Το έχω ξαναγράψει: αν κάποιος μάθαινε πως, κάπου στην Ευρώπη, ανεβαίνει ένας τέτοιος αστρονομικός αριθμός παραστάσεων, δύσκολα θα φανταζόταν πως πρόκειται για την Αθήνα της οικονομικής κρίσης και των μνημονιακών δεσμεύσεων. Κι όμως, 855 είναι, σύμφωνα με τη βάση δεδομένων του περιοδικού μας, οι παραστάσεις που παίχτηκαν στα θέατρα της Αθήνας μέσα στο 2013 –σημειώστε πως οι 100 από αυτές είναι παιδικά θεάματα. Εν τω μεταξύ, αν θέλετε να σταθούμε αποκλειστικά και μόνο στη φετινή σεζόν, δηλαδή από την 1η Οκτωβρίου 2013 μέχρι σήμερα, έκαναν πρεμιέρα 525 παραστάσεις, εκ των οποίων πάλι οι 107 είναι παιδικές, ενώ νέο κύμα πρεμιέρων αναμένεται μέσα στον Φεβρουάριο, τόσο από τα μεγάλα θέατρα όσο και από τις πειραματικές σκηνές της πόλης, με θεάματα που απευθύνονται τόσο στο ενήλικο όσο και στο ανήλικο αθηναϊκό κοινό. Για την ώρα, πάντως, η φετινή σεζόν, παρά το πλουραλιστικό και μαξιμαλιστικό της προφίλ, δεν έχει ακόμη καταθέσει έναν ικανό αριθμό σημαντικών παραστάσεων. Τι υποδηλώνουν, λοιπόν, τα εξωπραγματικά νούμερα; Πρόκειται για μια απατηλή εικόνα προόδου, για μια υπερδραστηριότητα δίχως σοβαρό καλλιτεχνικό αντίκρισμα; …Και κάτι ακόμη: σε ποιους (και πόσους) απευθύνονται οι θίασοι των 500 και 800 αυτών παραγωγών; Είναι αρκετά τα θέατρα –κι εδώ δεν αναφέρομαι μόνο στα κεντρικά και εμπορικά- που παίζουν με γεμάτες αίθουσες, υποδηλώνοντας πως υπάρχει, πράγματι, αυξημένη ζήτηση. Τα αίτια είναι, ως ένα βαθμό, γνωστά. Τα τελευταία έξι-επτά χρόνια τόσο το Φεστιβάλ Αθηνών όσο και το Εθνικό θέατρο αναζωπύρωσαν το ενδιαφέρον των θεατρόφιλων, ενώ η ίδρυση της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών ήρθε να συστήσει ένα νέο μοντέλο λειτουργίας και διαχείρισης των παραστατικών τεχνών, έχοντας το βλέμμα στραμμένο στη δια βίου μάθηση. Με τη σειρά της, η Ελληνική Θεαμάτων, η οποία διευθύνει τα μεγάλα θέατρα του κέντρου, το Μπάντμιντον και, ακόμη πιο πρόσφατα, το Ακροπόλ ως μεγάλο θέατρο ρεπερτορίου, όρισαν, από την άλλη μεν όχθη, το καλό θεατρικό status quo, το οποίο υπερασπίζονται με τις υψηλού επιπέδου παραστάσεις τους και οι –πάμπολλοι- θίασοι του ελεύθερου θεάτρου. Η σταδιακή μείωση της τιμής των εισιτηρίων, μοιάζει να οδήγησε και άλλους, μη φανατικούς θεατρόφιλους, στην «ανακάλυψη» της θεατρικής εξόδου. Αντί, πάντως, για ένα δημοσιογραφικό ρεπορτάζ εδώ χρειάζεται μια στατιστική έρευνα. Θα ήταν πολύτιμη για την εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με το προφίλ του Αθηναίου θεατρόφιλου –αν δεν απατώμαι, η τελευταία που εκπονήθηκε από διδάκτορες του Πανεπιστημίου Αθηνών αφορούσε τη θεατρική σεζόν 2005-6 και είχαμε, μάλιστα, δημοσιεύσει αρκετά από τα πορίσματά της. Είναι ομολογουμένως άξιο απορίας πώς όλο αυτό συμβαίνει εν τη απουσία κρατικής στήριξης… Εκείνο, πάντως, που πιστεύω πως ευχόμαστε όλοι όσοι αγαπάμε το θέατρο είναι, κάπου στις υπώρειες αυτής της υπερβολικής προσφοράς να κυοφορείται το γενναίο, νέο και πραγματικά σπουδαίο ελληνικό θέατρο: ένα θέατρο-καλλιτεχνικό γεγονός, ικανό να ταξιδέψει εκτός συνόρων και, ταυτόχρονα, ικανό να φέρει και τους ξένους θεατρόφιλους στα μέρη μας. Έτσι θα γίνει. Δεν μπορεί όλο αυτό που συμβαίνει να αποδειχθεί μια (ακόμη) «φούσκα» που κάποτε θα ξεφουσκώσει. Υπάρχουν εκεί έξω τόσοι τολμηροί και παθιασμένοι θιασάρχες, σκηνοθέτες, ηθοποιοί και εργάτες της τέχνης του θεάτρου ώστε να μην επιτρέψουν να χαθεί η –ιστορικής ίσως σημασίας- αυτή ευκαιρία να γίνουμε η θεατρική πρωτεύουσα της Ευρώπης.
Ελληνικό θέατρο: τι μαξιμαλισμός!
855 παραστάσεις ανέβηκαν στην Αθήνα μέσα στο 2013, ενώ 525 έκαναν πρεμιέρα από τον Οκτώβριο που μας πέρασε μέχρι σήμερα.