Με σκηνικά που αποτίνουν φόρο τιμής στην ομώνυμη παράσταση του 1960 και με μια σκηνοθεσία παλαιάς κοπής, αλλά μεγάλης ακρίβειας, η σκοτεινή σαιξπηρική κωμωδία βρίσκει έναν ιδανικό Σάιλοκ στο πρόσωπο του Νικήτα Τσακίρογλου.
Θα σου δανείσω, αλλά θέλω ένα κομμάτι από την όμορφη σάρκα σου»: αυτήν την παράδοξη ρήτρα θέτει σαν αστείο ο Νικήτας Τσακίρογλου, ως Εβραίος τοκογλύφος Σάιλοκ, στον Λάζαρο Γεωργακόπουλο, ο οποίος ερμηνεύει τον Βενετσιάνο –και xριστιανό– έμπορο του τίτλου Αντόνιο που ζητά δάνειο προκειμένου να βοηθήσει τον καλό του φίλο Μπασάνιο (Μάξιμος Μουμούρης) να εκπορθήσει την πολύφερνη νύφη Πόρσια (Μαρία Σκουλά). Το φυλετικό μίσος που πάντα υπέβοσκε ανάμεσα στον Σάιλοκ και τον Αντόνιο δυναμιτίζεται με αφορμή τη δυσκολία της έγκαιρης αποπληρωμής του δανείου. Ο φόνος του Αντόνιο αποφεύγεται τελικά χάρη στα δικανικά παιχνίδια της –μεταμφιεσμένης σε νομομαθή– Πόρσια. Αυτή είναι μόνο μία από τις μικρο-υποθέσεις του «Εμπόρου της Βενετίας» (1596-1597), αυτού του απλού σαν παραμύθι και παράδοξου σαν πολύσημη παραβολή (για όλο το κοινωνικό, πλουτοκρατικό, πολιτειακό και δικανικό σύστημα) έργου, το οποίο –παρά τις έντονα φορτισμένες δραματικές σκηνές του– δεν συγκαταλέγεται στις τραγωδίες του Σαίξπηρ, αλλά στις κωμωδίες του.
Ο Σπύρος Ευαγγελάτος έχει φωτίσει εύστοχα τις επιμέρους υποθέσεις του έργου, προσδίδοντάς του έτσι ένα γλυκόπικρο, μειλίχιο τόνο και μια ατμόσφαιρα «παραμυθιού για μεγάλους». Ο Νικήτας Τσακίρογλου δίνει την εντύπωση πως η στιγμή ήταν ιδανική για να ενσαρκώσει τον Σάιλοκ: με θαυμαστή άνεση, νομιμοποιεί στην ερμηνεία του την αμφισημία του ρόλου και δίνει καίρια υπόσταση στις εξωφρενικές αντιδράσεις του. Η Μαρία Σκουλά, αν και ηλικιακά μεγαλύτερη από ό,τι απαιτεί ο ρόλος κι ενδεχομένως περισσότερο κινητική από όσο χρειαζόταν, λειτουργεί ως άξιο αντίβαρό του στη σκηνή του δικαστηρίου. Ο υπόλοιπος θίασος, χωρίς να καταθέτει αξιοσημείωτες ερμηνείες, αποδεικνύεται εκφραστικός και συνεπής σε ό,τι του ζητήθηκε σκηνοθετικά, έστω κι αν ο Θανάσης Κουρλαμπάς (αν και είναι φανερή η προσπάθεια) μοιάζει να μη διαθέτει το ταμπεραμέντο για το ρόλο του τρελο-Γκρατσιάνο.
Συνολικά η παράσταση υστερεί σε δημιουργικότητα όσο και σε ζητήματα ρυθμού. Ωστόσο, για ένα κοινό που γαλουχήθηκε στα σκηνοθετικά ιδεώδη του 1960 ή του 1970 και δεν ενδιαφέρεται για νεότερες αναζητήσεις φαίνεται πως το ιδίωμα του Σπύρου Ευαγγελάτου –ένα κράμα φιλολογικής ακρίβειας, σεβάσμιας ανάδειξης του έργου και ανάλαφρης διάθεσης– συνιστά εγγύηση «καλού θεάτρου». Τα αψιδωτά σιδερένια σκηνικά του Γιώργου Πάτσα κλείνουν επίσης το μάτι στο παρελθόν, καθώς αποτελούν ολοφάνερα ένα φόρο τιμής σε εκείνα που σχεδίασε ο Κλεόβουλος Κλώνης για την παράσταση του Αλέξη Μινωτή το 1960 στο Εθνικό Θέατρο. Περισσότερο μοντέρνα κι επιβλητικά είναι τα κοστούμια –οι ζωηρόχρωμες κάπες του Γιάννη Μετζικώφ–, αλλά εντελώς άσχετα τα γυαλιά ηλίου. Ρέουσα και διόλου «παλιακή», παρά τις επιμέρους παραφωνίες της, η μετάφραση του Μίνου Βολανάκη.
ΑΚΡΟΠΟΛ Ιπποκράτους 9-11, 2103643700. Διάρκεια: 120΄.
Περισσότερες πληροφορίες
Ο έμπορος της Βενετίας
Για χάρη ενός φίλου του, ένας έμπορος δανείζεται χρήματα από έναν τοκογλύφο και βάζει ενέχυρο ένα κομμάτι από τη σάρκα του