Δραμεντί» θα χαρακτήριζα το έργο. Εκκινώντας από ένα εύρημα πρόσφορο για φαρσοκωμικές καταστάσεις κι ενδοσκοπικές απόπειρες –η φοβία μιας γυναίκας κάθε φορά που περνάει μια πόρτα και η διαδικασία ανάκλησης του απωθημένου παιδικού τραύματος-αίτιο της φοβίας από τον ψυχαναλυτή (Σπ. Βαρέλης)–, κωμικά και δραματικά μοτίβα μπλέκονται έντεχνα σε μια καλειδοσκοπική σάτιρα της επισφαλούς αστικής ευταξίας της ελληνικής κοινωνίας. Προτού καταλήξει στο κάπως μελοδραματικά σχεδιασμένο τέλος, το έργο εντάσσει τεχνοτροπίες κι αισθητικές που παραπέμπουν στις ελληνικές κινηματογραφικές κωμωδίες των ’60s.
Η εύρυθμη αλλά οριακά ερασιτεχνική σκηνοθεσία, άτεχνα αναπαραστατική και δίχως υφολογικό στίγμα, έχει μόλις υποψιαστεί αυτήν την «καταγωγή». Ο σκηνοθέτης, συμμετέχοντας ως ηθοποιός, θυμίζει ερμηνευτικά τον Γ. Κωνσταντίνου, ενώ όταν παίζει τη γιαγιά η Ευγ. Αποστόλου, παραπέμπει στις στριμμένες grande dammes του παλιού εγχώριου σινεμά. Αν η σκηνοθεσία απογείωνε τη θεατρικότητα και αποκάλυπτε το έντεχνα διττό ύφος του έργου, ίσως οι «Πόρτες» αποδεικνύονταν μια απροσδόκητη καλλιτεχνική κι εμπορική επιτυχία: μια εναλλακτική κωμωδία-φόρος τιμής στην «απωθημένη» μας Μεταπολίτευση.
Περισσότερες πληροφορίες
Πόρτες
Μια γυναίκα ανοίγει τις κλειστές πόρτες της ζωής της. Η αλήθεια, η ψευδαίσθηση, η κωμωδία και η τραγωδία παίζουν κρυφτό. Μια μεταφορά για την άγνοια της πραγματικότητάς μας.