Τέσσερα μεταξύ τους ασύνδετα μονόπρακτα του νομπελίστα συγγραφέα σε ενιαία παράσταση. Δύσθυμη η ατμόσφαιρα, άνισα τα κείμενα, θεωρητικά ενδιαφέρουσα η σκηνοθετική γραμμή, αλλά στην πράξη ασαφής. Συνεπείς οι ερμηνείες.
Γνωρίζατε ότι το χειμώνα του 1916-17 εξαπλώθηκε στην Ευρώπη κι έπειτα στον υπόλοιπο κόσμο μια εξαιρετικά μεταδοτική κι επικίνδυνη ασθένεια, η ληθαργική εγκεφαλίτιδα; Εκδηλωνόταν με καταληψία, κώμα και ύπνο και προσέβαλε περίπου πέντε εκατομμύρια ανθρώπους. Από τους επιζήσαντες, οι περισσότεροι κλείστηκαν σε άσυλα και ιδρύματα μένοντας σε μια κατάσταση «ύπνου». Πενήντα χρόνια μετά, με τη χορήγηση του φαρμάκου L-DOPA, κάποιοι γύρισαν αιφνίδια στη ζωή. Βρήκα πολύ ενδιαφέρουσα αυτήν την πληροφορία (από το πρόγραμμα της παράστασης). Προφανώς το ίδιο και ο Χάρολντ Πίντερ, ο οποίος, με έναυσμα το ξακουστό βιβλίο του Όλιβερ Σακς «Ξυπνήματα» (1973), όπου αναφέρεται η εν λόγω ασθένεια, έγραψε το «Κάπου στην Αλάσκα» (1982). Ηρωίδα είναι μια ασθενής που ξυπνάει ύστερα από 29 χρόνια.
Η Όλια Λαζαρίδου αποδεικνύεται ιδανική για τον ρόλο της αλλόκοτης αυτής «ωραίας κοιμωμένης». Ήδη όμως από το πρώτο κείμενο της παράστασης διαφαίνεται ότι ο Μάνος Καρατζογιάννης δεν έχει βρει τον τρόπο να ενώσει τις διαφορετικές «φωνές» των ηθοποιών του, με τον καθέναν να παίζει βάσει της δικής του αίσθησης και δη αισθαντικότητας (εκτός από την προαναφερθείσα και τον ίδιο τον σκηνοθέτη, παίζουν επίσης οι Δημήτρης Καταλειφός, Λουκία Μιχαλοπούλου, Νίκος Πουρσανίδης και ο μικρός Σπύρος Γουλιέλμος).
Η παράσταση βασίζεται σε τέσσερα μονόπρακτα του Πίντερ, ελάχιστα γνωστά και ολοφάνερα ασύνδετα μεταξύ τους. Μπορεί κάποιος να εντοπίσει κάποιους θεωρητικά ενδιαφέροντες κοινούς άξονες: η μνήμη και κατ’ επέκτασιν η ταυτότητα ως κατασκευή, απειλή, οντολογική βάσανος και υποκειμενική πραγματικότητα και ο χρόνος ως μηχανή παραγωγής πόθων, πόνων, ελπίδων και ματαιώσεων. Επίσης, μπορεί να διακρίνει τις διαφορετικές «φωνές» που ενυπάρχουν στον ίδιο τον συγγραφέα αν αντιπαραβάλει το πρώτο και το τελευταίο (που είναι και τα πιο ενδιαφέροντα): το «Κάπου στην Αλάσκα» με το «Ένα για το δρόμο» (1984), στο οποίο, όπως έχουν επισημάνει οι μελετητές, «ο Πίντερ αγκαλιάζει τη σκληρή πλευρά του Κάφκα». Έναυσμά του; Οι βασανισμοί αντιφρονούντων στην Τουρκία το ’80.
Προσωπικά το βρήκα σαν μια υποσημείωση στο παλιότερο και πολύ αρτιότερο «Θερμοκήπιο». Όλα αυτά είναι ασφαλώς θεωρητικοί προβληματισμοί, χρήσιμοι για έναν μελετητή, αλλά άχρηστοι στη σκηνή. Διότι στην πράξη, παρά την πρόθεση του σκηνοθέτη να «γεφυρώσει» τα μονόπρακτα προβάλλοντας με βίντεο κάποιους στίχους του Πίντερ, φοβάμαι ότι δραματουργικά δεν δικαιώνεται η συνύπαρξή τους. Επιπλέον, η λύση του προσκηνιακού ρεαλισμού, με την προσθήκη κινητών τηλεφώνων και βίντεο, δεν συνιστά αισθητική πρόταση και ο ράθυμα μελαγχολικός ρυθμός τυλίγει την παράσταση σε μια ευαίσθητη δυσθυμία που ακυρώνει το ύπουλα πνευματώδες χιούμορ του συγγραφέα.
Η μετάφραση (Δήμος Κουβίδης), μολονότι ρέουσα, παρουσιάζει προβλήματα κατανόησης (π.χ. δεν καταλάβαμε ποτέ τη σχέση Καταλειφού - Μιχαλοπούλου στο πρώτο έργο). Ο Πίντερ ανασυνθέτει την πιο καθημερινή, αδιάφορη στιχομυθία σε μουσική φράση και απαιτεί υπαινικτικούς υποκριτικούς τόνους, που κόβουν σαν στιλέτο, ώστε τα έργα του να μη μοιάζουν με στατικά νατουραλιστικά πλάνα, όπως εδώ.
ΝΕΟ ΘΕΑΤΡΟ «ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΒΑΣΙΛΑΚΟΥ» Προφήτη Δανιήλ 3-5 & Πλαταιών, Κεραμεικός, 2110132002-5. Διάρκεια: 90΄.
Περισσότερες πληροφορίες
Φωνές
Τέσσερα ελάχιστα γνωστά μονόπρακτα του Πίντερ, με θέμα την παιδική ηλικία, την οικογένεια και τους δεσμούς εξουσίας, παρουσιάζονται σε ενιαία παράσταση.