
Με τη μουσική δωματίου ανοίγει παραδοσιακά τα τελευταία χρόνια κάθε νέα καλλιτεχνική σεζόν στο πεδίο της κλασσικής μουσικής. Το εναρκτήριο "λάκτισμα" έδινε συνήθως στα τέλη Σεπτεμβρίου ο πολύτιμος κύκλος "Νύχτες κλασσικής μουσικής στη Γεννάδειο", που διοργανώνεται κάθε χρόνο σε συνεργασία με το περίφημο Ινστιτούτο μουσικής "Κέρτις" της Φιλαδέλφειας των ΗΠΑ. Η ολιγοήμερη φετινή του καθυστέρηση σε σχέση με τα ειωθότα έδωσε την "χρονική" πρωτιά σε άλλες δύο εκδηλώσεις, που έλαβαν χώρα σε μικρότερες -και όχι ιδανικής ακουστικής- αίθουσες.
Λόγω της εμπειρίας των μουσικών, αλλά και της ποιότητας και συνοχής του προγράμματος, η εκδήλωση που πρέπει να σχολιασθεί πρώτη είναι και η πρώτη που έλαβε χώρα στις 29/9. Στην Αίθουσα Διδασκαλίας της Μουσικής Βιβλιοθήκης του Συλλόγου "Οι Φίλοι της Μουσικής" του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, η δραστήρια πιανίστα Λευκή Καρποδίνη και το διακεκριμένο σουηδικό κουαρτέτο εγχόρδων "Στενχάμμαρ" (έτος ίδρυσης: 2002) παρουσίασαν ένα θαυμάσιο πρόγραμμα με συνθέσεις Χάϋντν, Ραβέλ, Σατί και Σούμαν. Οι ίδιοι συντελεστές είχαν εμφανισθεί παλιότερα (το 2018) και στο Ωδείο Αθηνών σε μία αίθουσα σχεδόν συγκρίσιμης -οριακά καλύτερης- ακουστικής. Αυτή της μικρής αίθουσας του Μεγάρου δεν επέτρεπε -λόγω περιορισμένης ηχοχωρητικότητας- την ισορροπημένη ανάδειξη και διάχυση του φυσικού ήχου των πέντε οργάνων, παράγοντας ενίοτε ένα "θορυβώδες" ακρόαμα.
Αυτό έγινε αισθητό ήδη από το πρώτο έργο, το "Τρίο για βιολί, τσέλο και πιάνο" αρ. 39 Hob. XV:25 του Χάϋντν, που ερμήνευσαν τα αδέρφια Πέτερ και Ματς Όλοφσον με την Καρποδίνη. Από το εναρκτήριο andante ευχαρίστησε η αγαστή συμπόρευση των μουσικών, που έπαιξαν με σαφή αντίληψη του "κλασικιστικού" ύφους της μουσικής. Οι ποιότητες καντάμπιλε της φραστικής τους δικαίωσαν το αργό μέρος, ενώ η ορμή, η ρυθμική σβελτάδα και η δεξιοτεχνία του παιξίματός τους απογείωσαν το καταληκτικό "ουγγρικό" ροντό, στο οποίο οφείλει το έργο και την επονομασία του ως "τσιγγάνικο".
Η ερμηνεία του "Κουαρτέτου εγχόρδων" του Ραβέλ, που δόθηκε ακολούθως, αποτέλεσε την κορυφαία στιγμή της βραδιάς. Η εντυπωσιακής ωριμότητας νεανική σύνθεση δεν έκρυβε προφανώς μυστικά για τους Σουηδούς μουσικούς, που την έχουν, εξάλλου, ηχογραφήσει με επιτυχία. Εν προκειμένω, έπαιξαν σε πλήρη εγρήγορση και με άψογο μεταξύ τους διάλογο, αξιοποιώντας ένα διαυγή, καθαρό ήχο, μία ρευστή ή μυώδη φραστική ανάλογα με τις απαιτήσεις κάθε παραγράφου, αδιάλειπτα φροντισμένες, λεπτές διαβαθμίσεις δυναμικής, που επέτρεπαν την αβίαστη εκτύλιξη των επεισοδίων "πολυεπίπεδης" δράσης. Η ρυθμικά ακριβής, τεχνικά ανεπίληπτη ερμηνεία φώτισε με ακρίβεια το μουσικό συντακτικό (και τις οφειλές του στον Ντεμπυσσύ), διέθετε δε μια υποδόρια ένταση και αντιθέσεις που διασφάλιζαν μεγάλη ευφράδεια αφήγησης: εντυπωσίασαν ο δραματουργικός ρόλος πιτσικάτι και γκλισσάντι αλλά και η μοντερνιστική αιχμηρότητα του φινάλε. Εξίσου κομβική, όμως, για την εντελή ανάδειξη της πρωτίστως λυρικής, ποιητικής διάθεσης του έργου και της συχνά νοσταλγικής του ατμόσφαιρας υπήρξε η διαμόρφωση της μελωδικής γραμμής με σπάνια πλαστικότητα υπό την καθοδήγηση του εξαιρετικού εξάρχοντα Πέτερ Όλοφσον.
Το δεύτερο μέρος του προγράμματος άνοιξε με 3 από τις 6 "Gnossiennes" (τις υπ’αρ. 3-5) του Σατί, του οποίου τιμώνται φέτος τα 100 χρόνια από το θάνατο. Αυτά τα μικρά διαμαντάκια της πιανιστικής φιλολογίας αποδόθηκαν έξοχα από την Καρποδίνη. Ο ωραίος, μεστός αλλά κρυστάλλινα καθαρός ήχος αποτέλεσε πολύτιμη πρώτη ύλη για ένα ανεπιτήδευτο, αριστοκρατικό, μακράν αχρείαστων συναισθηματισμών παίξιμο, που νοηματοδότησε ιδανικά τη διάχυτη ιδιότυπη μελαγχολία τους.
Η βραδιά ολοκληρώθηκε με το αριστουργηματικό "Κουιντέτο με πιάνο" (έργο 44) του Σούμαν, μείζονα δημιουργία της ρομαντικής εργογραφίας για μουσική δωματίου. Καθώς τον κυρίαρχο ρόλο διαδραματίζει εδώ το πιάνο, ιδανικά ο μεγάλος ήχος της Καρποδίνη θα διαχεόταν καλύτερα σε μεγαλύτερη αίθουσα, ώστε να εξασφαλίζονται πιο φυσικά οι αναγκαίες ισορροπίες με αυτόν των εγχόρδων. Αυτή ήταν, πάντως, και η μοναδική επιφύλαξη για μιαν ακόμη εξαιρετική ερμηνεία, που πρόδιδε διαρκώς την εμπειρία και την υψηλή αντίληψη των πέντε μουσικών. Στο εναρκτήριο Allegro brillante το ρυθμικά σβέλτο και εξωστρεφές παίξιμο της πιανίστριας έδωσε το έναυσμα για διαλόγους μεγάλης αφηγηματικής ρευστότητας με το κουαρτέτο εγχόρδων, που φώτισαν με ενάργεια τις διαφορετικές διαθέσεις της γραφής: την χαρά του πρώτου μέρους και τη ζοφερή ατμόσφαιρα του πένθιμου εμβατηρίου (που δόθηκε πάντως με ευγένεια βηματισμού και στοχαστικότητα), τη ρυθμική κινητικότητα του σκέρτσου και τις περιπετειώδεις διαδρομές του φινάλε. Η ποιότητα της εκτέλεσης βασίσθηκε στη θαυμαστή διαφάνεια ήχου, το σφριγηλό ωστικό παλμό και την ανεπίληπτη φραστική των εγχόρδων, που διασφάλιζαν συνεχώς μια ισότιμη συνοδοιπορία, αλλά και στις προσεγμένες σολιστικές συνεισφορές ενός εκάστου στα διάσπαρτα λυρικά ξέφωτα.

Στις άλλες δύο εκδηλώσεις συμμετείχαν νεώτεροι μουσικοί. Στην περίπτωση του σταθερά υποστηριζόμενου από το Ίδρυμα Schwarz φετινού κύκλου "Νύχτες κλασσικής μουσικής στην Γεννάδειο" (που φιλοξένησε για 11η χρονιά το "Curtis on tour", μια πρωτοβουλία της αείμνηστης βαρώνης Νίνας φον Μάλτσαν) οι προσκεκλημένοι απόφοιτοι του Ινστιτούτου "Κέρτις" υπήρξαν λιγότερο έμπειροι των συναδέλφων τους που είχαν εμφανισθεί τα προηγούμενα χρόνια στην "Αίθουσα Κότσεν", ενώ η διαφορετική εξειδίκευσή τους (πιάνο, κιθάρα, λυρικό τραγούδι) ίσως εξηγεί και τα μάλλον ετερογενή -αν και όχι στερούμενα ενδιαφέροντος- προγράμματα.
Αυτό, 75λεπτης διάρκειας της πρώτης βραδιάς (3/10) χωρίστηκε σε τρία περίπου ισόχρονα μέρη.
Η αρχή έγινε με τον 23χρονο Λετονό πιανίστα Κάρλις Μπουκόφσκις, που αντιμετώπισε αρκετές δυσκολίες στις πανέμορφες και δραματικά ανήσυχες "Παραλλαγές σε αυθεντικό θέμα" (έργο χωρίς αρίθμηση κατάλογου 80) του Μπετόβεν. Παρότι γράφτηκαν την εποχή του πρωτορομαντικής αισθητικής κινήματος "Θύελλα και ορμή", οι 32 παραλλαγές φέρουν σαφώς επιρροές από τον κόσμο του μπαρόκ. Προαπαιτούμενο κάθε επιτυχημένης ερμηνείας τους είναι, η αξιοποίηση μιας ευρείας γκάμας ταχυτήτων, δυναμικών και ηχητικών εκλεπτύνσεων, που θα προσδώσει ενδιαφέρον και συνοχή στην αφήγηση. Παρά την επαρκή συνολική εποπτεία, η εκτέλεση ήχησε τεχνικά και εκφραστικά συγκρατημένη, με ατελές φινίρισμα φραστικής.
Αντιθέτως, το κινητικό, αρκούντως δεξιοτεχνικό και ρυθμικό παίξιμο του Μπουκόφσκις οριοθέτησε μία άρτια εκτέλεση του σύντομου "Ροντό" έργο 129 του Μπετόβεν, ενώ υποδειγματική από κάθε άποψη υπήρξε η ερμηνεία της ολιγόλεπτης 4ης Σονάτας του Σκριάμπιν, στην οποία ευχαρίστησε ιδιαίτερα η πολύ ωραία αντιδιαστολή των δύο μερών.
Στη συνέχεια η ακόμη νεώτερη -μόλις 19χρονη- Κινέζα κιθαρίστρια Ξίνγκξινγκ Γιάο έδωσε έγκυρο δείγμα του σαφούς ταλέντου της. Αρχικά απέδωσε με μουσικότητα και προφανή τεχνική αρτιότητα τις πολύ γνωστές "Παραλλαγές σ’ ένα θέμα του Χαίντελ" ("The harmonious Blacksmith") του Τζουλιάνι, συνθέτη μείζονος για το ρεπερτόριο του συγκεκριμένου οργάνου. Ακολούθησε η αναμέτρηση με την πρώτη -την με αρ. καταλόγου BWV 1001- από τις "Σονάτες (και Παρτίτες) για σόλο βιολί" του Γ.Σ. Μπαχ σε διασκευή για κιθάρα αγνώστου πατρότητας. Εν προκειμένω οι διακριτές ποιότητες των δύο οργάνων σε τεχνικές δυνατότητες και ηχόχρωμα υπήρξε καθοριστική: ό,τι χάθηκε από τον πολυφωνικό πλούτο του βιολιού αντισταθμίσθηκε σε ευαισθησία και στοχαστικότητα, ενώ οι κοινές απαιτήσεις εκφραστικότητας και δεξιοτεχνικής αρτιότητας ικανοποιήθηκαν με διαφορετικό τρόπο, εδώ με πολύ προσεγμένη άρθρωση.
Το τελευταίο μέρος του προγράμματος υπήρξε ίσως το πιο ευχάριστο, αλλά και το πιο άνισο από πλευράς ερμηνειών. Ακούσθηκαν 3 ντουέτα για φωνές και πιάνο, ένα του Σούμαν και του Ντυπάρκ για βαρύτονο και σοπράνο και ένα του Φωρέ (η γνωστή "Ταραντέλλα") για δύο υψιφώνους. Τα ερμήνευσαν η Αμερικανίδα σοπράνο Τζέισλα Ροσάριο Σάντος, η Καναδή ομόλογός της Νικάν Ινγκαμπίρε Κανατέ και ο Αμερικανός βαρύτονος Εμίλιο Βάσκες. Αν στα γαλλικά κομμάτια η φωνητική αρτιότητα δεν ισοσκέλισε την καθοριστική έλλειψη νοηματοδότησης του αδόμενου γαλλικού λόγου, στο κομμάτι του Σούμαν ευχαρίστησε ιδιαίτερα το κρεμώδες ηχόχρωμα της Σάντος και η καλλιεπής γραμμή τραγουδιού του Βάσκες. Το πιο ισχυρό ηχόχρωμα της Κανατέ εκτιμήθηκε περισσότερο στο εκτός προγράμματος κομμάτι, το ντουέτο "Lippen schweigen" από την οπερέτα "Η Εύθυμη χήρα" του Λέχαρ, το οποίο αποδόθηκε και από τους …τρεις καλλιτέχνες με ευπρόσδεκτα μετρημένη θεατρικότητα.
Μία ωραία βραδιά με ταλαντούχους νέους μουσικούς, την οποία αδίκησε κάπως η αναπόφευκτη σύγκριση με τις προηγούμενες. Καθώς η Γεννάδειος γιορτάζει την άνοιξη του 2026 τα 100 της χρόνια (όπως υπενθύμισε η διευθύντρια της Μαρία Γεωργοπούλου), ας ελπίσουμε ότι η επόμενη διοργάνωση θα αρθεί στα γνωστά πολύ υψηλά στάνταρντς του παρελθόντος!

Ταλέντα δεν υπάρχουν όμως μόνο στο "Κέρτις", όπως κατέδειξε μία συναυλία λίγες μέρες νωρίτερα (30/9) του 16μελούς συνόλου "Strings in Motion" ("Έγχορδα εν κινήσει") στην κατοικία της Αυστριακής πρέσβειρας στο Παλαιό Ψυχικό.
Oι "Strings in Motion" είναι ένα διασυνοριακό εκπαιδευτικό πρόγραμμα για έγχορδα που λειτουργεί με πρωτοβουλία και καθοδήγηση του εγκατεστημένου στην Αυστρία εκλεκτού βιολονίστα και παιδαγωγού Χρήστου Κανέττη, καθηγητή του Μουσικού Πανεπιστημίου "Μοτσαρτέουμ" του Σάλτσμπουργκ και της Ανώτατης Σχολής Μουσικής του Ίννσμπρουκ. Δραστηριοποιούνται στη Βόρειο Ιταλία, τη Δυτική Αυστρία και τη Νοτιοανατολική Βαυαρία (περιοχή Euregio). Το πρόγραμμα έχει επιπλέον ένα σκέλος που πραγματοποιείται κατά τη θερινή περίοδο στην Ελλάδα (φέτος μεταξύ άλλων με συναυλίες σε Σκιάθο, Ιωάννινα, Αρχαία Μαρώνεια και Πειραιά). Η πολύτιμη πρωτοβουλία (που υποστηρίζεται από την Αυστριακή πρεσβεία, το Ίδρυμα Αικατερίνης Λασκαρίδη και άλλους χορηγούς) έχει σκοπό να δώσει στους νέους ερμηνευτές από διάφορες ευρωπαϊκές χώρες μουσικά αλλά και γενικότερα επαγγελματικά εφόδια και να τους καταστήσει υπεύθυνους και αυτάρκεις καλλιτέχνες.
Το ευχάριστο, ωριαίας διαρκείας πρόγραμμα -που προλόγισε η φιλόξενη οικοδέσποινα, πρέσβειρα κα Γκέρντα Φογκλ- αποτελείτο από αποσπάσματα έργων μουσικής δωματίου συνθετών διαφορετικού ύφους και αισθητικής, που έδωσαν τη δυνατότητα στο σύνολο αφενός να επιδείξει τις ικανότητες στο λεγκάτο παίξιμο για το οποίο φημίζεται η βιεννέζικη σχολή των εγχόρδων και αφετέρου να προβληθούν οι σολιστικές ικανότητες των μουσικών που κατά περίπτωση ανελάμβαναν τον πρώτο ρόλο.
Ο Ιταλός βιολοντσελίστας Πάολο Τεντέσκο έλαμψε με το μοναδικής ορθοτονίας και ευγένειας παίξιμό του στο allegro moderato από τη Σονάτα "Αρπετζιόνε" του Σούμπερτ (σε μεταγραφή για βιολοντσέλο και ορχήστρα εγχόρδων), ενώ ο φωτεινός, δεξιοτεχνικά ανεπίληπτος και γεμάτος αυτοπεποίθηση ήχος του τόσο ταλαντούχου βιολιστή Γιώργου Μπάνου απογείωσε το allegro moderato από το "Οκτέτο για έγχορδα" του Μέντελσον αλλά και την περίφημη "Πασσακάλια" του Χαίντελ που ο Νορβηγός συνθέτης Χάλφορσεν μετέγραψε για βιολί - εν προκειμένω ακούσθηκε σε θαυμάσια μεταγραφή (πρώην μέλους του συνόλου!) για πέντε έγχορδα, που επέτρεπε εντυπωσιακό πέρασμα της μελωδίας σε κάθε όργανο. Ένας άλλος Έλληνας βιολιστής, ο Στυλιανός Μαστρογιάννης ηγήθηκε με στέρεη αίσθηση ύφους και ρυθμού της εκτέλεσης του σκαλκωτικών προτύπων "Επτανησιακού χορού" του Δραγατάκη.
Παραδόξως, περισσότερες δυσκολίες αντιμετώπισαν οι νέοι μουσικοί στα αποσπάσματα από έργα μουσικής δωματίου του Μότσαρτ, και δη το allegro moderato από το "Κουαρτέτο εγχόρδων KV 421" και το adagio-allegro από το "Κουιντέτο εγχόρδων KV 516" που δόθηκαν με διαφορετικούς εξάρχοντες (τον Μαστρογιάννη και τον Ουκρανό Βασίλινετς). Παρά τη σαφή αίσθηση του ύφους δεν έλειψαν κάποια τοπικά μικροολισθήματα αλλά και μια κάποια κομψή μεν, συγκρατημένη δε άρθρωση του μουσικού συντακτικού.
Αντιθέτως, οι 15 μουσικοί απογείωσαν με θαυμάσια αίσθηση του χορού το καταληκτικό έργο της βραδιάς, το βαλς "Βιεννέζικο πνεύμα" του Γιόχαν Στράους υιού, καθοδηγούμενοι από την βιολίστρια Ένα Μόργκενροτ. Ο εκτός προγράμματος προσφερθείς "Ηπειρώτικος χορός" του Σκαλκώτα δόθηκε με ακρίβεια, αν και υπερβολικά προσεκτικά.
Σε κάθε περίπτωση, η συνέχεια της πρωτοβουλίας και η εξέλιξη όλων αυτών των ταλαντούχων νεαρών μουσικών αναμένονται με το πιο μεγάλο ενδιαφέρον.
Λεζάντα κεντρικής φωτογραφίας: Το Κουαρτέτο εγχόρδων "Στενχάμμαρ" και η πιανίστα Λευκή Καρποδίνη ερμηνεύουν το "Κουιντέτο με πιάνο" του Σούμαν στο πλαίσιο βραδιάς στην Αίθουσα Διδασκαλίας της Μουσικής Βιβλιοθήκης του Συλλόγου "Οι Φίλοι της Μουσικής" του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών (29/9)