Ξεπερνώντας τους βασικούς κινδύνους που ελλοχεύουν κατά τη θεατρική μεταφορά ενός σεναρίου, η παράσταση μπορεί να μην πλησιάζει το επίπεδο του πρωτότυπου φιλμ νουάρ, αλλά με επάρκεια μέσων και την κατάλληλη ατμόσφαιρα αναμετριέται ικανοποιητικά με το είδος του ψυχολογικού θρίλερ.
Δεν είναι αβάσιμος ο φόβος ότι τα θεατρικά μέσα υπολείπονται των κινηματογραφικών. Ειδικά όταν έχουμε να κάνουμε με ταινία μυστηρίου, θρίλερ ή φιλμ νουάρ όπως η πρωτότυπη ταινία του 1955, το χτίσιμο του απαραίτητου σασπένς, το παιχνίδι με το ρυθμό ή η κλιμάκωση της δράσης είναι στοιχήματα. Το γεγονός επίσης πως η πρώτη θεατρική μεταφορά των «Διαβολογυναικών» ταυτίζεται με την πρώτη θεατρική σύμπραξη της Μαρίας Καβογιάννη και της Καίτης Κωνσταντίνου μπορεί να φέρει το κοινό στο θέατρο για λάθος λόγους.
Στην πραγματικότητα, η παράσταση που σκηνοθετεί ο Πάρις Μέξης έρχεται να διαψεύσει τους φόβους για ενδεχόμενο ελλιπές θεατρικό αποτέλεσμα, αλλά και, κυρίως, να επιβεβαιώσει πως το εγχείρημα δεν επαφίεται απλώς στη δύναμη των δύο «ονομάτων». Οι δύο ηθοποιοί, βέβαια, έχουν επιλεγεί «σωστά» για τους ρόλους της Κριστίν (Μαρία Καβογιάννη) και της Νικόλ (Καίτη Κωνσταντίνου) και τους έχουν μοιραστεί όπως θα περίμενε κάποιος: ως ευαίσθητη σύζυγος η πρώτη και ως δυναμική ερωμένη η δεύτερη ενός τυραννικού άντρα, από τον οποίο αποφασίζουν να απαλλαγούν εκτελώντας ένα εκ πρώτης όψεως άψογο σχέδιο.
Η επιλογή να τοποθετηθεί η δράση σε ένα αμετάβλητο σκηνικό εσωτερικού χώρου είναι μάλλον σωστή, καθώς λύνει με λιτότητα το βασικό ζητούμενο της σκηνογραφίας, που στην ταινία αναπαριστά ολόκληρη την έκταση του σχολείου που διευθύνουν ο Μισέλ και η Κριστίν. ο Μέξης, όντας και σκηνογράφος, γνωρίζει προφανώς πως κάθε απόπειρα μίμησης της κινηματογραφικής πιστότητας θα ήταν μάταιη. Την ίδια λογική της μεταχείρισης θεατρικών κωδίκων ακολουθεί σε όλο το στήσιμο της παράστασης προκειμένου να δημιουργήσει την ατμόσφαιρα κλιμακούμενου μυστήριου, στηριζόμενος π.χ. σε ηχητικά εφέ ή off stage σκηνές που μεταφέρονται μόνο από τη φωνή των ηθοποιών. Επιπλέον επιλέγει μια μη γραμμική εξέλιξη για τη δράση, καθώς μέχρις ενός σημείου αυτή μεταφέρεται από την αφήγηση της Κριστίν προς τον αστυνομικό επιθεωρητή, μέσα από συνεχή φλας μπακ που κρατούν το ρυθμό και το ενδιαφέρον σε υψηλά επίπεδα.
Οι ερμηνείες είναι βασικός παράγοντας για το καλό αποτέλεσμα, ιδιαίτερα στους ρόλους που πλαισιώνουν τις δύο κεντρικές ηρωίδες. Ικανοποιητικός ο Νίκος Αρβανίτης στον ρόλο του τυραννικού Μισέλ, όπως και ο Δημήτρης Λιόλιος ως υπάκουος –στα όρια της δουλικότητας– επιστάτης, ο Σταύρος Τσακομίδης δημιουργεί έναν απολαυστικό, ολιγομίλητο αλλά οξύνου αστυνομικό επιθεωρητή, ενώ ο νεαρός Μιχάλης Προσπαθόπουλος εντυπωσιάζει στον ρόλο του μαθητή, που έχει επιφορτιστεί από τη σκηνοθεσία να συνδράμει στο κλίμα του μυστήριου. Αντίθετα, η Μαρία Καβογιάννη εμφανίζεται αμήχανη σε έναν ρόλο που απαιτεί περισσότερη εσωτερική εμβάθυνση, ενώ η Καίτη Κωνσταντίνου, αν και πιο άνετη ως «μακιαβελική» Νικόλ, μένει στα βασικά περιγράμματα του ρόλου.
«ΤΖΕΝΗ ΚΑΡΕΖΗ» Ακαδημίας 3, κέντρο, 2103636144, 2103644921. Διάρκεια: 100΄.
Περισσότερες πληροφορίες
Οι διαβολογυναίκες
Μια απατημένη σύζυγος και μια προδομένη ερωμένη διασταυρώνουν τα ξίφη τους στη θεατρική μεταφορά του κλασσικού φιλμ-νουάρ