Διασκευή του περίφημου μυθιστορήματος σε μια στρωτή παράσταση με μοντερνιστικές πινελιές, με άξονα την ψυχαναλυτική προσέγγιση των θυτών και θυμάτων ενός ερωτικού δράματος και με την εξαιρετική Αλεξάνδρα Αϊδίνη ως νευρωτική Μαρίνα.
Η πορνική ζωή της μητέρας της είναι η μεγάλη της ντροπή. ο ελληνικός πολιτισμός το ευγενές καταφύγιό της. Αυτή είναι η Μαρίνα Μπαρέ, μια νεαρή Γαλλίδα ελληνολάτρης με διδακτορικό στη Μήδεια. Κάποτε παραδίνεται και η ίδια στην ηδονή της πορνείας και ο σαρκικός πόθος γίνεται η νεύρωσή της. Ένας Έλληνας καπετάνιος θα τη φέρει στη χώρα των ονείρων της και θα διαλύσει –για λίγο– τα συμπλέγματα που την κατατρύχουν. Όταν όμως εκείνη ποθήσει τον αδερφό του, η τραγωδία θα είναι ολοσχερής και η ίδια μια σύγχρονη Μήδεια. Είναι δύσκολο να περιγράψεις την υπόθεση της «Μεγάλης Χίμαιρας». πόσο μάλλον να τη διασκευάσεις.
Η αφήγηση του Καραγάτση, με πρόσχημα ένα ευτελές ερωτικό μελόδραμα, ανοίγεται σε μια θάλασσα στοχασμών: από τους μύθους και τα αρχέτυπα μέχρι το ρομαντικό amor mortis και από την ψυχανάλυση μέχρι τα ιδεώδη της γενιάς του ’30 περί «ελληνικότητας», τη διαλεκτική Δύσης - Ανατολής και διονυσιακού - απολλώνιου στοιχείου. Ίσως δηλαδή ο Καραγάτσης επιδίωξε με τη «Χίμαιρα» να γράψει ένα «μεγάλο ελληνικό μυθιστόρημα» κατ’ αναλογία με εκείνα των Αμερικανών ομότεχνων του, αλλά αυτό είναι αντικείμενο μιας άλλης κριτικής. Πάντως, η «Χίμαιρα» συνομιλεί μεν ευθέως με τη «Μαντάμ Μποβαρύ» του Γκ. Φλομπέρ, αλλά υπογείως με τον «Μεγάλο Γκάτσμπι» του Φ.Σ. Φιτζέραλντ: περί χαμένων ψευδαισθήσεων ο λόγος και στις τρεις περιπτώσεις.
Ο Στρατής Πασχάλης επιδίωξε στη διασκευή του να συμπεριλάβει τους βασικούς κόμβους της πλοκής αλλά και «κάτι» από την πολυσχιδή δημιουργική φαντασία του Καραγάτση. Ως ένα βαθμό τα κατάφερε. Νοικοκύρεψε όμως με περισσή ευταξία το τρικυμιώδες αρχικό υλικό. Η διασκευή του είναι στρωτή κι εύληπτη, αλλά αντι-θεατρικά παρατακτική και περιγραφική, ενώ προτάσσει το μελόδραμα δίχως να αποφεύγει τους ακαδημαϊσμούς. Ωστόσο η «Χίμαιρα» απαιτούσε μια επική σύνθεση που να εμφορείται από θεατρικότητα και –κυρίως– από εκείνο το καραγατσικό παίγνιο, αυτό το κάποτε μελαγχολικά φιλοσοφικό και άλλοτε δαιμονικά θυμοσοφικό ύφος στα όρια του λυρισμού και του σαρκασμού. Συμβατική, σαν τηλεοπτικό ντεκόρ, είναι και η σκηνογραφία-ενδυματολογία της Ελένης Μανωλοπούλου.
Η σκηνοθεσία συντάχθηκε με τις προδιαγραφές της διασκευής, αλλά ο Δημήτρης Τάρλοου κατάφερε να της προσδώσει το κύρος ενός μεγάλου αστικού θεάματος με καίριες μοντερνιστικές πινελιές: τα κινηματογραφημένα σε στιλ φιλμ νουάρ μέρη (διά χειρός Χρήστου Δήμα), η εμφάνιση του ίδιου του Καραγάτση, η ζωώδης κλινοπάλη της Μαρίνας και του εραστή της (χορογραφημένη από τη Ζωή Χατζηαντωνίου) κ.ά. Η Αλεξάνδρα Αϊδίνη με το αλαφροΐσκιωτο βλέμμα, τη λιγνή κορμοστασιά και το λαγαρό λόγο έχει χτίσει με θαυμαστή βιρτουοζιτέ το σύνθετο –μια απιθανότητα είναι– ρόλο της Μαρίνας: ακόμη κι όταν στέκει χαμογελαστή και ήρεμη, κάτι ανησυχαστικό τη διαφεντεύει, θαρρείς κι έχει σωματοποιήσει το αναπότρεπτο της συντριβής της.
Καλό αντίβαρο δίπλα της ο Νίκος Ψαρράς (Γιάννης), κάπως αναποφάσιστος για διανοούμενος γόης ο Όμηρος Πουλάκης (Μηνάς), σαφής, αλλά στεγνή η Σοφία Σεϊρλή (Ρείζαινα), ξεχωριστή νότα η Αλίκη Αλεξανδράκη (Αννεζιώ), όμορφη παρουσία η Ηλιάνα Μαυρομάτη. Οι ατμοσφαιρικές μελωδίες της Κατερίνας Πολέμη προσδίδουν στην παράσταση άρωμα εποχής.
ΠΟΡΕΙΑ Τρικόρφων 3-5 & 3ης Σεπτεμβρίου 69, Πλατεία Βικτωρίας, 2108210991. Διάρκεια: 150΄.
Περισσότερες πληροφορίες
Η Μεγάλη Χίμαιρα
Μέσα από την ιστορία της Γαλλίδας Μαρίνα Μπαρέ, η οποία ερωτεύεται και παντρεύεται έναν Έλληνα εφοπλιστή, η γυναικεία ματιά και η αντρική επιθυμία φωτίζουν αποκαλυπτικά τη διαχρονική αμφιθυμία που χαρακτηρίζει τη σχέση της Δύσης με την Ανατολή