Γιάννης Αντώνογλου
Σημαντικά λυρικά γεγονότα σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη παρείχαν την ευκαιρία να "σμίξουν" ξανά μετά από χρόνια, έστω… εξ αποστάσεως, ο τενόρος Ρομπέρτο Αλάνια και η υψίφωνος Άντζελα Γκεόργκιου, το μέχρι πρότινος διασημότερο ζευγάρι της όπερας!
Αυτό το διάστημα αναβιώνει -από τον Ίωνα Κεσούλη- για δεύτερη φορά μετά την περίοδο 2017/18 στην "Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος" του ΚΠΙΣΝ η παραγωγή της "Τόσκας" του Πουτσίνι, που υπέγραψε ο Νίκος Σ. Πετρόπουλος το 2007, κατόπιν παραγγελίας του τότε διευθυντή της ΕΛΣ Στέφανου Λαζαρίδη. Όπως και τότε, το ανέβασμα πραγματοποιείται στο πλαίσιο αφιερώματος για το σημαντικό Έλληνα σκηνογράφο και σκηνοθέτη, το οποίο θα ολοκληρωθεί με την αναβίωση το καλοκαίρι της παλαιότερης παραγωγής του της "Τραβιάτας".
Η "Τόσκα" του Πετρόπουλου εγγράφεται στη γνωστή τάση μεταφοράς της δράσης λυρικών έργων από το ιστορικό πρωτότυπο σε άλλες, μεταγενέστερες εποχές, στο πρότυπο αντίστοιχης παραγωγής του Τζόναθαν Μίλλερ για τον Φλωρεντινό Μουσικό Μάη (1986), τα σκηνικά και κοστούμια της οποίας είχε φιλοτεχνήσει ο Λαζαρίδης!
Η ιδέα του Πετρόπουλου να μεταφέρει τη δράση στην υπό γερμανική κατοχή Ρώμη το 1944 υπήρξε οπωσδήποτε επιτυχημένη, παρά κάποιες ιστορικές ανακρίβειες (όπως π.χ. το αναρτημένο στο Παλάτσο Φαρνέζε πορτρέτο του ήδη εξόριστου …από τον Ιούλη του 1943 Μουσολίνι). Η όλη ασπρόμαυρη αισθητική παρέπεμπε σε αυτήν ατμοσφαιρικού φιλμ-νουάρ με έντονο άρωμα ιταλικού νεορεαλισμού. Ο δραματουργικός εκσυγχρονισμός της πλοκής λειτούργησε εύστοχα και αβίαστα, ενώ η σκληρότητα της ματιάς επέτρεψε την εστίαση στην ψυχολογία των κεντρικών χαρακτήρων, έστω και αν οι μονωδοί παρέμεναν συχνά θεατρικά ακαθοδήγητοι (κάτι που αμβλύνθηκε πάντως από τη μεγάλη σκηνική εμπειρία τους).
Ισχυρές επιφυλάξεις διατηρούνται για τους όχι πάντοτε λειτουργικούς φωτισμούς του Τζουζέππε ντι Ιόριο αλλά και -κυρίως- για την μάλλον ατυχή σκην(οθετ)ικά τελευταία πράξη, λόγω του τρόπου χωροθέτησης της εκτέλεσης του Καβαραντόσσι και της αντικορύφωσης που προκάλεσε το εύρημα για την αυτοκτονία της Τόσκας (με την -υποτιθέμενη- καθαρτήρια πορεία προς το φως).

Οι παραστάσεις ευτύχησαν και στο μουσικό σκέλος, σε επίπεδο τόσο τραγουδιού όσο και μουσικής διεύθυνσης. Της πρώτης διανομής (που παρακολουθήσαμε δις στις 30/11 και 7/12) ηγήθηκε η Τόσκα της διακεκριμένης Πολωνής υψιφώνου Αλεξάντρας Κούρζακ. Από φωνητικής πλευράς το αρκετά μεστό αλλά ευχάριστα μεταλλικό ηχόχρωμα ήχησε απολύτως πρόσφορο για τον εμβληματικότερο ρόλο του βεριστικού ρεπερτορίου. Το τραγούδι της διέθετε, επίσης, ποιότητα, γραμμή αλλά και ευπρόσδεκτες εκλεπτύνσεις, ιδιαίτερα αισθητές π.χ. στην υποδειγματική απόδοση της περίφημης άριας "Vissi d’arte" στην παράσταση της 7/12. Η δε νεανική, ευέλικτη σκηνική παρουσία υπηρέτησε άρτια και από θεατρικής πλευράς (ανεξαρτήτως κάποιων αχρείαστων ακκισμών) ένα ρόλο-επιτομή της ντίβας…
Με την εξαίρεση μίας παράστασης, το ρόλο του Καβαραντόσσι ερμήνευσε πλάι της ο Αργεντινός τενόρος Μαρτσέλλο Πουέντε, που ευχαρίστησε περισσότερο σκηνικά παρά φωνητικά, λόγω μιας έντονα στενής/πιεσμένης υψηλής περιοχής, τουλάχιστον το βράδυ της 30/11.
Η σύγκριση με τον διάσημο Ρομπέρτο Αλάνια που ερμήνευσε το ρόλο στις 7/12 (μόλις λίγες μέρες μετά την ενσάρκωσή του -εναλλάξ με τον Γιόνας Κάουφμαν- στην Όπερα του Παρισιού) υπήρξε καταλυτική. Ο ιταλικής καταγωγής Γάλλος τενόρος συνάρπασε με το πιο φωτεινό, μεσογειακό τίμπρο, ακόμη αξιόπιστο (στα 62 του χρόνια!) στις ψηλές νότες, τη φωνητική και υποκριτική γενναιοδωρία, το εντελέστερο σκηνικό δέσιμο με την -σύζυγό του- Κούρζακ. Αυτή η πρώτη και μοναδική σκηνική παρουσία ενός καλλιτέχνη τέτοιου διαμετρήματος στην Ελλάδα και την ΕΛΣ (που έτυχε θερμότατου ενδιαφέροντος και υποδοχής από το κοινό) περιποιεί ιδιαίτερη τιμή στον οργανισμό, στην προσπάθειά του να αυξήσει και κατοχυρώσει το διεθνές του αποτύπωμα.
Κορυφαίος όλων αποδείχθηκε, πάντως, …ο Σκάρπια του βαρύτονου Δημήτρη Πλατανιά. Το ως συνήθως επιβλητικό τραγούδι του (σε ένα ρόλο που απαιτεί φωνή δραματικού βαρύτονου με εκτεταμένη και ασφαλή μεσαία και χαμηλή περιοχή) συνδυάσθηκε εν προκειμένω με τη διάπλαση ενός λίαν πειστικού πορτρέτου του σαδιστή βαρώνου, στο οποίο ενσταλάχθηκαν λεπταίσθητες αποχρώσεις αλαζονείας και κυνισμού. Τις πολύ δυνατές εντυπώσεις ενίσχυσαν η γλαφυρή άρθρωση του αδόμενου λόγου και η σαφής σκηνική χημεία με την Τόσκα της Κούρζακ.
Με ιδιαίτερη μνεία για το νεωκόρο του μπασοβαρύτονου Γιάννη Γιαννίση και τον Αντζελότι του βαθύφωνου Πέτρου Μαγουλά, το σύνολο των αρκετών δευτεραγωνιστικών ρόλων αποδόθηκε προσεγμένα από τους Ιωάννη Καλύβα (Σπολέττα), Γιώργο Παπαδημητρίου (Σαρρόνε/Δεσμοφύλακα) και Εβίτα Χιώτη (φωνή βοσκού από …το ραδιόφωνο!) Αξιόλογη ήταν η συμμετοχή της Χορωδίας και της παιδικής Χορωδίας της ΕΛΣ.
Την ευχαρίστηση από το μουσικό σκέλος της παραγωγής επέτεινε η θαυμάσια διεύθυνση του Πάολο Καρινιάνι. Ο πολύπειρος Ιταλός αρχιμουσικός, κάθε εμφάνιση του οποίου στην ΕΛΣ αποτελεί πραγματικό γεγονός, εντυπωσίασε με μίαν εξαιρετικά δραματική και μεγάλης συμφωνικής πληρότητας ανάγνωση της παρτιτούρας. Αν στην παράσταση τις 30/11 είχε κανείς την αίσθηση ότι η συνοδεία των τραγουδιστών δεν αποτελούσε το πρώτο του μέλημα, σε αυτήν της 7/12 όλα λειτούργησαν στην εντέλεια. Η διεύθυνση διέθετε μεγαλύτερη αφηγηματική συνοχή και ανέδειξε περισσότερο ισορροπημένα αφενός το μελωδικό πλούτο αφετέρου τις εσωτερικές εντάσεις της μουσικής, υποστηρίζοντας το τραγούδι και διασφαλίζοντας δραματικό παλμό στην παράσταση!
Παρότι όλες οι παραστάσεις της "Τόσκας" μέχρι τις 9/1/2026 έχουν ανακοινωθεί sold out, θα άξιζε να προσπαθήσει κανείς να εξασφαλίσει κάποιο εισιτήριο για να παρακολουθήσει ένα από τα πιο δυνατά θεάματα της τρέχουσας εορταστικής περιόδου.

Σχεδόν μια εβδομάδα μετά τον Αλάνια ήταν η σειρά της πρώην συζύγου του, της διάσημης Ρουμάνας υψιφώνου Άντζελας Γκεόργκιου, να κάνει μια ακόμη -την, αν δεν σφάλλουμε, ωσαύτως τρίτη- εμφάνιση στη χώρα μας, αυτή τη φορά στο Μέγαρο Μουσικής της Θεσσαλονίκης (15/12), συμμετέχοντας στους λαμπρούς εορτασμούς για τα 25 χρόνια του θεσμού. Την συνόδευσε η Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης υπό τον Ισπανό αρχιμουσικό Νταβίντ Χιμένεθ.
Αν και χωρίς εκπλήξεις και παρά τις όποιες ενστάσεις, το ρεσιτάλ της 60χρονης Γκεόργκιου υπήρξε επιτυχημένο, γιατί φτιάχθηκε έξυπνα και ερμηνεύθηκε καλά. Επιβεβαίωσε δε την αξία και το κύρος μιας υψιφώνου, η οποία -είτε ως πρωταγωνίστρια είτε ως συμπρωταγωνίστρια μαζί με τον Αλάνια- κυριάρχησε στο παγκόσμιο λυρικό στερέωμα (παραστατικό και δισκογραφικό) επί σχεδόν μια 25ετία!
Η κάπως βαρύτερη αλλά όχι επιβαρυμμένη με βιμπράτο φωνή της εξακολουθεί να είναι εντυπωσιακά άνετη στην υψηλή περιοχή και ασφαλής στη χαμηλή. Σε συνδυασμό με τη μεγάλη μουσικότητα αλλά και ένα εξαιρετικά καλλιεργημένο, χωρίς εκπτώσεις τραγούδι η Γκεόργκιου εντυπωσίασε σε άριες από όπερες που ταιριάζουν στο λυρικό της ηχόχρωμα και ενδείκνυνται για ευαίσθητη προσέγγιση, όπως το "Τραγούδι του φεγγαριού" από την "Ρούσαλκα" του Ντβόρζακ (το highlight του ρεσιτάλ) ή η άρια της Μιμής από την Γ’ Πράξη της "Μποέμ" του Πουτσίνι, ρόλο του οποίου αποτέλεσε επί σειρά ετών τη διαπρεπέστερη ερμηνεύτρια! Εξίσου ευχαρίστησε η κοσμαγάπητη άρια της Λαουρέττας "O mio babbino caro" από τον "Τζάννι Σκίκκι" του Πουτσίνι, που προσφέρθηκε ως πρώτο ανκόρ. Έγκυρες και με το αναγκαίο συναίσθημα υπήρξαν, όμως, οι ερμηνείες της και σε δραματικότερες αναθέσεις, όπως στη διάσημη άρια "Ebben? Ne andrò lontana" της Βαλλύ από την ομότιτλη όπερα του Καταλάνι ή ακόμη στην άρια "In quelle trine morbide" της Μανόν από την "Μανόν Λεσκώ" του Πουτσίνι.
Αν η εναρκτήρια τρυφερή καντσονέτα του Τζορντάνι "Caro mio ben" λειτούργησε προφανώς περισσότερο για το αναγκαίο ζέσταμα της φωνής, η συγκινητική άρια του Ορφέα "Che farò senza Euridice" από τον "Ορφέα και Ευρυδίκη" του Γκλουκ ήχησε εκτός πλαισίου και αισθητικής, καθώς βοούσε για πιο σκούρο τίμπρο μεσοφώνου, αν όχι -ακόμη ιδανικότερα- κοντράλτο. Παρότι και η "Κάρμεν" του Μπιζέ είναι γραμμένη για μεσόφωνο, η απόδοση της "Χαμπανέρας" της κεντρικής ηρωίδας θύμισε ότι η Γκεόργκιου έχει αναμετρηθεί με τον ρόλο επιτυχώς και σκηνικά και δισκογραφικά. Το τραγούδι της διέθετε εν προκειμένω την αναγκαία εκφραστικότητα, απέφυγε αχρείαστες κακόγουστες υπερβολές, αλλά στιγματίσθηκε από την όχι ιδανική άρθρωση και νοηματοδότηση του αδόμενου γαλλικού λόγου, που -παραδόξως, για μια Ρουμάνα υψίφωνο, παντρεμένη επί 15ετία με Γάλλο!- ουδέποτε υπήρξε το φόρτε της…
Αντιθέτως, λιγότερο ευχαρίστησε στο σκέλος των δημοφιλών τραγουδιών, με τις λυρικές εξάρσεις του περίφημου "Somewhere over the rainbow" από τον "Μάγο του Οζ" του Άρλεν να της ταιριάζουν περισσότερο από τη μεσογειακή αμεσότητα του ναπολιτάνικου "Non ti scordar di me" του ντε Κούρτις και της "Γρανάδας" του Λάρα (με την οποία ολοκληρώθηκε η βραδιά), κομμάτια που δικαιώνονται απόλυτα μόνο από το χρώμα και την ένταση φωνής τενόρου!
Στις όμορφες εντυπώσεις συνέβαλε και η πολύ καλή φόρμα της ΚΟΘ, η οποία, υπό την έμπειρη οπερατική μπαγκέτα του Χιμένεθ, συνόδευσε άριστα την τραγουδίστρια και απέδωσε εξαιρετικά μια σειρά από ενδιαφέρουσες εμβόλιμες ορχηστρικές επιλογές, μη προερχόμενες μόνο από το χώρο της όπερας. Πλάι στην Εισαγωγή από την "Κάρμεν" ή το γνωστό Ιντερμέδιο από την "Μανόν Λεσκώ" του Πουτσίνι, ερμηνεύθηκαν με τον δέοντα λικνιστικό παλμό η "Ναβαρρέζα" από την όπερα του Μασνέ "Ο Σιντ" και με σπάνια μελωδική και ρυθμική ακρίβεια δύο κοσμαγάπητα popular classics ρωσικής μουσικής, το adagio Σπάρτακου-Φρυγίας από το μπαλέτο "Σπάρτακος" του Χατσατουριάν και το 2ο βαλς από την "Σουίτα για ορχήστρα βαριετέ" του Σοστακόβιτς.
Σε όλα τα κομμάτια τα έγχορδα του συνόλου (με εξάρχοντα αυτή τη φορά τον Γιώργο Πετρόπουλο) επιβεβαίωσαν τη φήμη τους, τα ξύλινα το κύρος τους (με την τριάδα Όθωνα Γκόγκα-Κίτσου-Καραγκούνη να κλέβει την παράσταση στα αποσπάσματα των Μπιζέ & Χατσατουριάν) και τα χάλκινα να απογειώνουν το βαλς του Σοστακόβιτς. Οι μόνες ενστάσεις αφορούν την απόδοση της πανέμορφης όσο και εξαιρετικά απαιτητικής εισαγωγής στην "Κλέφτρα κίσσα" του Ροσσίνι, η οποία, παρά τις συνολικά καλές επιδόσεις των διάφορων υποομάδων, σκιάσθηκε από την αδυναμία του Χιμένεθ να ελέγξει τις μεταξύ τους ισορροπίες δυναμικής στα εμβληματικά ροσσίνεια κρεσέντι!
Η παραδοσιακά θερμή υποδοχή που επιφυλάσσουν στους προσκεκλημένους λυρικούς καλλιτέχνες οι φιλόμουσοι της Θεσσαλονίκης (γεμίζοντας και πάλι ασφυκτικά τη μεγάλη Αίθουσα Μ1 του Μεγάρου) οδήγησαν την Γκεόργκιου στο να αντιχαρίσει τρία ανκόρ, μεταξύ των οποίων -a cappella- ένα ρουμάνικο χριστουγεννιάτικο τραγούδι.

