
Με μία από κάθε άποψη επιτυχημένη αναβίωση της παλαιότερης παραγωγής του "Ριγολέττου" του Βέρντι, που σκηνοθέτησε για την Εθνική Λυρική Σκηνή η Κατερίνα Ευαγγελάτου, έπεσε χθες -προσωρινή- οπερατική αυλαία στο Ηρώδειο. Παιχνίδια της τύχης: στη φετινή επέτειο 70 χρόνων από την ίδρυση του Φεστιβάλ Αθηνών, έμελλε η τελευταία παράσταση όπερας στο ρωμαϊκό αμφιθέατρο (που κλείνει για εργασίες αναστήλωσης) να είναι αυτή που σκηνοθέτησε η -για λίγες εβδομάδες ακόμη- διευθύντριά του το 2022, αποτελώντας τότε το …πρώτο μετά πανδημίας λυρικό θέαμα!
Αξιοποιώντας την αντοχή του "Ριγολέττου" σε "εκσυγχρονιστικά" ανεβάσματα που μεταφέρουν τη δράση σε διαφορετικό χώρο και χρόνο από την αυλή της Μάντοβας του 16ου αιώνα (ας θυμηθούμε ότι και η αμέσως προηγούμενη παραγωγή της ΕΛΣ σε σκηνοθεσία Νίκου Πετρόπουλου είχε εκτυλιχθεί στην Ιταλία του μουσολινικού μεσοπολέμου), η Ευαγγελάτου επέλεξε τον μικρόκοσμο μιας επαρχίας της Νότιας Ιταλίας της δεκαετίας του ’80.
H πρόθεση εστίασης στη "διαφθορά, τα εγκλήματα και τους βιασμούς" ως "το πραγματικό πρόσωπο μιας κοινωνίας θρησκόληπτης, συντηρητικής και προληπτικής" θα είχε σίγουρα ενδιαφέρον, αν δεν περιοριζόταν σε μεγάλο βαθμό σε μιαν υπερφορτωμένη, πολυαναφορική οπτική αφήγηση, σπάνια συμβατή με τη μουσική δραματουργία (βλ. διεξοδικά την αρχική μας κριτική).
Και τούτο γιατί η οπτικοποίηση αυτής της σκηνοθετικής επιλογής φώτισε πρωτίστως τις "εξωτερικές" συνιστώσες του έργου (την ηθική κατάπτωση της αριστοκρατίας – εδώ, της διεφθαρμένης τοπικής κοινωνίας) προβαίνοντας σ’έναν επιφανειακό κριτικό επισχολιασμό τους, ενώ έθεσε στο περιθώριο ή αδυνατούσε να αναδείξει τον πυρήνα του, δηλ. το δράμα και την ψυχολογία των χαρακτήρων, παρά κάποιες ενδιαφέρουσες ιδέες, όπως η κατάρα του Μοντερόνε ως κινησιουργός αιτία του έργου.
Αντί ενός σκοτεινού δράματος, που δικαιώνεται ούτως ή άλλως περισσότερο σε κλειστό χώρο με τη δέουσα θεατρική διδασκαλία/καθοδήγηση, ο "Ριγολέττος" μετετράπη σε ένα "φαντασμαγορικό υπερθέαμα" με σαφείς αναφορές στα -ενίοτε κιτς- ’80s, που δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι ήταν συνήθεις στο μικρόκοσμο της ιταλικής περιφέρειας! Μέσα στο ανέμπνευστο αλλά τουλάχιστον λειτουργικό -για τη στενόμακρη σκηνή του Ηρωδείου- σκηνικό της Εύας Μανιδάκη, την προσοχή αποσπούσαν συστηματικά τα πολύχρωμα, πλην ετερόκλητα και συχνά κακόγουστα κοστούμια -μονωδών και χορωδών- του Σλοβένου Άλαν Χράνιτελ, οι ζωηρές χορογραφίες της Πατρίσιας Απέργη, η χρήση μασκών με αναφορές στον κινηματογράφο ή σε καρτούν προγενέστερων δεκαετιών ή ακόμη κάποιες πινελιές αμφίβολου χιούμορ…
Η αισθητική της ματιάς αλλά και η αιχμηρότητα βασικών δραματουργικών επιλογών που τόνιζαν υπερβολικά την ωμή βία ή τον αγοραίο ερωτισμό -έστω και υπό το πρόσχημα υπενθύμισης του μισογυνισμού της ανδροκρατούμενης Ιταλίας του Νότου- πρόβαλαν τελικά μάλλον ξένες προς τα -ευγενή- ιδεώδη του ρομαντισμού, στον οποίο αδιαμφισβήτητα εγγράφεται ο "Ριγολέττος".
Κι όμως, παρά την επιβεβαίωση των αρχικών βασικών μας ενστάσεων, η αναβίωση της σκηνοθεσίας από τον Ίωνα Κεσούλη ικανοποίησε περισσότερο απ’ό,τι το προ τριετίας αρχικό ανέβασμα!
Πέρα από τους σταθερά υποβλητικούς φωτισμούς της Ελευθερίας Ντεκώ, η παράσταση διέθετε ρυθμό και απέφυγε την προσφυγή της αρχικής διδασκαλίας στο σπλάτερ (πχ. στις σκηνές δολοφονίας του Μοντερόνε και θανάτου της Τζίλντας), η νέα διανομή μεγαλύτερη σκηνική χημεία και υποκριτικό μέτρο, οι χορογραφίες (αναβίωση: Ηλίας Χατζηγεωργίου) καλύτερο συντονισμό και εντελέστερη ενσωμάτωση στη δράση.

Εκεί, πάντως, που η παράσταση απογειώθηκε, αμβλύνοντας ακόμη περισσότερο τους προβληματισμούς ως προς τη σκηνοθεσία και την οπτικοποίηση της παραγωγής, ήταν στο μουσικό της σκέλος.
Ειδικά η πρεμιέρα (27/7) ευχαρίστησε ιδιαίτερα τόσο από πλευράς μουσικής διεύθυνσης όσο και από πλευράς φωνητικής διανομής, και μάλιστα σε συνθήκες μεγάλης ζέστης. Ο έμπειρος Καναδός αρχιμουσικός Ντέρρικ Ινόεϊ πρότεινε μία εξαιρετικά ευέλικτη, αφηγηματικά εύροη προσέγγιση της αριστουργηματικής παρτιτούρας, υποστήριξε αδιάλειπτα τους μονωδούς, τονίζοντας γλαφυρά και τις λυρικές και τις δραματικές πτυχές της. Η Ορχήστρα της ΕΛΣ έλαμψε πραγματικά, ιδίως οι μουσικοί των ξύλινων και των χάλκινων πνευστών.
Η πρώτη διανομή έπεισε απόλυτα τόσο με το γενναιόδωρο, ιταλικό τραγούδι όσο και με τη φροντισμένη υπόκριση και το δέσιμό της. Λίγους μήνες πριν κάνει το (από μακρού οφειλόμενο) ντεμπούτο του στη Σκάλα του Μιλάνου, ο βαρύτονος Δημήτρης Πλατανιάς έδειξε ότι δεν έχει -εντός τειχών- αντίπαλο στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Ιδανικός βερντιανός βαρύτονος ως προς το μέγεθος και το ηχόχρωμα της φωνής, χάρισε -παρά μία κάπως κοπιώδη Α’ πράξη- τραγούδι μεγάλης γενναιοδωρίας, ενώ απέδωσε με ανθρωπιά τη σύνθετη ψυχολογία και την εξέλιξη του χαρακτήρα του τραγικού γελωτοποιού.
Εξαιρετική πρόβαλε η μετάκληση από τη Λυρική δύο ακμαίων Αρμένιων μονωδών στους έτερους βασικούς ρόλους, τις μπελ-καντίστικες καταβολές των οποίων υπογράμμισαν ευπρόσδεκτα. Η διεθνώς καταξιωμένη Νίνα Μινασιάν διέθετε την ενδεδειγμένη για την Τζίλντα φωνή λυρικής σοπράνο με έκταση και άνεση στην κολορατούρα (χωρίς, πάντως, το επιθυμητό δροσερό ηχόχρωμα) και ανταποκρίθηκε με αξιοσημείωτη επάρκεια στις ουκ ολίγες μουσικοδραματικές δυσκολίες του ρόλου. Ο συμπατριώτης της τενόρος Λιπαρίτ Αβετισιάν υπήρξε αληθινή αποκάλυψη ως Δούκας της Μάντοβας: όχι μόνο απέδωσε με ευσταλή σκηνική παρουσία και θεατρικότητα το ταμπεραμέντο του κυνικού εραστή, αλλά προσέφερε τραγούδι μοναδικής καλλιέπειας και ευγένειας γραμμής, χωρίς δεξιοτεχνικές εκπτώσεις.
Επιβεβαίωση του φωνητικού και σκηνικού του κύρους αποτέλεσε η ανάθεση του ρόλου του Σπαραφουτσίλε στον βαθύφωνο Πέτρο Μαγουλά, ενώ πολυτέλεια υπήρξε η μετάκληση της Λευκορωσίδας μεσοφώνου Οξάνας Βόλκοβα σε αυτόν της Μανταλένας (που εκτιμήθηκε και στο περίφημο κουαρτέτο της Γ’ πράξης). Από τους αξιοπρεπέστατα δοθέντες δευτεραγωνιστικούς ρόλους ξεχώρισαν ο Μαρούλλο του βαρύτονου Νίκου Κοτενίδη και ο Μοντερόνε του μπάσου Μαξίμ Κλονόφσκι. Απόλυτα αξιόπιστη υπήρξε η συμμετοχή της Ανδρικής Χορωδίας της ΕΛΣ.
Το επόμενο καλοκαίρι, οι λάτρεις της όπερας θα έχουν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν δύο ακόμη αναβιώσεις παλαιότερων παραγωγών της Λυρικής: αυτήν, ιστορική του Αλέξη Μινωτή για τη "Μήδεια" του Κερουμπίνι στο θέατρο της Αρχαίας Επιδαύρου και αυτήν του Νίκου Πετρόπουλου για την "Τραβιάτα" του Βέρντι στην "Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος" του ΚΠΙΣΝ.
Λεζάντα πρώτης φωτογραφίας: Στιγμιότυπο από το τραγικό φινάλε του "Ριγολέττου" του Βέρντι (ΕΛΣ/Φεστιβάλ Αθηνών, Ηρώδειο, 27/7): ο απαρηγόρητος Ριγολέττος (Δημήτρης Πλατανιάς) και η ψυχορραγούσα Τζίλντα (Νίνα Μινασιάν) © Βαλέρια Ισάεβα