Το έργο-ύμνος και μαζί λίβελος για το νεοελληνικό σύμπλεγμα μαγκιάς και κουτοπονηριάς, σε μια παράσταση που φωτίζει την κωμική μελαγχολία του και μας δείχνει ότι οι δύο ξοφλημένοι ταβλαδόροι δεν θα γίνουν ποτέ ο «μέγας» που ονειρεύονται. Άλλη φτιαξιά και άλλες πλάτες έχουν εκείνοι που αναρριχώνται...
Μέσα από τα σπασμένα μωσαϊκά του θεάτρου ένα τάβλι περιστρέφεται γύρω από τον άξονά του, σαν να ’ναι μηχανικό. «Χορεύει» στο ρυθμό ενός τανγκό που πλημμυρίζει την αίθουσα (σκηνικά: Έλλη Παπαγεωργακοπούλου, μουσική: Μίνως Μάτσας). Ο Νίκος Κουρής και ο Μάκης Παπαδημητρίου λικνίζονται για λίγο παιχνιδιάρικα κι έπειτα χιμούν στο παιχνίδι, ρίχνοντας τα ζάρια και στήνοντας τα πούλια σαν δαιμονισμένοι. Με αυτήν την έναρξη μοιάζουν να χαιρετούν τον αξέχαστο δάσκαλό τους Λευτέρη Βογιατζή. Τιμούν το θέατρό του ως μια σκευή σοφών παιχνιδιών και το σκηνοθετικό του ιδίωμα ως μια κιβωτό διδαχών και τεχνικών άμεσα συνυφασμένων με την τέχνη που εκείνος κατείχε: να αντιμετωπίζεις το θέατρο εξίσου σαν μηχανή νοημάτων, όσο θαυμάτων.
Περνώντας στην παράσταση καθαυτή, παρακολουθούμε το θέατρο δύο αυτο-σκηνοθετούμενων ηθοποιών οι οποίοι δεν θέτουν το έργο στο στενό πλαίσιο ενός μετα-ηθογραφικού νατουραλισμού, ούτε αντιμετωπίζουν τα μετεμφυλιακά βιώματα των δύο χαρακτήρων. Όπως λοιπόν δεν βλέπουμε μια «κανονική» αυλή σπιτιού στο Θησείο, έτσι δεν θα δούμε ποτέ τον Μάκη Παπαδημητρίου να μεταμορφώνεται στον ψευτόμαγκα κομπιναδόρο Φώντα που ονειρεύεται να γίνει δουλέμπορος ή τον Νίκο Κουρή να υποδύεται τον ζιγκολό και πρώην δωσίλογο Κόλια, ο οποίος θέλει να περνιέται για ήρωας της Αντίστασης.
Μολονότι οι ερμηνείες τους είναι απολαυστικές, εκείνο για το οποίο πραγματικά χαίρουν συγχαρητηρίων είναι ο τρόπος με τον οποίο, αντί να ερμηνεύουν τον Φώντα και τον Κόλια, στέκουν διαρκώς «δίπλα τους», σχολιάζοντας ή υπονομεύοντας όσα λένε και πράττουν οι ρόλοι – όχι με τα λόγια, αλλά με το βλέμμα, τη διάθεση, την αύρα τους. Δεν στήνουν μια σκληροπυρηνική παράσταση ρήξης, όμως αξιοποιούν υποδειγματικά ένα εξαιρετικό δείγμα γραφής του ελληνικού παρελθόντος.
Γιατί οι Κουρής - Παπαδημητρίου αντιμετωπίζουν το εμβληματικό μονόπρακτο του 1972 με μια ελεγχόμενη λόξα: το διαβάζουν σαν μια καλογραμμένη αλληγορική παρτιτούρα ήχων, δράσεων και –κυρίως– ηθών. Με χιούμορ και συμπάθεια στρέφουν στο πρόσωπό μας το έργο σαν να ’ναι το σκονισμένο κάτοπτρο στο οποίο θα αναγνωρίσουμε τα χαρακτηριστικά των προπατόρων μας. κάτι κατακαημένων, αμόρφωτων και πάμφτωχων κομπιναδόρων του γλυκού νερού, που θέλησαν να βάλουν χέρι στο κέρας της Αμάλθειας. Είναι αυτό που ο Φώντας περιγράφει γλαφυρά παραμυθιάζοντας τον Κόλια: «Θα μπαίνεις στη λιμουζίνα να πας στην εκκλησία και από πίσω δέκα φιλαρμονικές!»
Μολονότι θεωρώ πως μια αντεστραμμένη διανομή (ο Κουρής ως Φώντας και ο Παπαδημητρίου ως Κόλιας) θα είχε ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον και παρά την απουσία υφολογικών διακυμάνσεων (τα πάντα ορίζονται υπό τη σκιά μιας κωμικής μελαγχολίας), οι δύο ηθοποιοί πέτυχαν να μας δείξουν ότι οι ξοφλημένοι αντιήρωες του Κεχαΐδη δεν θα γίνουν ποτέ ο «μέγας» που ονειρεύονται. Άλλη φτιαξιά και άλλες πλάτες έχουν εκείνοι που αναρριχώνται. Το «πρωθυπουργικό remix» με τους λόγους Ελλήνων πολιτικών από τη Δικτατορία μέχρι σήμερα που ακούγεται κάποια στιγμή, αποτελώντας τη μόνη σκηνοθετική νότα επικαιροποίησης, έρχεται να μας θυμίσει ποιοι στα αλήθεια είναι εκείνοι που παίζουν σε μια παρτίδα τάβλι αυτό που αποκαλούμε «πατρίδα».
Ημερομηνία α' δημοσίευσης: 15/5/2014.
Περισσότερες πληροφορίες
Το τάβλι
Σε μια αυλή της Αθήνας οι δύο ήρωες του έργου αναμετριούνται στο ελληνικό «σπορ», το τάβλι, και ξεδιπλώνουν τα πάθη, τις επιθυμίες και τα όνειρά τους