Πότε με ανερμάτιστες υπερβολές, πότε με εύκολα, γρήγορα και γεμάτα επίθετα κείμενα προς άγραν των κλικ, τα κάναμε τόσο μαντάρα στον σύγχρονο Τύπο, ώστε πολύτιμες λέξεις απέμειναν κενές περιεχομένου. Έτσι, σκέφτεσαι διπλά και τριπλά να γράψεις για την "εναλλακτική ιδιοφυΐα" του Bob Mould, παρότι μια τέτοια περιγραφή του αξίζει πέρα για πέρα.
Καθώς περνούσαμε από τη δεκαετία του 1970 σ' εκείνη του 1980, ο Mould αναδείχθηκε σε ένα από τα πρόσωπα-κλειδιά των μουσικών εξελίξεων, ως συν-συνθέτης/στιχουργός των Hüsker Dü. Όπου, παρέα με τον Grant Hart, σφυρηλάτησε έναν πρωτόγονο και φρενιασμένο κιθαριστικό θόρυβο, ο οποίος μεταβόλισε τον ήχο των Ramones και την αισθητική των D.O.A. συμβάλλοντας στο ανατέλλον hardcore punk οικοδόμημα. Μ' έναν τρόπο αρκετά διακριτό, ωστόσο, αφού το γκρουπ διατήρησε παράλληλα και μια αγάπη για τις στρογγυλές μελωδίες του κλασικού ροκ. Διόλου τυχαία, άλλωστε, οι Mould & Hart είχαν πρωτογνωριστεί σε μια συναυλία όπου, εκτός από τους Ramones, έπαιζαν και οι Foreigner.
Η μπάντα βάστηξε ως το 1988 και το ζενίθ της –όπως το σκιαγράφησαν σταθμοί σαν το "Zen Arcade" (1984) ή το "New Day Rising" (1985)– υπήρξε καταλυτικής σημασίας για ό,τι αναγνωρίζουμε σήμερα ως αμερικάνικο indie/alternative rock, επηρεάζοντας περιπτώσεις σαν τους Pixies, τους Nirvana ή τους Green Day. Μάλιστα, ο Mould συνέχισε να συνεισφέρει στο πεδίο, τόσο με προσωπικές δουλειές, όσο και με τους βραχύβιους Sugar.

Εξίσου εύκολα, βέβαια, πιστοποιείται και ο χαρακτηρισμός "ιδιοφυΐα", αφού πολλά απ' όσα δοκίμασαν οι Hüsker Dü δεν φαινόταν λογικό να δουλέψουν –και πιθανότατα θα κατέρρεαν, στα χέρια άλλων. Με το "Copper Blue" των Sugar, πάλι, μπορεί να μην κοίταξε στα μάτια εκείνα τα κατορθώματα, έδειξε όμως πόσα όφειλαν οι ανθηρές alternative κιθάρες των 1990s στην ηχητική του παρακαταθήκη. Έκτοτε, παρά τα σκαμπανεβάσματα της σόλο πορείας, δεν έπαψε να αφορά ως καλλιτέχνης, πότε με το χιούμορ του, πότε με εύστοχα πολιτικοποιημένους στίχους, πότε με την ευχέρεια με την οποία παρέδιδε δίσκους όπως το "Sunshine Rock" (2019). Παράλληλα εντυπωσιάζει και σαν προσωπικότητα, με τις συνεντεύξεις και την αυτοβιογραφία του να αποκαλύπτουν έναν αληθινά σκεπτόμενο άνθρωπο, ο οποίος πάλεψε με δύσκολους ατομικούς δαίμονες (αλκοόλ, νικοτίνη) και υπερασπίστηκε την ομοφυλοφιλία του δίχως να την εργαλειοποιήσει ή να την ανακατέψει με την καριέρα του, προκειμένου να εξασφαλίσει προβολή.
Ο Mould, τώρα, δεν είναι ξένος στην Ελλάδα, αφού κάποιοι σίγουρα θα θυμούνται να τον παρακολουθούν στο "Gagarin", πίσω στο 2006. Αρκετοί, πάντως, θα τον δουν τώρα για πρώτη φορά, στην Αθήνα (Παρασκευή 14/11, "Gazarte") και στη Θεσσαλονίκη (Σάββατο 15/11, "Eightball"). Δύο βραδιές που, σε επίπεδο προσέλευσης, ίσως αποβούν αποφασιστικές για το αν θα μας έρθουν και οι Sugar το 2026 στην περίπτωση που βγουν σε εκτεταμένη ευρωπαϊκή περιοδεία, αφού φέτος ανασχηματίστηκαν, κυκλοφορώντας και νέο τραγούδι ("House Of Dead Memories").
