Μνημειώδης εικονοποιία, πάλλουσες ερμηνείες, αλλά ασαφής σκηνοθετική προσέγγιση. Η κοσμολογική τραγωδία του Σαίξπηρ γίνεται θύμα μιας μεταμοντέρνας ανάγνωσης που την αντιμετωπίζει ταυτόχρονα σαν μεσαιωνικό θρύλο, οικογενειακό θρίλερ, φαντασμαγορικό ονειρόδραμα και θέατρο της εικόνας.
«Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς που είχε τρεις κόρες». Αυτή είναι η πρώτη φράση του Γιώργου Κιμούλη ως Βασιλιά Λιρ. Τα τρία κοριτσάκια με τα πριγκιπικά μαύρα φουστάνια, που στην καθηλωτική εναρκτήρια σκηνή έτρεχαν, γελούσαν και τον φώναζαν «μπαμπά», έχουν σκαρφαλώσει στην αγκαλιά του. Η εικόνα, καθηλωτική, απροσδόκητη και συγκινητική, δηλώνει πως ο Χρόνος (ναι, με το «Χ» κεφαλαίο) λειτουργεί αποκαλυπτικά. Οι δύο από τις τρεις αθώες παιδίσκες, μεγαλώνοντας, θα εξελιχτούν σε εξουσιομανείς μέγαιρες. Ο Λιρ, όπως θα δούμε ευθύς αμέσως, προκειμένου να μοιράσει το βασίλειό του, καλεί τις τρεις κόρες του να του εκφράσουν διαδοχικά το μέγεθος της αγάπης τους. «Σ’ αγαπώ πέρα από κάθε αγάπη» ορκίζεται η Γκόνεριν (Κόρα Καρβούνη) και κάτι ανάλογο η Ρέγκαν (Στεφανία Γουλιώτη).
Η μικρότερη όμως, η Κορντέλια (Πηνελόπη Τσιλίκα), αρνείται να ξεστομίσει τέτοιες κούφιες υπερβολές. Έξαλλος ο Λιρ, και θύμα της μεγαλοστομίας του, την εξορίζει. Όπως όμως προδίδει τη μικρότερη κόρη του, έτσι θα προδοθεί από τις δύο μεγαλύτερες. Η σαιξπηρική τραγωδία πραγματεύεται με όρους αρχαίου δράματος την κρίση –ατομική, οικογενειακή, κοινωνική, ηθική, πολιτική και ιδεολογική– ενός ολόκληρου κόσμου. Και τον ανθρώπινο σπαραγμό για τούτη την κρίση.
Ο Λιρ, ως βασιλιάς-κοσμοκράτορας υπό το φως της αναγεννησιακής αντίληψης, βιώνει κατάσαρκα την αυτοκαταστροφή της εξουσίας. Η σταδιακή αποστροφή του για την οικογένεια, το κράτος, τον πολιτισμό, τον ίδιο τον άνθρωπο θα τον οδηγήσουν, εν μέσω σεληνιακών εκλείψεων και καταιγίδων, στην τρέλα και τη μόνη αδιαπραγμάτευτη σοφία: εκείνη της αδιάφορης και αδιάφθορης φύσης.
Ο Γιώργος Κιμούλης είναι ένας Λιρ επιβλητικός, ικανός να διατρέχει ιλιγγιωδώς το φάσμα από το τραγικό στο γκροτέσκο. Ίσως όμως βιάστηκε. Το φυσικό γήρας ενδεχομένως προσέδιδε στην ερμηνεία του την πολυπόθητη βαθύτητα. Το βάθος ήταν κάτι που συνολικά έλειπε από τη σκηνοθεσία του διακεκριμένου Σλοβένου. Η μεταμοντέρνα εικαστικότητα με τις βιβλικές, γκόθικ, μπουρλέσκ και πανκ αναφορές ήταν το μεγάλο προσόν της δραματουργικής κατασκευής του, που βασιζόταν μόνο σε οκτώ πρόσωπα και σε ένα αδόμητο συμπίλημα σκηνών. Μολονότι οι εικόνες του Παντούρ, όπως η εναρκτήρια ή εκείνη της νάιλον θύελλας, συνοδεία των ηχητικών τοπίων των Silence, είναι πολύσημες κι εναργείς, ό,τι άλλο διαμείβεται επί σκηνής παραμένει στην επικράτεια του θεάματος. Κυριαρχεί το ρευστό, το ανόργανο, το χαοτικό και το αυθαίρετο.
Το να σκηνοθετείς όμως ένα έργο σημαίνει πρωτίστως να μιλάς τη γλώσσα του κι έπειτα να το αποκρυπτογραφείς με εικόνες, κώδικες, ρυθμούς και σύμβολα. Εδώ η γλώσσα του Σαίξπηρ –λόγος, στίχος, ρητορική και δράση– χάνεται ανάμεσα στα φουρό, τα βίντεο, τα ψεύτικα αίματα, τις νίντζα σπάθες, τα γυμνά και τα ανδρόγυνα σώματα – όπως ο Τρελός (Αργύρης Πανταζάρας), ο οποίος ήταν σαν να ξεπόρτισε από το «Rocky Horror Show». Γι’ αυτό και οι ηθοποιοί, τόσο οι προαναφερθέντες όσο και οι Γιώργος Γάλλος, Προμηθέας Αλειφερόπουλος, Χάρης Τζωρτζάκης, έδωσαν μια φιλότιμη κι εν μέρει νικηφόρα μάχη να μεταγγίσουν στους θεατές όσα η σκηνοθεσία αρνήθηκε να διαχειριστεί.
ΠΕΙΡΑΙΩΣ 260 Πειραιώς 260, Ταύρος, 2109282900. Διάρκεια: 150΄. Μέχρι 3/5.
Περισσότερες πληροφορίες
Βασιλιάς Ληρ
Με επίκεντρο τον τραγικό ήρωα, η παράσταση εστιάζει στην εγκατάλειψη, τη μοναξιά και την «εξ αποκαλύψεως» συνειδητοποίηση από τους ήρωες αξιών όπως είναι η αγάπη.