Πώς θα περιγράφατε στο κοινό τους χαρακτήρες του έργου (που θα δούμε στις 30 και 31/8), αλλά και το έργο συνολικά;
Αγγελική Παπούλια: Εγώ και ο Αλεξάνδρος [Σ.τ.Σ.: The Boy] ερμηνεύουμε δύο αδέρφια που βρίσκονται στη Βλύχα, τη μικρή χερσόνησο της Ελευσίνας που έχει γίνει νεκροταφείο πλοίων, για να μεταμοσχεύσουν τα μάτια του νεκρού πατέρα τους. Η αδελφή, ο χαρακτήρας που παίζω εγώ, θα κάνει τη μεταμόσχευση στον αδερφό της. Εκείνη έχει ήδη μεταμοσχεύσει κάποια όργανα της νεκρής μητέρας, όπως και ο αδερφός της αντίστοιχα του πατέρα. Τη μέρα της παράστασης συμβαίνει η τελετή που θα ολοκληρώσει αυτή τη διαδικασία και ιδανικά θα οδηγήσει στη μεταμόρφωση της αδερφής στη μητέρα και του αδερφού στον πατέρα.
Μέσα από τις αφηγήσεις της αδελφής καταλαβαίνουμε ότι αυτά τα δύο αδέλφια έχουν μια πολύ μεγάλη επιθυμία και ανάγκη να μεταμορφωθούν στους γονείς τους και έχουν ήδη βρει έναν τρόπο να το κάνουν. Ο τρόπος αυτός είναι μια συγκεκριμένα τελετή, που τους την έχει περιγράψει ένα πρόσωπο με το όνομα Γιώργος. Εφόσον, σύμφωνα με τις οδηγίες του, η παρουσία ανθρώπων είναι απαραίτητη, το κοινό πρόκειται να γίνει ο μάρτυράς αυτής της διαδικασίας, η οποία θα εκπληρώσει τον στόχο των δύο ανθρώπων μόνο με τη θέληση του θεού. Έτσι, από τη μία ο αδερφός λέει τραγούδια που πρέπει οπωσδήποτε να συνοδεύουν την τελετή και εγώ, από την άλλη εξηγώ όλες τις λεπτομέρειές της και μιλώ για την οικογενειακή μας ζωή.
Και πώς χρησιμοποιεί ο δικός σας χαρακτήρας τον λόγο;
Αγγ. Π.: Η χρήση του λόγου απευθύνεται κυρίως προς τους θεατές της παράστασης (και της τελετής). Σε αυτούς την παρουσιάζουμε, οπότε, σε αυτούς απευθύνεται κυρίως και το κείμενο. Η συνομιλία ανάμεσα σε εμένα και τον Αλέξανδρο είναι πολύ λιγότερη. Με εκείνον υπάρχει μια συνενοχή.
Ενώ, όμως, η αδελφή έχει αναλάβει την αφήγηση, ο αδελφός χρησιμοποιεί τη μουσική. Πώς συσχετίσατε αυτά τα δύο στοιχεία μεταξύ τους και πώς λειτουργεί η σχέση τους;
Αργυρώ Χιώτη: Η μουσικότητα σε κάθε παράσταση με ενδιαφέρει πολύ. Όλα τα κείμενα, άλλωστε -όπως και αυτό- τα βλέπω και σαν μουσική. Στη συγκεκριμένη παράσταση, στη μουσικότητα της γραφής του Ευθύμη Φιλίππου, την οποία έχουμε αναλάβει εγώ με την Αγγελική Παπούλια, μπλέκεται ο Αλέξανδρος με τον δικό του τρόπο αφήγησης: τη μουσική. Τα τραγούδια που ερμηνεύει είναι δικές του διασκευές σε παλιά ελληνικά και ξένα κομμάτια, που νομίζω όλοι (μιας κάποιας γενιάς) κάποια στιγμή έχουμε ακούσει και θυμόμαστε.
Το στοιχείο αυτό ήταν στη σκέψη μας με τον Ευθύμη από γραφής ακόμα και ενσωματώθηκε με πολύ συγκεκριμένο τρόπο, ενισχύοντας τη δραματουργία ή προσθέτοντας σε αυτή. Εκτός αυτού, καθαρά δραματουργικά, οι στιγμές συναισθηματικής σύνδεσης θέλουμε να έρχονται μέσα από την μουσική -όχι αποκλειστικά, αλλά σε μεγάλο βαθμό.
Και πώς είναι γενικά η εμπειρία της σκηνοθεσίας στη μικρή χερσόνησο-νεκροταφείο πλοίων Βλύχα;
Αρ. Χ.: Ο χώρος ήρθε σχεδόν πριν από όλα: πρώτα είχαμε αυτόν και μετά γράφτηκε το έργο, που σημαίνει ότι η Βλύχα αποτελεί την έμπνευσή του, φτιάχτηκε για αυτήν. Αυτές τις μέρες δεν σας κρύβω ότι είναι αρκετά έντονη η εμπειρία μας δουλεύοντας εκεί, επειδή υπάρχει αυτή η κατάσταση με τις φωτιές, αυτή η ολέθρια καταστροφή.
Κακά τα ψέματα, η Βλύχα είναι ένα δυστοπικό μέρος. Αισθάνεσαι ότι κάποτε ήταν μια ωραία πλάγια, όμως τώρα στα νερά της δεν τολμάς να βάλεις το πόδι σου. Είναι μολυσμένη, μυρίζει μαζούτ, ενώ τα εργοστάσια της περιοχής καπνίζουν συνεχώς και τη νύχτα βγάζουν φλόγες. Παντού τριγύρω βλέπεις πλοία μισοβυθισμένα και σκουριασμένα. Καταλαβαίνετε, λοιπόν, ότι είναι ένα μετα-αποκαλυπτικό τοπίο, το οποίο σίγουρα φέρνει ένα σφίξιμο στην καρδιά, αλλά και μας φέρνει προ των ευθυνών μας, θα έλεγα, όσον αφορά το πώς έφτασε σε αυτή την κατάσταση. Εγώ αναρωτιέμαι, υπάρχει αναγέννηση για ένα τέτοιο τοπίο; Και αν δεν υπάρχει πόσο θα προχωρήσει αυτή η καταστροφή; Καλούμαστε, δηλαδή, να συνηθίσουμε τη ζωή σε τέτοιου είδους μέρη; Και είναι εντάξει αυτό; Θέτουμε τέτοια ερωτήματα στο έργο, δεν σας κρύβω.
Οπότε δεν μπορώ να πω ότι τώρα είναι ένα ωραίο τοπίο, αν και σίγουρα κάποια απόκοσμη ομορφιά υπάρχει τη νύχτα εκεί, πόσο μάλλον κατά τις ημέρες των παραστάσεων που θα είναι και η μεγάλη πανσέληνος του Αυγούστου.
Πώς αξιοποιήσατε τις δυνατότητες και τους περιορισμούς που σας δημιούργησε αυτός ο αμιγώς μη θεατρικός χώρος;
Αρ. Χ.: Πράγματι, η ιδιαιτερότητα αυτού του χώρου δίνει μοναδικές ευκαιρίες αλλά προκαλεί και δυσκολίες. Για παράδειγμα, στο έργο, η σκηνή μας είναι η ανοιχτή καρότσα ενός φορτηγού, με το οποίο έρχονται στον χώρο οι δύο ερμηνευτές και με το οποίο στο τέλος φεύγουν. Είναι, λοιπόν, λίγο σαν η θεατρική πράξη να διεισδύει μέσα στην πραγματικότητα, με τρόπο που δεν θα μπορούσε ενδεχομένως να συμβεί σε έναν συμβατικό θεατρικό χώρο. Βέβαια, για να καταφέρουμε να έχουμε τις απαραίτητες τεχνικές, ηχητικές, φωτιστικές κ.λπ. συνθήκες, απαιτείται πολλαπλάσια φροντίδα σε κάθε λεπτομέρεια από όλους όσοι δουλεύουν για αυτήν την παραγωγή, που, ενώ φαντάζει μικρή, έχει πολύ μεγάλες απαιτήσεις.
Μιλήσατε πριν για τα μισοκατεστραμμένα πλοία της Βλύχας. Οι χαρακτήρες του "Μεγάλα και μικρά πλοία", που μεταμοσχεύουν μέλη των σωμάτων των γονιών τους στα δικά τους σώματα με την επιθυμία να μεταμορφωθούν σε αυτούς, φαίνεται να μοιάζουν με αυτά.
Αρ. Χ.: Αν και πολλοί συνειρμοί και αναγνώσεις μπορούν να προκύψουν, την ίδια στιγμή νομίζω ότι αυτή η τοποθέτηση αγγίζει το κέντρο της αλληγορίας του έργου. Η ομοιότητά τους γίνεται πολύ καθαρή από ένα σημείο στο τέλος του έργου, μια "επίκληση", όπως τη λέει ο Ευθύμης. Εκεί, γίνεται μια περιγραφή, κάτι σαν σωματογραφία, η οποία συνδέεται άμεσα με το τοπίο. Ακούγοντάς την είναι σαν να βλέπουμε, να αγγίζουμε και να εισπράττουμε το τοπίο ως ένα σώμα, με τα πλοία αυτά να είναι μέλη του.
Και τι είναι αυτό που πιστεύετε ότι ωθεί τη δική σας ηρωίδα μαζί με τον αδερφό της στην επιθυμία αυτή;
Αγγ. Π.: Αυτό είναι ένα πολύπλοκο θέμα και μία ακριβής απάντηση δεν υπάρχει. Μπορεί να τους ωθεί η αγάπη που έχουν προς τους γονείς τους ή η προσκόλλησή και εξάρτησή τους από αυτούς. Μπορεί να έχουν μια βαθιά ανάγκη να μην τους αποχωριστούν ποτέ ή ίσως προσπαθούν να μη βιώσουν ουσιαστικά την απώλειά τους, έχοντας τους πάντα πάνω στο σώμα τους. Μπορεί αυτή η επιθυμία να οφείλεται και σε μια διάθεσή τους να κληροδοτήσουν με το ζόρι στα σώματά τους κάτι το οποίο είναι των γονιών τους. Μπορεί ακόμα να υποβάλλουν τον εαυτό τους στη διαδικασία αυτή με το ζόρι, παρόλο που προσπαθούν να μη γίνουν οι γονείς τους.
Θεωρείτε ότι μία τέτοια προσπάθεια είναι εφικτή; Μπορούμε, δηλαδή, τελικά (ή χρειάζεται) να "αποδράσουμε" από την επιρροή των γονιών μας;
Αγγ. Π.: Ανάλογα. Μπορούμε να προσπαθήσουμε να απαλλαγούμε ή να μην αναπαράγουμε πράγματα που μας φαίνονται καταπιεστικά ή δεν μας αρέσουν ή συνειδητά τα αναγνωρίζουμε ως λανθασμένες συμπεριφορές των γονιών μας που μας έχουν πειράξει. Ωστόσο, αν άλλα στοιχεία των γονιών μας θεωρούμε ότι μας βοηθούν και μας εξελίσσουν σαν χαρακτήρες, μπορούμε ως ένα βαθμό να τα υιοθετήσουμε. Ξέρετε, αυτό είναι ένας κόπος που συμβαίνει σε όλη μας τη ζωή, δεν νομίζω ότι σταματάει ποτέ.
Το πιο σημαντικό από όλα αυτά ίσως είναι το να μπορέσουμε να είμαστε συνειδητοί ως προς τον προσδιορισμό της δικής μας προσωπικότητας: πότε αναδύεται αυτή, τι είναι αυτό που την καθιστά διαφορετική από όλες τις φοβερές επιρροές που έχουμε λάβει αναπόφευκτα από τους γονείς μας. Αυτό, βέβαια, είναι κάτι πάρα πολύ δύσκολο. Ποια είναι η δική μας προσωπικότητα; Πόσο έχει μολυνθεί ή εμπλουτιστεί η προσωπικότητά μας από τα χαρακτηριστικά των γονιών μας; Αυτή είναι μια ατελείωτη προσπάθεια των ανθρώπων στη ζωή.
Αρ. Χ.: Έχοντας κάνει διάφορες κουβέντες μέσα από το έργο σχετικά με το θέμα αυτό, σκέφτομαι ότι, όχι δεν μπορούμε να αποδράσουμε. Και για αυτό μιλάει και το έργο: όσο και να νομίζουμε ότι μπορούμε να αποδράσουμε, όσο και κάποιοι να έχουμε κάνει πολύ μεγάλο αγώνα για να μη γίνουμε πάση θυσία οι γονείς μας, είναι τελικά άνισος αυτός ο αγώνας. Οπότε κάπως αλλιώς πρέπει να γίνει η διαμόρφωση του ποιοι είμαστε και του με ποιο τρόπο γινόμαστε αυτό που γινόμαστε από τους γονείς μας.
Η δική μου αίσθηση είναι ότι υπάρχει τρόπος να αναπτύξει ο κάθε άνθρωπος τη δική του ιδιαίτερη προσωπικότητα, αρκεί να συνειδητοποιήσει όλα τα συστατικά που τον διαμορφώνουν σε σχέση με τους γονείς του, με το παρελθόν του, με το σπίτι του, με τον τόπο του. Αυτό που με θλίβει -και που, με έναν τρόπο, το θέτει και το έργο - είναι όταν αυτά τα πράγματα συμβαίνουν τελείως ερήμην ή τα λαμβάνουμε ως δεδομένα, προδιαγεγραμμένα. Εγώ μέσα μου πιστεύω ότι τίποτα δεν είναι προδιαγεγραμμένο. Χρειάζεται μια ανασκόπηση, μια μικρή στάση, ένα άνοιγμα στην αντίληψη και στη σκέψη σε όλες αυτές τις σχέσεις που μας καθορίζουν, με σκόπο να τις αφομοιώσουμε ή να διυλίσουμε σε κάτι άλλο την επιρροή τους. Έτσι, ο καθένας μπορεί να γίνει αυτό που του πρέπει και θέλει και όχι αυτό που του έχει υπαγορευθεί.
Τελικά, τα αδέρφια θα τα καταφέρουν;
Αρ. Χ.: Με έναν τρόπο βλέπουμε αν η τελετή τους πέτυχε ή όχι, αλλά στο μετά δεν φτάνουμε. Σχεδόν, όμως, δεν έχει σημασία. Μπορεί και να μην πέτυχαν τίποτα, αλλά, και πάλι, όλο αυτό έγινε για κάποιον λόγο. Τη στιγμή της παράστασης γινόμαστε μάρτυρες ενός περάσματος σε μια άλλη κατάσταση -ό,τι ακολουθεί είναι κάτι διαφορετικό για το οποίο εντός του έργου του Ευθύμη Φιλίππου δεν υπάρχουν απαντήσεις.
Μιλώντας για τον συγγραφέα του "Μεγάλα και μικρά πλοία", μπορούμε να πούμε ότι και οι δύο έχετε συνεργαστεί πολλές φορές μαζί του. Τι είναι αυτό που τελικά σας ελκύει στους παράξενους κόσμους του;
Αγγ. Π.: Καταρχάς με ελκύει το γεγονός ότι, ενώ οι κόσμοι αυτοί μοιάζουν παράδοξοι, στην ουσία τους δεν είναι. Και ενώ στα έργα του χρησιμοποιούνται περιγραφές καταστάσεων και προσώπων που θα μπορούσαν να θεωρηθούν μη ρεαλιστικές και μη καθημερινές, κατά έναν άλλο τρόπο αποτελούν πιθανά ενδεχόμενα της πραγματικότητας. Επίσης, στα έργα του Ευθύμη Φιλίππου με ελκύει η εναλλαγή των ποιοτήτων, ανάμεσα στο χιούμορ και τη βία, για παράδειγμα, ή ανάμεσα στα εσωτερικά και τα εξωτερικά τοπία. Υπάρχει μια πολυσύνθετη μουσικότητα, θα μπορούσα να πω, στα κείμενα του. Επιπλέον, με ελκύει το γεγονός ότι ασχολείται με τα πολύ ουσιώδη θέματα της απώλειας, του θανάτου, της αγάπης. Και όλα αυτά τα προσεγγίζει πάντα από μια οπτική γωνία τελείως αναπάντεχη, από λεπτομέρειες και συντεταγμένες πολύ ειδικές που μπορούν να αναχθούν σε κάτι πολύ γενικό.
Αρ. Χ.: Ο Ευθύμης είναι μοναδικός. Δεν συναντάται εύκολα το είδος της γραφής του, το οποίο θα το χαρακτήριζα σύγχρονο σουρεαλισμό. Το είδος αυτό είναι κάτι που σπανίζει στις μέρες μας διότι, κατά κύριο λόγο, κυριαρχεί ο ρεαλισμός. Εμένα ο ρεαλισμός, όμως, δεν μου ταιριάζει καθόλου, δεν τον πιστεύω στο θέατρο, δεν με ενδιαφέρει, τον βαριέμαι. Αυτός ο σουρεαλισμός του Ευθύμη έχει, επίσης, πάντα ένα πολύ λεπτό χιούμορ, μια πολύ προσωπική ματιά για τα πράγματα και αυτή τη μαγική μετατόπιση από την πραγματικότητα, η οποία θεωρώ ότι πρέπει να είναι απαραίτητο συστατικό για την τέχνη ώστε να μας ανοίγει χώρους, να μετατοπίζει το βλέμμα, την αντίληψη, την ύπαρξή μας ολόκληρη. Την έχω ανάγκη αυτή την ποίηση στη γραφή κι ο Ευθύμης την κατέχει αυθόρμητα, χωρίς καμία επιτήδευση ή φίλτρο.
Για εισιτήρια, επισκεφθείτε το more.com με ένα κλικ εδώ.
Περισσότερες πληροφορίες
Μεγάλα και μικρά πλοία
Στη «Βλύχα», την απόκοσμη, μικρή χερσόνησο στην Ελευσίνα που μετατράπηκε σε νεκροταφείο πλοίων, καταφθάνουν με το φορτηγό τους δύο αδέλφια για την πραγματοποίηση μιας ιδιαίτερης τελετής: πρόκειται να μεταμοσχεύσουν στο σώμα τους μέλη από τα σώματα των γονιών τους και να μεταμορφωθούν σε αυτούς, έχοντας για μάρτυρές τους τους θεατές και τον θεό. Το “Μεγάλα και μικρά πλοία” είναι ένα αλληγορικό έργο που μιλά για τη συμφιλίωση με τον θάνατο, με το παρελθόν και τις πληγές του, και με την αναπόφευκτη ομοιότητα με τους γονείς μας. Το κείμενό του συνεχώς διακόπτει τον ήχο τραγουδιών, αλλά και ολοένα διακόπτεται από τραγούδια.