκηνές της ταινίας, με τους δύο χαρακτήρες να βυθίζονται αγκαλιασμένοι σε μια μπανιέρα).
Αν κοιτάξει κανείς τη φιλμογραφία σας, βλέπει πως οι ταινίες είναι κατά κάποιο τρόπο μοιρασμένες σε δύο κατηγορίες: από τη μια, οι πιο εμπορικές («Batman», «Ο πλανήτης των πιθήκων», «Mars Attacks!»), και από την άλλη, οι καλλιτεχνικές ταινίες («Ο Ψαλιδοχέρης», «Ed Wood»). Πιστεύετε ότι με το «Big Fish» βρήκατε τη χρυσή τομή;Αν και έχει ενδιαφέρον η ερώτηση, δεν σκέφτομαι ποτέ έτσι. Όσο προχωράς δουλεύοντας, το χειρότερο που μπορείς να κάνεις είναι να αντιμετωπίζεις τον εαυτό σου σαν κομμάτι μιας κατηγορίας (εμπορικός εναντίον καλλιτεχνικού κινηματογράφου) και όχι ως δημιουργική προσωπικότητα. Πάντα προσπαθώ να σχετίζομαι βαθιά με αυτό που κάνω, χωρίς να έχω στο πίσω μέρος του μυαλού μου τι αποδοχή θα έχει αυτό από τον κόσμο. Με κάθε μου ταινία έμεινα εξίσου έκπληκτος, είτε έκανε επιτυχία είτε όχι. Ποτέ δεν κάνω προβλέψεις και δεν βάζω ταμπέλες στη δουλειά μου. Μου αρέσει να κάνω ταινίες όχι ως μπίζνες, αλλά ως ένα είδος τέχνης που επιδιώκω με τους καλλιτέχνες που συνεργάζομαι.

Υπάρχει κάτι που σας εκνευρίζει στη ζωή γύρω σας και γι' αυτό καταφεύγετε σε τόσο φανταστικούς κόσμους;
Σίγουρα ναι... Κάθε μέρα! Μμμ, δεν είμαι μεγάλος θαυμαστής των ανθρώπων που έχουν μια ιδιαίτερα φιλολογική και αναλυτική σκέψη -δεν είμαι άλλωστε ένας από αυτούς. Και γι' αυτό η ταινία ήταν ενδιαφέρουσα για μένα. Ο Γουίλ, στην ταινία, είναι από τους αναλυτικούς ανθρώπους που επιζητούν ξεκάθαρες απαντήσεις. Τον θεωρώ πολύ θλιβερό χαρακτήρα, γιατί ποτέ δεν θα τις βρει. Οι απαντήσεις συνήθως βρίσκονται κάτω από την επιφάνεια των πραγμάτων. Ποτέ δεν μου άρεσαν οι αυστηρές δομές σε τίποτα, γι' αυτό άλλωστε και δεν ήμουν πολύ καλός στο σχολείο. Η ουσία λοιπόν δεν είναι ότι με εκνευρίζουν κάποια πράγματα, αλλά το ότι πάντα απέφευγα τους φορείς της εξουσίας και τους «κουλτουριάρηδες».
Από πού εμπνέεστε;Ο κόσμος μας είναι πολυάσχολος και αισθάνεται κανείς ότι χάνει χρόνο όταν χαζεύει από το παράθυρο ή όταν περπατάει. Μου αρέσει να περνάω κάποιες ώρες της μέρας περπατώντας ή χαζεύοντας τα σύννεφα, αν και για κάποιους κάτι τέτοιο θα ήταν το απόλυτο χάσιμο χρόνου. Για μένα είναι εξαιρετικά σημαντικό το να χαζεύω κάτι και να παρατηρώ τις παραξενιές του, τις αδυναμίες του ή τη μοναδικότητά του. Σε κάθε φιλότιμη καλλιτεχνική προσπάθεια που κάνει ο καθένας μας, νομίζω ότι είναι απαραίτητο να κρατάμε τέτοιες προσωπικές στιγμές.
Πόσο εύκολο είναι το να δουλεύετε με μεγάλα στούντιο, χωρίς όμως να κάνετε συμβιβασμούς πάνω στις καλλιτεχνικές σας προθέσεις;Είναι πάντα δύσκολο. Παρ' όλα αυτά, στην περίπτωση του «Big Fish» οι συνθήκες ήταν πολύ καλές, κάτι που είχε να μου συμβεί εδώ και καιρό. Είχα την ευκαιρία δηλαδή να σκηνοθετήσω μια ταινία από μεγάλο στούντιο, χωρίς όμως έναν μεγάλο σταρ στο επίκεντρο και χωρίς να συνοψίζεται το σενάριο σε μια πρόταση!... Το «Big Fish» πηγαίνει κόντρα σε όλους τους κανόνες μιας ταινίας μεγάλου στούντιο. Και παρ' όλα αυτά ήθελαν να την κάνουν!
Αν μια ταινία σαν αυτή πιάσει, τότε ολοένα και συχνότερα θα χρηματοδοτούν αντίστοιχες ταινίες -αυτός είναι και ο μόνος λόγος που καμιά φορά σκέφτομαι το box office.
Αγαπημένοι σας σκηνοθέτες;Οποιοσδήποτε είναι ικανός σε αυτό τον κόσμο να σπάσει τα στεγανά και να αφήσει την προσωπική του υπογραφή. Οποιοσδήποτε συνεχίζει να το κάνει έπειτα από αρκετά χρόνια. Ακόμη κι αν έχεις κάνει επιτυχίες είναι δύσκολο να κρατηθείς... Κάποιοι από αυτούς είναι ο Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ, οι Αδελφοί Κοέν, ο Τέρι Γκίλιαμ.
Τι κάνει μια ιστορία καλή ιστορία;Είμαι ο τελευταίος άνθρωπος που μπορεί να απαντήσει... Εξαρτάται από πολλά πράγματα, ακόμη κι από την ψυχολογική φάση στην οποία βρίσκεσαι όταν κάνεις μια ταινία. Μπορεί να μην έχεις το τέλειο σενάριο, αλλά κάτι από την ιστορία να σε αγγίξει κι εσύ να την αναδείξεις. Μπορεί επίσης να σου φαίνεται τελείως διαφορετική έπειτα από χρόνια.
Πόσο έχετε προχωρήσει με την επόμενη ταινία, το «Charlie and the chocolate factory»;Καθόλου. Είναι πολύ νωρίς ακόμη για να μιλήσω γι' αυτό.
Ούτε καν για τους ηθοποιούς;Θα παίζει ο Τζόνι Ντεπ.
Βένια Βέργουvvergou@athinorama.gr
Ενδεικτική φιλμογραφία του Τιμ Μπάρτον
«Ο Σκαθαροζούμης», 1988 «Μπάτμαν», 1989 «Ο Ψαλιδοχέρης», 1990 «Ο Μπάτμαν επιστρέφει», 1992 «Ed Wood», 1994 «Mars Attacks!», 1996 «Ο μύθος του ακέφαλου καβαλάρη», 1999 «Ο πλανήτης των πιθήκων», 2001 «Big Fish απίθανες ιστορίες», 2003 «Χριστουγεννιάτικος Εφιάλτης», 1993
-σε δικό του concept και σενάριο.