Μέσα στη σύμβαση του μεταμοντέρνου κολάζ ιδεών και των πολυσχιδών αισθητικών αναφορών, μια παράσταση εκκεντρική στην όψη αλλά σεβάσμια στο έργο, από έναν θίασο αρίστων. Η σωματική παραμόρφωση και ο κολασμένος αισθησιασμός του Ριχάρδου ανάγονται εδώ σε καθολικό ιδίωμα και το grand spectacle συναντά το grand guignol.
Το σώμα είναι το θέμα. Ο Γιάννης Χουβαρδάς, στο σκηνοθετικό του σημείωμα, θέλει τον Ριχάρδο Γ΄ να ανακοινώνει: «Μοιάζω παραμορφωμένος αλλά δεν είμαι. Είμαι εσύ. Είμαι οι θεατές μου». Είμαστε, λοιπόν, όλοι εν δυνάμει Ριχάρδοι; Η κουστωδία, πάντως, του σαιξπηρικού Ριχάρδου είναι. Η σωματική δυσμορφία και ο κολασμένος αισθησιασμός του Ριχάρδου επιδρούν καθολικά. Είναι όλοι δύσμορφοι και πανώριοι. Νεκροί και ζωντανοί, βασιλείς και αυλικοί, χήρες και κληρονόμοι, στην παράσταση του Εθνικού θεάτρου, είναι ένας θίασος ωραίων τεράτων. Γιατί η εξουσία, ως γνωστό, είναι σαγηνευτική αλλά και παραμορφωτική.
Ο σκηνοθέτης, επεξεργαζόμενος δραματουργικά το έργο με την Έρι Κύργια, αντιστέκεται στην ιστορική βάση του Ριχάρδου Γ΄. Δεν τον ενδιαφέρει η ιστορία του κουτσού βασιλιά που σκοτώθηκε το 1485 αλλά το σαιξπηρικό έργο σαν ένα διεστραμμένο κοινωνικό παραμύθι για την παραμορφωτική επίδραση της εξουσίας, η οποία, θέλγει και εκμαυλίζει τους πάντες. Όλα εδώ συμβαίνουν για ένα «σώμα», το εστεμμένο -εκείνο του βασιλιά. Έστω κι αν στο grande finale μόνο ένα άλλο σώμα, και δη εκείνο ενός ζώου, μπορεί να μπορούσε να σώσει τον βασιλιά: «Ένα άλογο! Το βασίλειο μου για ένα άλογο!». Αυτό, όμως, το «άλλο», το σωτήριο σώμα, δεν θα βρεθεί. Γιατί, απλά, είναι τόσα πολλά τα πτώματα που έχει πατήσει πάνω τους ο Ριχάρδος, ώστε μόνο τα νεκρά σώματα μπορούν πλέον να τον σώσουν -παίρνοντάς τον μαζί τους.
Φορώντας εξαίσιες τουαλέτες (Ι. Τσάμη), εξωφρενικές περούκες (Χρ. Τζήμος) και όντας ξέφρενα μακιγιαρισμένος (Εύη Ζαφειροπούλου), ο θαυμαστός 21μελής θίασος –ανάμεσά τους, και δύο παιδιά-, μοιάζει να μην παίζει σε τραγωδία εποχής αλλά σε γκόθικ παραμύθι. Φωτίζονται (Λ. Παυλόπουλος) σα να βγήκαν από το σινεμά της Λότε Ρέινενγκερ ή το «Εργαστήρι του Δόκτορος Καλιγκάρι» ή, ίσως, από το «Rocky horror show»^ τον τελευταίο συνειρμό ευνοούν τα pop και glam rock αξεσουάρ, η εκφώνηση του λόγου στα συναυλιακά μικρόφωνα και, βέβαια, τα εμβόλιμα live, με την Άλκ. Πουλοπούλου να τραγουδάει ωσάν υπερσεξουαλική Μέριλιν Μονρό, τον Άγγ. Παπαδημητρίου ωσάν Ρόι Όρμπισον και τον Π. Μουστάκη ωσάν Τζόνι Κας (μουσική: Δ. Γρίβας).
Μέχρι την πέμπτη πράξη, όπου το κυβικό σκηνικό-αποκάλυψη (Εύα Μανιδάκη) μας βυθίζει στο υποσυνείδητο του Ριχάρδου Γ’, όλοι συμπεριφέρονται σαν υπερμαριονέτες-παίγνια σε ένα γκροτέσκ και μπουρλέσκ show. Η σκηνοθεσία τραβά διαρκώς την προσοχή μας προβάλλοντας την αίσθηση της «κατασκευής». Έτσι και οι ηθοποιοί στρέφουν το βλέμμα μας στο «πραγματικό σώμα» τους, φτάνοντας ακόμη και να πάρουν τις θέσεις μας. Η ιδιοσυγκρασιακή, εξπρεσιονιστικά παιγνιώδης χρήση, πόζα και κίνηση των σωμάτων απογειώνει τη θεατρικότητα και αποσπά το θεατή, ελευθερώνοντάς τον από τη ψευδαίσθηση ή τη ψυχογραφία των χαρακτήρων. Σημασία εδώ δεν έχουν τα dramatis personae. Σημασία έχει η conditio humana -η ανθρώπινη κατάσταση. Γιατί ζούμε σε έναν κόσμο γεμάτο Ριχάρδους. Τι μας απομένει τότε; «Να ζω; Να ελπίζω;», ρωτά ο Ριχάρδος την Λαίδη Άννα, για να ακούσει από τα χείλη της το αποφθεγματικό «Όλοι έτσι ζουν, ελπίζω».
Παρόλη την παραφορά της εικόνας, ο λόγος αντηχεί ακέραιος, σε όλο το (σαιξπηρικό) μεγαλείο του, έμπλεος πάθους, σαρκασμού, ποίησης και λυρισμού (μετάφραση: Ν. Χατζόπουλος). Ο Δ. Λιγνάδης ως Ριχάρδος Γ΄, ήδη με τον πρόλογο, δίνει τον τόνο και την αίσθηση των πραγμάτων, ορίζει τη σωματικότητα, ηχητικότητα και υλικότητα της παράστασης, λειτουργώντας σαν μετρονόμος της. Aν η παράσταση απελευθερωνόταν ακόμη περισσότερο μπορεί να κρινόταν ως ιστορικής σημασίας: σαν ένα ανάθεμα στον μεταμοντερνισμό με όχημα τον ίδιο στα όριά του.
Γιατί υπάρχουν επιμέρους προβλήματα: αναχαίτιση του γοργού ρυθμού λόγω των παραθεατρικών σχόλιων, υπερφόρτωση αισθητικής φύσεως πληροφοριών σε βαθμό να εκλαμβάνονται, από ένα σημείο και ύστερα, απλώς σαν διακοσμητικά στοιχεία, πολλαπλά φινάλε μέχρι την τελική λύση κ.α. Η χρήση παιδιών είναι κάτι που εν γένει εγείρει προβληματισμό, έστω κι αν εδώ ενείχε, ως επιλογή, εσωτερική συνέπεια και, επιπλέον, έπαιζαν εξαιρετικά. Ξεχωρίζω από τους ενήλικες τους Ν. Ψαρρά, Άλκ. Πουλοπούλου, Θ. Μπαζάκα, Κ. Καραμπέτη, Σ. Σειρλή και τη νεότατη Α.-Ρ. Κονίδη και αναφωνώ για τον θίασο συνολικά: «μα πόσο (και πόσους) σπουδαίους ηθοποιούς μπορεί να έχει μια χώρα;!»
Παίζουν επίσης οι Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, Μάνος Βακούσης, Ιερώνυμος Καλετσάνος, Θεανώ Μεταξά, Περικλής Μουστάκης, Κώστας Μπερικόπουλος, Άγγελος Παπαδημητρίου, Δημήτρης Παπανικολάου, Κρις Ραντάνοφ, Γιάννης Τσορτέκης, Γιωργής Τσουρής, Νικόλας Χανακούλας και, σε εναλλασσόμενη διανομή, τα εξής παιδιά: Εμίλ Γκριγκόροβ, Βικτώρια Μαραγκούλια, Γιάννης Μαυρόπουλος, Άρης Παναγιώτου, Έλλη Παπανικολάου, Αθηνά Τζαφέρη.
ΕΘΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ-ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΚΗΝΗ Αγίου Κωνσταντίνου 22-24, Ομόνοια, 2105288170-1. Διάρκεια: 180΄.
Περισσότερες πληροφορίες
Ριχάρδος Γ΄
Ένας από τους πιο πολυδιάστατους χαρακτήρες που έπλασε ο Σαίξπηρ γίνεται διαχρονικό σύμβολο της απολυταρχικής εξουσίας στην ομώνυμη τραγωδία. Ο Δημήτρης Λιγνάδης καλείται να κρύψει τον αλαζόνα και υστερόβουλο χαρακτήρα του βασιλιά πίσω από ένα πιο ήπιο προσωπείο.