
Το φθινόπωρο του 1940 η Ελλάδα κάθε άλλο παρά ανέμελη ήταν. Ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος μαινόταν, οι Γερμανοί είχαν μπει στο Παρίσι και η κοινή γνώμη κατανοούσε ότι οι Ιταλοί –οι οποίοι είχαν ήδη καταλάβει την Αλβανία– μας έβλεπαν ως εμπόδιο για τα δικά τους επεκτατικά σχέδια. Άλλωστε ο τορπιλισμός της "Έλλης" (Δεκαπενταύγουστος του 1940) ήταν ακόμα νωπός στις μνήμες και όλοι ήξεραν σε ποιον άνηκε το επισήμως "άγνωστης εθνικότητας" υποβρύχιο που έφταιγε για τους εννέα νεκρούς.
Παρ' όλα αυτά είχαμε ακόμα ειρήνη, οπότε η πρωτεύουσα συνέχιζε την κοσμική της ζωή, με τους Αθηναίους να συρρέουν στα θέατρα για να δουν τον "Πειρασμό" του Γρηγόριου Ξενόπουλου, τον "Πρωτευουσιάνο" ή την κατά Μαρίκα Κοτοπούλη "Μαντάμ Μποβαρί". Όμως μετά το "Όχι" του δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά, τα πάντα ήρθαν τούμπα: οι Ιταλοί επιτέθηκαν, ο στρατός μας προωθήθηκε στην Αλβανία, οι παραστάσεις κατέβασαν ρολά (κάμποσοι ηθοποιοί, άλλωστε, έφυγαν για το μέτωπο) και η Εταιρεία Συγγραφέων πλημμύρισε από δημιουργούς που έτρεχαν να εισπράξουν τα ποσοστά τους, ανήσυχοι για το τι ερχόταν.
Όμως το μούδιασμα δεν κράτησε πολύ, αφού οι ειδήσεις για την ηρωική απώθηση των Ιταλών άλλαξαν άρδην το κλίμα. Τα χαμόγελα επανήλθαν, τα θέατρα ξανάνοιξαν, ο κόσμος άρχισε και πάλι να κυκλοφορεί, ενώ η όλη ανάταση λειτούργησε και ως πηγή έμπνευσης. Χρόνια αργότερα, ο Αλέκος Σακελλάριος είπε χαρακτηριστικά ότι "εκτός από τη λόγχη, που έκανε θαύματα στα βουνά της Αλβανίας, έκανε θαύματα και η πένα των Αθηναίων ευθυμογράφων". Και ο ίδιος υπήρξε ένας από τους πρωτεργάτες αυτών των θαυμάτων, σκαρώνοντας τη μάλλον πιο θρυλική από τις μουσικές επιθεωρήσεις με πολεμική θεματολογία που άρχισαν να εμφανίζονται σωρηδόν στις σκηνές της πρωτεύουσας: το "Μπράβο Κολονέλο", τίτλος που συνδύαζε σπιρτόζικα δύο ιταλικές λέξεις γνώριμες στο ευρύ κοινό με μια αίσθηση κοροϊδίας για τους φαντασμένους μελανοχίτωνες του Μπενίτο Μουσολίνι, οι οποίοι έβρισκαν τον δάσκαλό τους από τους Έλληνες τσολιάδες.

Το "Μπράβο Κολονέλο" ανέβηκε στο "Θέατρο Αλίκης" με πρωταγωνιστές τον Κώστα Μουσούρη, τη Μιράντα Μυράτ, και ονόματα που έμελλε να γνωρίσουν και κινηματογραφική δόξα, σαν τον Ορέστη Μακρή ή τη Μαρίκα Νέζερ. Πέρα από τον Σακελλάριο, ενεργό εμπλοκή είχε και ο συνθέτης Θεόφραστος Σακελλαρίδης, ο πρωτεργάτης δηλαδή της ελληνικής οπερέτας, ο οποίος είχε ήδη γράψει ιστορία με τον "Βαφτιστικό" (1918), στο φόντο του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Τα πράγματα, βέβαια, έγιναν πολύ γρήγορα, οπότε το έργο ανέβηκε χωρίς καθόλου σκηνικά, ενώ ο Σακελλαρίδης απλώς διασκεύασε προγενέστερά του κομμάτια, επενδύοντάς τα με νέους, συναφείς με την περίπτωση στίχους: το ομότιτλο "Μπράβο Κολονέλο", ας πούμε, ήταν η "Άπονη Μαρίτσα" από το 1934.
Η παράσταση έκανε θραύση κι έμεινε στην ιστορία χάρη στο σκετς με τα πολεμικά ανακοινωθέντα που παρουσίαζαν ο Ορέστης Μακρής με τον Κώστα Δούκα, σατιρίζοντας ανελέητα τις επίσημες ιταλικές δικαιολογίες, που απέδιδαν τις αποτυχίες του φασιστικού θηρίου στον κακό καιρό και σε άλλα κωμικοτραγικά. Ειδικά το ρεφρέν "λέξη μη χαλάς απ' τ' ανακοινωθέντα / άκου τα Ελλάς, λιγάκι να γελάς" συνόψισε άψογα το πώς –για λίγο, έστω– σκόρπισαν τα μαύρα σύννεφα του Β' Παγκοσμίου πάνω από την Αθήνα, πριν επανέλθουν για τα καλά, μετά την εισβολή των Γερμανών στη χώρα μας (Απρίλιος 1941).

Ασφαλώς, υπήρξαν κι άλλες παρόμοιες επιθεωρήσεις που γνώρισαν μεγάλη επιτυχία εκείνο το διάστημα: τα "Πολεμικά Παναθήναια", το "Πολεμικό Τσαρούχι", το "Μπενίτο Φινίτο" και φυσικά η "Μπέλλα Γκρέτσια", η οποία ανέβηκε στο θέατρο "Μοντιάλ" τον Ιανουάριο του 1941 και συνδυάστηκε ανεξίτηλα με τη Σοφία Βέμπο να τραγουδά το "Βάζει Ο Ντούτσε Τη Στολή Του" –μία ακόμα δημιουργία του Σακελλαρίδη που γνώριζε μια καινούρια ζωή. Ωστόσο ήταν το "Μπράβο Κολονέλο" που κατάφερε κι έγινε κάτι σαν έμβλημα εκείνης της δημιουργικής φουρνιάς, μα και κτήμα μίας ακόμα γενιάς, αφού ξανανέβηκε με επιτυχία το 1979, με τον Σακελλάριο και πάλι στα ηνία και τον Γιώργο Κατσαρό να φρεσκάρει τη μουσική. Πέρασε, δε, και στην εποχή της τηλεόρασης, μέσα από το "Θέατρο της Δευτέρας".
Με πίστη, λοιπόν, στους στίχους "και πάντοτε σαν σήμερα θα λέμε απ' την αρχή / τραγούδια που ειπωθήκανε σ' αυτήν την εποχή", οι οποίοι χαρακτήρισαν το ανέβασμα του 1979, είναι τώρα η Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής μαζί με την ΕΡΤ που λαμβάνουν τη σχετική σκυτάλη, τιμώντας την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου με δύο βραδιές αφιερωμένες στο "Μπράβο Κολονέλο" (Σάββατο 25 & Κυριακή 26/10), οι οποίες αναλαμβάνουν να μας γυρίσουν 85 χρόνια πίσω, στην Αθήνα του 1940. Τη σκηνοθετική επιμέλεια υπογράφει ο Αλέξανδρος Ευκλείδης, ενώ τη μουσική αναβίωση και τις νέες ενορχηστρώσεις ανέλαβε ο μαέστρος Μιχάλης Παπαπέτρου, που θα διευθύνει και την Ορχήστρα Σύγχρονης Μουσικής της ΕΡΤ. Επικεφαλής του θιάσου έχει τεθεί ο Θανάσης Αλευράς, τον οποίον πλαισιώνουν ο Γιώργος Γλάστρας, η Ελένη Καλένος, ο Ραφαήλ Κριτούλης, η Αριάδνη Μερσινιά, η Λυδία Φωτοπούλου και η Γαλήνη Χατζηπασχάλη.
Περισσότερες πληροφορίες
«Μπράβο Κολονέλο»
Η θρυλική πολεμική επιθεώρηση των Αλέκου Σακελλάριου και Δημήτρη Ευαγγελίδη, που ανέβηκε το 1940 ως άμεση αντίδραση στον ελληνοϊταλικό πόλεμο, αναβιώνει μέσα από τη νέα ενορχήστρωση του Μιχάλη Παπαπέτρου, ο οποίος και διευθύνει την Ορχήστρα Σύγχρονης Μουσικής της ΕΡΤ. Τη σκηνοθετική επιμέλεια υπογράφει ο Αλέξανδρος Ευκλείδης. Η πολεμική επιθεώρηση Μπράβο Κολονέλο παρουσιάστηκε στο Θέατρο «Αλίκη» -το μετέπειτα θέατρο «Μουσούρη»- και γνώρισε μεγάλη απήχηση, καθώς μέσα από το χιούμορ και τη μουσική ενθάρρυνε το κοινό και σατίριζε τον φασισμό. Συμμετείχαν έμπειροι ηθοποιοί του μουσικού θεάτρου της εποχής, όπως οι Ορέστης Μακρής, Κυριάκος Μαυρέας, Μαρίκα Κρεβατά, Κώστας Δούκας και Μαρίκα Νέζερ. Τη μουσική, πρωτότυπη αλλά συχνά και δανεισμένη από δημοφιλή τραγούδια της εποχής, υπέγραφε ο Θεόφραστος Σακελλαρίδης. Το 1979, η παράσταση επανήλθε στη σκηνή και στην τηλεόραση μέσω της ΕΡΤ, σε επιμέλεια του Αλέκου Σακελλάριου και του Γιώργου Κατσαρού, με τη συμμετοχή κορυφαίων καλλιτεχνών όπως οι 'Aννα Καλουτά, Γιάννης Γκιωνάκης, Γιάννης Βογιατζής και Γιάννης Πάριος κ.ά.