Τί κι αν στον σαιξπηρικό «Άμλετ» οι Ρόζενκραντζ και ο Γκίλντενστερν εκτελούνται; Ο Τομ Στόπαρντ έδωσε ξανά «φωνή» στους ελάσσονες αυτούς χαρακτήρες, σε ένα έργο που συνιστά μια από τις σπουδαιότερες θεατρικές παρακαταθήκες των ‘60s. Ευτυχώς, το απολαυστικό τωρινό του ανέβασμα δεν αφορά μόνο …σπουδαστές θεατρολογίας!
Δίχως καμιά «αγωνία της επίδρασης» (για να θυμηθούμε τον Χάρολντ Μπλουμ), ένας 27χρονος Βρετανός δημοσιογράφος, τσέχικης καταγωγής, εξόριστος παιδιόθεν από το φόβο του Ναζισμού, γράφει το 1964 την πρώτη εκδοχή του έργου «Ο Ρόζενκραντζ και ο Γκίλντενστερν είναι νεκροί», χρησιμοποιώντας ανερυθρίαστα τον «Άμλετ» του Σαίξπηρ, προκειμένου να εκθέσει μια σωρεία προβληματισμών που συνοψίζεται ίσως στη φράση «Μη χειροκροτάτε! Ο κόσμος πάλιωσε». Τρία χρόνια μετά, το δυσπρόφερτο έργο του παρουσιάζεται στο Φεστιβάλ του Εδιμβούργου. Αυτό ήταν. Η Αγγλία αποκτά ένα μεγάλο θεατρικό συγγραφέα: τον 77χρονο σήμερα σερ Τομ Στόπαρντ.
Ο «Ρόζενκραντζ και ο Γκίλντενστερν», μολονότι διατηρεί τη σκευή του κωμικού, ταλανίζεται από τις οντολογικές αγωνίες της τραγωδίας -«ποιοι είμαστε και γιατί υπάρχουμε;»- προσαρμοσμένες στο σύγχρονο σκεπτικισμό. Ο Στόπαρντ, λειτουργώντας ταυτόχρονα ως δημιουργός και ως κριτικός, χρησιμοποιεί σαν πρόσχημα δύο ελάσσονες χαρακτήρες από τον σαιξπηρικό «Άμλετ» και, οδηγώντας στα άκρα το εύρημα «θέατρο μέσα στο θέατρο», επιτρέπει στην Ιστορία του Θεάτρου (άρα και του Ανθρώπου) να παρελάσουν από τη σκηνή, συντασσόμενος με τα εναγώνια φιλοσοφικά ερωτήματα των μεταπολεμικών χρόνων. Όπως, δηλαδή, ο Τεοντόρ Αντόρνο αναρωτιόταν «Πώς να γραφτεί ποίηση μετά το Άουσβιτς;» και ο Ζαν Μποντριγιάρ για το «Τι κάνουμε μετά το όργιο της νεωτερικότητας;», ο Στόπαρντ μοιάζει να διερωτάται «Πώς κάνουμε θέατρο όταν όλες μας οι βεβαιότητες είναι πια νεκρές;». Κι απαντά με ένα εξαιρετικά πνευματώδες έργο-μεταθεατρικό γεγονός, επαναπροσδιορίζοντας το ρόλο του συγγραφέα την ίδια εποχή που κηρύσσεται, δια στόματος Ρολάν Μπαρτ, «ο θάνατος του συγγραφέα».
Προσοχή: το έργο του Στόπαρντ δεν θεωρητικολογεί. Είναι μεν ένα παλίμψηστο ενδοκειμενικών και ενδοθεατρικών αναφορών (από τον Πλάτωνα και τους αρχαίους μίμους μέχρι τον Πιραντέλο και τον Μπέκετ) αλλά κι ένα διασκεδαστικό χάπενινγκ. Η σκηνοθεσία του Δημήτρη Μυλωνά εγκαλεί τις δυο διαστάσεις του έργου, το εμβαπτίζει στη σκηνική μαγεία που παράγεται «με το τίποτα», ενθαρρύνει τον αυτοσχεδιασμό αλλά δεν ξεχνά να τον δομήσει, εφαρμόζει έντεχνα με το γκροτέσκο ύφος, προσδίδει τον ιλιγγιώδη ρυθμό του παραλόγου, ενώ αξιοποιεί ευρηματικά τη σκηνογραφική «δεύτερη αυλαία» της Δήμητρας Λιάκουρα και τις ταιριαστές μουσικές του Παύλου Κατσιβέλη. Το πρόβλημα είναι ότι φλυαρεί –πάμπολλα, «αχρείαστα» και αποπροσανατολιστικά είναι τα σκηνοθετικά ευρήματά, θαρρείς από το φόβο του κενού. Ειδικά, όμως, στο συγκεκριμένο έργο, το κενό είναι που νοηματοδοτεί τα πάντα και η κατάκτηση της φόρμας δεν έχει ακόμη επιτευχθεί^ ειδικά στις «αμλετικές» σκηνές και στο τέλος της, η παράσταση πάσχει.
Ο θίασος απαρτίζεται από πέντε ηθοποιούς που αποδεικνύουν πως έχουν κατανοήσει εξίσου το βάθος όσο και την πλάκα του έργου. Ο Γιώργος Παπαπαύλου ερμηνεύει έναν στωϊκό όσο και κενόδοξο Ρόζενκραντζ, ο Σπύρος Χατζηαγγελάκης πείθει πως θα μπορούσε να ερμηνεύσει τον Άμλετ και σε μια …κανονική παράσταση και η Άννα Ελεφάντη υιοθετεί εύσχημα το στυλ της σουμπρέτας. Ειδική μνεία αξίζει στον Θοδωρή Σκυφτούλη (Θιασάρχης) με την εμφάνιση Τζίμη Πανούση και το εκρηκτικό ταπεραμέντο και, βέβαια, στον Γεράσιμο Γεννατά , ο οποίος έχει επινοήσει και, μέσα στα χρόνια, οργανώσει ένα δικό του - γλαφυρό όσο και αποστασιοποιημένο- υποκριτικό κώδικα έκφρασης του κωμικού. Εσωτερικεύει το σκώμμα με τον οίστρο του καρατερίστα (όπως, έκανε, λόγου χάρη, ο Κώστας Χατζηχρήστος) και το σωματοποιεί με εύγλωττες παρτιτούρες δράσεων, για να εξωτερικεύσει, τελικά, το κωμικό με μια απροσδόκητη ψυχρότητα. Προκαλεί έτσι το γέλιο του θεατή, μόνο που κάνει το χαμόγελο να παγώνει στα χείλη του –για την απόδοση του Γκίλντενστερν, αυτού του ήρωα που ξέρουμε a priori πως, κατά βάση, «είναι νεκρός», ο «τρόπος του Γεννατά» φαντάζει ιδανικός.
Περισσότερες πληροφορίες
Ο Ρόζενκραντζ και ο Γκίλντενστερν είναι νεκροί
Η κωμικοτραγική ιστορία των δύο νεαρών αυλικών του σαιξπηρικού Άμλετ, οι οποίοι μας καλούν να παρακολουθήσουμε τα πάθη του νεαρού πρίγκιπα μέσα από τα δικά τους μάτια