Με ένα υπόκωφο χιούμορ που υπονομεύει δίχως να εμπαίζει, με μια νηφάλια διάθεση που αναιρεί το μελοδραματισμό, με φρεσκάδα αλλά δίχως ανωριμότητα, το κείμενο, μολονότι ανολοκλήρωτο, προοιωνίζεται μια ενδιαφέρουσα νεορομαντική γραφή με σφύζουσα θεατρικότητα.
Τι θα μου συμβεί;» «Μα θα πεθάνεις.» «Πώς θα είναι;» «Θα φοβάσαι τόσο, που θα είναι σχεδόν αστείο». Έτσι ξεκινά το (πρώτο) έργο της ηθοποιού Κ. Μαυρογεώργη. Μόνο που το χρονικό του προαναγγελθέντος θανάτου ενός κοριτσιού από ανίατη ασθένεια ανάγεται αιφνιδιαστικά σύντομα σε επίκληση υπέρ της ζωής, όσο κι αν αυτή διαρκεί. Με ένα υπόκωφο χιούμορ που υπονομεύει δίχως να εμπαίζει, με μια νηφάλια διάθεση που αναιρεί το μελοδραματισμό, με φρεσκάδα αλλά δίχως ανωριμότητα, το κείμενο, μολονότι ανολοκλήρωτο, προοιωνίζεται μια ενδιαφέρουσα νεορομαντική γραφή με σφύζουσα θεατρικότητα.
Εξίσου φρέσκια είναι και η σκηνοθετική ματιά: ο χώρος του θεάτρου αξιοποιείται ευφάνταστα, το soundtrack προσδίδει μια παράδοξη αύρα στο στιλ του Ντέιβιντ Λιντς και η κινηματογραφική λογική των σεκάνς ευνοεί την αποσπασματική δομή του έργου. Η πάλλουσα ζωτικότητα των δύο ηθοποιών (ασθενής η Νικολίτσα Ντρίζη και νοσοκόμα-προπομπός η Κατερίνα Μαυρογεώργη) επικυρώνει το νεανικό εγχείρημα: «Θανάτω θάνατον πατήσας» με τους μεταμοντέρνους όρους μιας αλλόκοτης ποιητικής.
Περισσότερες πληροφορίες
Μέχρι τώρα
Η σκηνή του Skrow αναποδογυρίζει και μετατρέπεται σε μια πίσω αυλή με φόντο την οδό Αρχελάου κι εκεί μια νεαρή πρωταθλήτρια της κολύμβησης δίνει τον τελευταίο της αγώνα