Περφόρμανς στα όρια της extravaganza και του trash, με ένα one-man-show του Γιάννη Κότσιφα ως υστερικής δασκάλας μπαλέτου, διάχυτο σαρκασμό της avant-garde (συμπεριλαμβανόμενης της documenta14!), και την υπαρξιακή απελπισία του καλλιτέχνη στο επίκεντρο.
Στη Νέα Υόρκη και το Σαν Φρανζίσκο των χίπικων ’60s, ανέβαιναν (κυρίως σε loft, καφέ και εκκλησίες) έργα που δεν ήταν τόσο «έργα» με τη στενή έννοια της δραματουργίας όσο happenings και μετα-θεατρικές εξτραβαγκάντσες. Αυτοχαρακτηρίζονταν «υστερικά δράματα» και «μανιακοί μονόλογοι», εμφορούνταν από αντι-καπιταλιστικά προστάγματα, είχαν εντελώς εξωφρενικές υποθέσεις, underground εικαστικότητα, ακραίο σουρεαλισμό και εσκεμμένη αφέλεια, ενώ στηλίτευαν τα κλισέ του αμερικάνικου ονείρου και τα ταμπού της συντηρητικής κοινωνίας με μια γραφή που αντιστρατευόταν –αν όχι παρωδούσε- την παράδοση των Ο’ Νηλ, Τένεσι Ουίλιαμς και Άρθουρ Μύλλερ. Ήταν, εν ολίγοις, τα αξιοπερίεργα δείγματα αντιδραστικότητας των δραματουργών της γενιάς του Andy Warhol. Σαν παράδειγμα, στο μονόπρακτο «Ερυθρός Σταυρός» (1966) του -μετέπειτα ρεαλιστή και κινηματογραφικού αστέρα- Σαμ Σέπαρντ, ένα ζευγάρι, ντυμένο στα λευκά, βρίσκεται στο κατάλευκο δωμάτιο ενός κάτασπρου μοτέλ και αναρωτιέται γιατί νιώθει τόση κατάπτωση. Η γυναίκα φαντάζεται πως κάνει σκι και σπάει το κεφάλι της, ο άνδρας ξεκολλάει καβούρια από το δέρμα του και η καμαριέρα που μπαίνει να αλλάξει σεντόνια οραματίζεται ότι μεταμορφώνεται σε ψάρι που σπαρταράει μες στα σεντόνια κ.ο.κ.
Εκεί, στην εκκεντρική δραματουργία εκείνων των καιρών, θα μπορούσε ίσως να εντοπιστεί η γενεαλογία των «Τυραννόσαυρων Rex» της Λένας Κιτσοπούλου. Μια θεατρική παραδοξότητα είναι το θέαμα αυτό που ξεκινά από μια σειρά etudes σε μια αίθουσα κλασικού χορού, με ατάλαντους μαθητές και έναν drag-queen μπαλαρίνο ως (εντελώς ακατάλληλο) δάσκαλο, για να εξελιχθεί σε μια συνθήκη που θυμίζει Μπουνιουέλ και Παζολίνι, με το θίασο να ενδίδει σε ένα σκατοφαγικό δείπνο εικαστικών αναφορών που εκτείνονται από τον Μαρσέλ Ντυσάν ως τον Poka-Yio. Το μενού; Σουφλέ από τον καμπινέ! Η νέα αυτή extravaganza της Κιτσοπούλου ολοκληρώνεται με τη σαρωτική εμφάνιση της ίδιας ως αυτό-σαρκαζόμενης καλλιτέχνιδας και με το ντουέτο των τηλεπαρουσιαστριών που περιγελούν (ακόμη και) τα παιδιά-πρόσφυγες. Όλο αυτό κάποτε λειτουργεί με όρους avant-garde revue κι άλλοτε με εκείνους του τηλεοπτικού «Αμάν», πάντα στα όρια της μετα-επιθεώρησης, του trash και της stand-up tragedy. Κάποτε διασκεδαστική, άλλοτε εκνευριστική, αδυνατώντας όμως να κάνει την υπέρβαση.
Η φλυαρία και η έλλειψη προσανατολισμού αναχαιτίζουν τη δυναμική του θεάματος, ενώ εντύπωση προκαλεί η μη αξιοποίηση των ηθοποιών, με εξαίρεση τους Γιάννη Κότσιφα και Έμιλυ Κολιανδρή^ ειδικά ο πρώτος δίνει ένα αξιοθαύμαστο one-man-show, οδυρόμενος μες στα χαρτιά υγείας με υπόκρουση τη φωνή της Κάλλας. «Πού είναι, όμως, η συγκίνηση, πού το ρίγος;», όπως αναρωτιέται κάποια στιγμή κι ο ίδιος. Τι είναι, τελικά, όλο αυτό και γιατί το βλέπω; Πρόκειται για ένα σχόλιο ταγμένο στην παρωδία της τελματωμένης σύγχρονης εικαστικής σκηνής – και, μάλιστα, με την Μαρίνα Αμπράμοβιτς και την documenta14 στο στόχαστρο; Επιδιώκει, μέσω αυτής της σάτιρας, να μιλήσει για τις νεοελληνικές παθογένειες, την απόγνωση και το εν γένει υπαρξιακό τέλμα; Τίποτα δεν είναι σαφές. Η Κιτσοπούλου δεν παίρνει θέση. Αδυνατεί να υπερβεί το μηδενιστικό της διακύβευμα και, από την καθαρή αντίδραση να προχωρήσει στη διαδικασία του να αντιτάξει κάτι. Το έργο της διολισθαίνει έτσι, απλώς, στο σαρκαστικό και δη χαοτικό σχόλιο. Tουλάχιστον, όμως, είναι ένα σχόλιο διεστραμμένα διασκεδαστικό.
Εθνικό Θέατρο-Πειραματική Σκηνή, Πανεπιστημίου 48, 2103301881. Διάρκεια: 100΄.
© Karol Jarek
Περισσότερες πληροφορίες
Τυραννόσαυροι rex
Περφόρμανς στα όρια του σουρεαλισμού και του trash, με ένα one-man-show του Γ. Κότσιφα ως δασκάλας μπαλέτου και μια διάχυτη διάθεση σαρκασμού της αβανγκάρντ και του υπαρξιακού τέλματος του καλλιτέχνη.