Μια αμήχανη στιγμή για τον Κωνσταντίνο Ασπιώτη/Άμλετ και μία από τις λιγότερο επιτυχημένες σκηνοθεσίες του Γιάννη Κακλέα. Με εσφαλμένη διανομή και ασαφή υφολογική κατεύθυνση, ένα αμήχανο ανέβασμα της σαιξπηρικής τραγωδίας εν μέσω μελοδραματικών εντάσεων και παράταιρων ευρημάτων.
«Δεν με απασχόλησε ποτέ να είναι ο Άμλετ “σύγχρονος”, με απασχολεί όμως να είναι παρών», σχολιάζει ο Γιώργος Χειμωνάς. Το να φαίνεται ο Άμλετ σύγχρονος μοιάζει να είναι εκείνο που απασχόλησε πρωτίστως τον Γιάννη Κακλέα. Με άχρονα μοντέρνα αμφίεση, μονίμως σκυθρωπός και αναμαλλιασμένος, ο Κωνσταντίνος Ασπιώτης απαγγέλλει όλους τους μονολόγους μπροστά σε ένα μικρόφωνο, υπό το βλέμμα του βωβού Οράτιου (Γιάννης Τσεμπερλίδης). Με υπερβάλλουσα ψυχολογική ένταση, σκορπίζει την εκφραστική και στεντόρεια φωνή του σε λαρυγγισμούς. Με μια μελαγχολική νωχέλεια που αιφνίδια μεταστρέφεται σε αμήχανη υπερδραστηριότητα αναλώνεται σε δράσεις αμφίβολης θεατρικότητας: τραβολογάει άγαρμπα το πτώμα του Πολώνιου, ψαχουλεύει τα συρτάρια της Γερτρούδης, αναποδογυρίζει καρέκλες...
Επί δυόμισι ώρες ο εγνωσμένων δυνατοτήτων ηθοποιός πελαγοδρομεί ζώντας τον ρόλο του με το συναισθηματισμό πρωτάρη, αλλά δίχως να βρίσκει το ερμηνευτικό του κέντρο. Απορίας άξιον είναι γιατί ένας έμπειρος σκηνοθέτης όπως ο Γιάννης Κακλέας, με διακριτό ύφος, ανέβασε δίχως αρκούντως ισχυρή άποψη –έστω για το κεντρικό πρόσωπο– το κατεξοχήν πολύσημο έργο του παγκόσμιου ρεπερτορίου, εκείνο που ad infinitum γεννάει καλλιτεχνικές ερμηνείες, κοσμοθεωρίες και ονειροφαντασίες.
Τετρακόσια και πλέον χρόνια μετά τη συγγραφή του, θαρρείς πιο επιδραστικός από ποτέ, όταν παίζεται ο «Άμλετ» απαιτεί πολλά περισσότερα από μια εικονογράφηση της υπόθεσης με μελοδραματικούς κώδικες όπως συμβαίνει εδώ, με ένα κατά βάση προσκηνιακό παίξιμο, δίχως μια πρόταση επανερμηνείας του ποιητικού και τραγικού βάθους. Υπάρχουν περικοπές στο κείμενο και στα πρόσωπα, ομίχλες, βίντεο και σκηνικά-κοστούμια δίχως λογική ή συνέπεια (με φόντο ένα φθαρμένο τοίχο αποχωρητηρίου γίνεται η συνάντηση του Άμλετ με τον νεκρό πατέρα του στο σκηνικό του Μανόλη Παντελιδάκη), ενώ ένα πιάνο με ουρά προβάλλει απλώς για να γρονθοκοπηθεί, η Οφηλία (Ευγενία Δημητροπούλου), φερμένη σαν από ηθογραφία, ξαφνικά παραλογίζεται και αυνανίζεται στο πόδι ενός τραπεζιού, η περίφημη σκηνή των θεατρίνων παίζεται σαν κακό ερασιτεχνικό έργο κι εκείνη των Ρόζενκραντζ και Γκίλντενστερν σαν νούμερο από music hall.
Με τον στιλιζαρισμένο εξπρεσιονισμό και την αδρή σωματικότητά του, ο Ιερώνυμος Καλετσάνος δίνει έγκυρη μορφή φιδιού στον φονιά Κλαύδιο. άκυρο είναι όμως να παίζει ο ίδιος ηθοποιός και το φάντασμα του φονευμένου. Μόνη παρτενέρ σε αυτό το ύφος έχει την Έλενα Τοπαλίδου, μια περφόρμερ-σωστή περσόνα, που γδέρνει με την τραχιά φωνή της το λόγο και χορογραφεί με την ιλαροτραγική κίνησή της το χώρο – είναι όμως ακατάλληλη για τον ρόλο της Γερτρούδης. Η μετάφραση του Διονύση Καψάλη είναι φιλολογικά ορθή και ποιητικά σημαίνουσα, αλλά όχι εκθαμβωτική. Στα θετικά συγκαταλέγεται η γρήγορη διαδοχή των σκηνών και το αισθητικό τους ενδιαφέρον. από μόνα τους όμως αυτά τα στοιχεία δεν επαρκούν για να δικαιωθεί το όλο εγχείρημα. Ο Άμλετ, δυστυχώς για όλους μας, εδώ παραμένει απών. Παίζουν επίσης οι Θ. Δήμου, Στ. Κοντακιώτης, Στ. Ξανθουδάκης, Χρ. Σαπουντζής, Ιβ. Σβιτάιλο, Τ. Μαράουι.
ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΠΕΙΡΑΙΑ Ηρώων Πολυτεχνείου 32, Πειραιάς, 2104143310. Διάρκεια: 150΄.
Περισσότερες πληροφορίες
Άμλετ
Το έργο καταγράφει την ηθική περιπέτεια ενός ανθρώπου που έχει την ευφυΐα να θέτει καίρια ερωτήματα της ανθρώπινης ύπαρξης