Παράσταση με δυνατές στιγμές, ασυντόνιστη όσο κι ενδιαφέρουσα, με αμφισεξουαλικές προθέσεις στην ανάγνωση της υπόθεσης, ηθελημμένη παιδικότητα στον ερμηνευτικό κώδικα κι ένα φορμαλιστικά αλλόκοτο ύφος, στα όρια του βιντεοκλίπ.
Ο έρωτας είναι πάνω και πέρα από τα φύλα. Μάλλον αυτό προασπίζεται ο σκηνοθέτης, διαβάζοντας με queer προθέσεις την ούτως ή άλλως οντολογικά αμφίσημη υπόθεση της «Δωδέκατης νύχτας». Θυμίζω: σε αυτήν την ιδιότυπη κωμωδία η Βιόλα ναυαγεί σε έναν τόπο με το όνομα «Ιλλυρία» και θέτει τις υπηρεσίες της στον άρχοντα Ορσίνο μεταμφιεσμένη σε αγόρι. Εκείνος είναι ερωτευμένος με τη βαρυπενθούσα Ολίβια, η οποία τον απαρνείται. Μόλις όμως η Ολίβια δει τη Βιόλα ντυμένη ως Σεζάριο, θα την/τον ερωτευτεί ακαριαία. Η Βιόλα, με τη σειρά της, θα ερωτευτεί τον αφέντη της. Ο Χρόνος, η Μοίρα και η Φύση –ή αλλιώς ο μέγας Σαίξπηρ– θα αποφασίσουν ποια ζευγάρια τελικά θα ευτυχήσουν.
«Έλα να σείεται το Τσίλλερ! Το μ… μου κι έξι αβγά κάνουνε μια τηγανιά!»: έτσι βρόμικα μιλάει ο γλεντοκόπος σερ Τόμπι, ερμηνευμένος από έναν καρατερίστα του εκκεντρικού όπως ο Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, ντυμένο εξωφρενικά με τουτού μπαλαρίνας και γουνάκι ώμου (κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη). Ο ρόλος αποθεώνεται, φανερώνοντας εξίσου το λαϊκό, φαρσικό υπόστρωμα του έργου όσο και τον παγανιστικά οργιαστικό χαρακτήρα του. Η έκκλησή του όμως στο θυμικό και το αίτημα για ρήξη πέφτει στο κενό. Διότι εντέλει ρόλος και ηθοποιός μοιάζουν φερμένοι «από άλλο ανέκδοτο». Το θυμικό μένει ανενεργό εδώ και μια άλλου τύπου θεατρικότητα εγκαλείται.
Ο Δημήτρης Καραντζάς, χρησιμοποιώντας σαν αλλόκοτη πασαρέλα το εντυπωσιακό ρόδινο σκηνικό της Κλειώς Μπομπότη, μπλέκει ύφη και διαθέσεις για να δημιουργήσει ενδιαφέροντες πόλους και σκηνές ανθολογίας, αλλά χάνει το κέντρο των ζητουμένων. Εκείνα που διακαώς εγκαλεί ο Σαίξπηρ είναι η τρέλα, η απελευθέρωση, το γλέντι και η κατάρριψη των ταμπού. Ο Καραντζάς δεν θέλησε να φέρει στη σκηνή αυτήν τη χοϊκή παραφορά, ούτε να μας παρουσιάσει τους σαιξπηρικούς ήρωες ως νέους γεμάτους σφρίγος, πάθος κι επαναστατικές ορέξεις. Κινήθηκε περιμετρικά, κάποτε φλυαρώντας αμήχανα (όπως όταν ακυρώνει τις σκηνές αναγνώρισης και αποκάλυψης του φινάλε) και άλλοτε πετυχαίνοντας διάνα (όπως όταν επιτρέπει στις ευαισθησίες της διάθεσης και του φύλου να αναχθούν σε εμβληματικές στιγμές). Κατά βάση επέμεινε σε ένα στιλιζαρισμένο ύφος, με μιαν επίφαση ρομαντικής μελαγχολίας, παιγνιώδη –συχνά στα όρια του παιδικού θεάτρου– σκέρτσα, θεατράλε πόζες στο στιλ του μοδάτου voguing των ’80s και χορογραφημένα σύνολα (κίνηση: Σταυρούλα Σιάμου). αυτή η βιντεοκλίπ αισθητική επιτείνεται από τις διαρκείς ηχητικές παρεμβολές, τις αναπαραγωγές των φωνών και τις πένθιμες electropop νεο-μπαλάντες (Δημήτρης Καμαρωτός).
Φοβερή φιγούρα είναι, πάντως, η άφυλη Βιόλα με τη δερματί ολόσωμη φόρμα, ερμηνευμένη με υποδειγματική σοβαρότητα από την Έμιλυ Κολιανδρή, ωραία σφήνα η Ελίνα Ρίζου (η ακόλουθός της), πνευματώδης ο Γιάννης Κλίνης (τρελός), σαν θλιμμένη μαριονέτα η Εύη Σαουλίδου (Ολίβια), ορθός στην κρίση μεγαλομανίας του ο Νίκος Χατζόπουλος (Μαλβόλιο). στον τελευταίο χρωστάμε και τη μετάφραση-σωστό έργο τέχνης. Παίζουν επίσης οι Β. Αμπατζής, Δ. Κίτσος, Β. Μαγουλιώτης, Άρ. Μπαλής, Μ. Σαράντης, Αιν. Τσαμάτης, Σπ. Χατζηαγγελάκης, Γ. Χρυσοστόμου.
ΕΘΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ - ΚΤΙΡΙΟ ΤΣΙΛΛΕΡ Αγ. Κωνσταντίνου 22-24, 2105288170-1. Διάρκεια: 130΄.
Περισσότερες πληροφορίες
Δωδέκατη νύχτα
Ρομαντισμός, παγανισμός, μεταμφιέσεις με φόντο τη μυθική Ιλλυρία. Η Βιόλα φτάνει εκεί ναυαγός, μεταμφιέζεται σε αγόρι για να μπει στην υπηρεσία του δούκα Ορσίνο, του οποίου η αγαπημένη Ολίβια ερωτεύεται τελικά τη Βιόλα σαν αγόρι.