
Αλέξανδρος Ιόλας, 1907-1987: τι ζωή! Αξιοθαύμαστη και αξιοθρήνητη, έστω κι αν ακόμη πιο αξιοθρήνητο αποδεικνύεται –για πολλοστή φορά– το ελληνικό κράτος. Αυτό συλλογιζόμουν παρακολουθώντας την παράσταση που παίχτηκε στη ρημαγμένη βίλα του βαθύπλουτου συλλέκτη.

Πλήθος κόσμου συνέρρεε την προηγούμενη εβδομάδα στην οδό Δημοκρατίας. Το θρυλικό κτίριο άνοιγε τις πύλες του στο κοινό για πρώτη φορά. Οι κάτοικοι της περιοχής έστηναν λαϊκές συνελεύσεις διεκδικώντας τη βίλα του Αλέξανδρου Ιόλα ως κοινόχρηστο κι ελεύθερο χώρο πολιτιστικών δραστηριοτήτων. Και όλα αυτά χάρη σε μια παράσταση είκοσι επτά χρόνια μετά το θάνατό του βαθύπλουτου συλλέκτη. Το υβριδικό θέαμα «Alexandros Iolas» παίχτηκε με ελεύθερη είσοδο (29/5-1/6), υπό την αιγίδα του Δήμου Αγίας Παρασκευής και με την παραχώρηση της βίλας από τον τωρινό ιδιοκτήτη της.
Το γεγονός της βραδιάς δεν ήταν, ωστόσο, η –αμφιβόλου ερμηνευτικής κι αισθητικής επάρκειας– παράσταση του Χριστόφορου Αντωνιάδη, με βάση τη βιογραφία «Αλέξανδρου Ιόλα: η ζωή μου» από τον Νίκο Σταθούλη. Το γεγονός ήταν ο χώρος της παράστασης: αυτό το σπίτι-μουσείο της μοντέρνας τέχνης που έχει καταντήσει μνημείο βανδαλισμού. Ενείχε έναν ισχυρό συμβολισμό το ότι ο εκκεντρικός βίος του Ιόλα ξετυλιγόταν μες στα ερείπια της αλλοτινής του αίγλης. Με φόντο τα ρημαγμένα πεντελικά μάρμαρα, ακούσαμε τις περιπέτειες του νεαρού Αλεξανδρινού που άφησε πίσω την πατρίδα του για να γίνει πολίτης του κόσμου, αρχικά ως μουσικός με τις συστατικές επιστολές του Καβάφη, αργότερα ως χορευτής κι έπειτα ως γκαλερίστας και συλλέκτης έργων τέχνης, ως φίλος του Ντε Κίρικο, του Κοκτό, του Βαλερί και του Μπρετόν αλλά και ως αρραβωνιαστικός της εγγονής του προέδρου Ρούσβελτ κι «εφευρέτης» του Άντι Γουόρχολ.
Η «Le Monde» τον αποκαλούσε «ο μέγας αφυπνιστής» την ίδια περίοδο που η «Αυριανή» έγραφε για «ρωμαϊκά όργια, ασέλγειες και ναρκωτικά στη βίλα του ανώμαλου παιδεραστή και αρχαιοκάπηλου». Άδοξο ήταν το τέλος του ένδοξου βίου του, θαρρείς και ο Ιόλας έπρεπε κάπως να τιμωρηθεί, με την έννοια της ειμαρμένης, για την ύβρη του να ζήσει έξω από τα συνηθισμένα μέτρα και για το λάθος του να περάσει τα τελευταία χρόνια του στην Ελλάδα.
Πώς θα ήταν άραγε τα πράγματα αν η ελληνική πολιτεία, αγνοώντας το φόβο («Δεν μπορώ. Θα με θάψει ο Τύπος. Θα γράψουν πως η πορνο-υπουργός δέχεται το δώρο του πορνο-συλλέκτη», φέρεται να είχε πει η Μελίνα Μερκούρη), αποδεχόταν τη δωρεά του κι έτσι περνούσε στο ελληνικό κράτος η έπαυλη της Αγίας Παρασκευής με την αμύθητης αξίας συλλογή των 10.000 έργων σύγχρονης τέχνης; Πώς θα ήταν αν κάποιες «προοδευτικές» δυνάμεις είχαν αναχαιτίσει τη συστηματική διαπόμπευση του Ιόλα από τον ελληνικό Τύπο; Ίσως και τίποτα να μην είχε αλλάξει. Δίχως να παραβλέπουμε τον αμφιλεγόμενο ρόλο που έπαιξε ο ίδιος κι έπειτα η αδερφή του ως διαχειρίστρια της περιουσίας του, το ελληνικό κράτος είναι –για πολλοστή φορά– υπαίτιο που έχασε μέσα από τα χέρια του ένα δώρο, την αξία του οποίου μάλλον δεν ήταν σε θέση να εκτιμήσει. Άλλος Ιόλας δεν ξέρω αν θα μας τύχει ώστε να επανορθώσουμε.
Η βίλα όμως στην Αγία Παρασκευή περιμένει κάπως να αξιοποιηθεί, με μια μελέτη αποκατάστασης εγκεκριμένη από το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων και χρηματοδοτημένη από τα λιμνάζοντα κονδύλια που προορίζονται για τέτοιους σκοπούς.