
Χρησιμοποιώντας το όνομα της πρώτης της μπάντας ως σόλο καλλιτεχνικό ψευδώνυμο, η Chan Marshall πέτυχε να γίνει ένα από τα σπουδαιότερα σημεία αναφοράς του alternative/indie στερεώματος, χάρη (κυρίως) στη δράση της κατά τη δεκαετία του 2000. Παρ' όλα αυτά, ενώ φέτος συμπληρώνει 30 χρόνια δισκογραφίας, δεν τη βρίσκουμε να γιορτάζει τη στρογγυλή επέτειο της πρώτης της εμφάνισης με το "Dear Sir" (1995), ούτε και να υπενθυμίζει τις δόξες που γνώρισε χάρη στο κομβικό άλμπουμ "The Greatest" (2006). Αντιθέτως, τριγυρνά τον κόσμο αναπαριστώντας μια θρυλική συναυλία του Bob Dylan από το 1966.
Μάλιστα, η περιοδεία ετοιμάζεται να κάνει στάση και στην Αθήνα (Παρασκευή 30/5, στο "Floyd"), με αποτέλεσμα πολλοί φίλοι της να βρίσκονται σε κάπως παράξενη θέση: από τη μία αδημονούν να ξαναδούν μια αγαπημένη καλλιτέχνιδα, που έχει καιρό να φανεί στην Ελλάδα· από την άλλη, αναρωτιούνται μήπως τους περιμένει μία αμφιλεγόμενη συναυλία, σαν κι εκείνη του Νοεμβρίου 2014 στο "Fuzz". Όταν, δηλαδή, η Cat Power εμφανίστηκε στη σκηνή μόνη, με την κιθάρα, το πιάνο της και με κάμποσα αναμμένα κεριά, πριν χαθεί ο βηματισμός της βραδιάς, με αποτέλεσμα όσοι την αγαπούσαν να την αγαπήσουν περισσότερο –και να κρατήσουν ως πολύτιμο ενθύμιο τα τριαντάφυλλα τα οποία μοίρασε στο φινάλε– και όσοι είχαν έρθει για να δουν ένα συζητημένο εναλλακτικό όνομα ν' αποχωρούν ξενερωμένοι στα μισά.

Τότε, πέρα από κάθε προσδοκία, η τραγουδοποιός από την Ατλάντα έπαιξε δεκάδες κομμάτια –έστω και αποσπασματικά. Τώρα δεν αναμένονται πολλές εκπλήξεις για το τι ακριβώς θα παρουσιάσει στο "Floyd", αφού έχει ήδη καταθέσει την οπτική της για το θέμα, μέσω του άλμπουμ "Cat Power Sings Dylan: The 1966 Royal Albert Hall Concert" (2023). Το οποίο ηχογραφήθηκε πράγματι στο Royal Albert Hall του Λονδίνου, σε αντίθεση με την επεισοδιακή βραδιά του Bob Dylan, η οποία διαδραματίστηκε στο Free Trade Hall του Μάντσεστερ, μα έγινε γνωστή ως "The Royal Albert Hall Concert" λόγω μιας λανθασμένης ετικέτας σε ένα περιζήτητο (κάποτε) bootleg, πειρατικής κοπής.
Ασφαλώς, μιλάμε εδώ για μια στιγμή με σχεδόν μυθικές διαστάσεις, αφού σ' εκείνη τη συναυλία ο Bob Dylan πέρασε ξαφνικά και εντελώς αναπάντεχα από τον ακουστικό ήχο στον ηλεκτρικό (στη μέση του set, μάλιστα), εξοργίζοντας το folk ακροατήριο που μέχρι τότε τον ακολουθούσε πιστά: "Ιούδα!", ακούγεται να του φωνάζει έξαλλος κάποιος παριστάμενος και δεν είναι τυχαίο ότι η Cat Power αναπλάθει το σκηνικό και στη δική της ηχογράφηση, που βέβαια είναι ιδωμένη από τη σκοπιά του rock κοινού. Το οποίο, ως γνωστόν, όχι μόνο χαιρέτησε ενθουσιωδώς τη στροφή του Dylan, μα λίγους μήνες μετά, όταν κυκλοφόρησε το περίφημο "Highway 61 Revisited" (που περιείχε εμβληματικά τραγούδια σαν το "Like A Rolling Stone" ή το "Desolation Row", τα οποία είχε παρουσιάσει και στο Μάντσεστερ), τον έχρισε ως ήρωα, εν τέλει και ως τον μέγιστο απ' όσους ηλεκτρικούς τραγουδοποιούς όρισαν τη νεανική κοσμογονία των 1960s.
Γιατί, όμως, όλο αυτό; Πρόκειται για μία ακόμα περίπτωση ρετρομανίας; Για ένα δεκανίκι επιστροφής της Cat Power στην καλπάζουσα επικαιρότητα, σε μια φάση που ίσως δεν έχει κάτι δικό της να πει; Για άλλη μια απόπειρα ζωοδότησης του κουρασμένου –ίσως και παραστρατημένου– rock 'n' roll, μέσω της αναβάπτισής του στους πιο κραταιούς του θρύλους;

Σε άλλη περίπτωση θα δικαιούμασταν να είμαστε πολύ επιφυλακτικοί. Όχι όμως και με την Cat Power. Πρώτα-πρώτα, γιατί μέσα στα χρόνια πέτυχε να μας πείσει ότι, γι' αυτήν, οι διασκευές δεν είναι βολή και ευκολία, μα αναπόσπαστο τμήμα της τέχνης της και της ματιάς της στη μουσική: δεν είναι τυχαίο, ας πούμε, ότι με το άλμπουμ "Covers" του 2022 ανανέωσε την εμπιστοσύνη ακόμα και αποκαρδιωμένων οπαδών. Δεύτερον, τη σχέση της με το ντυλανικό σύμπαν τη διαφήμισε ήδη από το 2000, όταν βρήκε έναν αληθώς προσωπικό τρόπο να πει το "Paths Of Victory". Δείχνοντας ότι υπήρχαν ισχυρές διασυνδέσεις, όχι άμεσα ορατές, που ίσως είχαν να κάνουν με τη δική της πορεία από την αμερικανική περιφέρεια στη Νέα Υόρκη, με τις ατομικές της δυσκολίες επικοινωνίας με το κοινό, με την ανάγκη της να διαφύγει στην ύπαιθρο, λίγο πριν τη δημιουργία του "Moon Pix" (1998).
Άλλωστε η Cat Power δεν μιμείται τον Dylan. Τον κοιτάει στα μάτια, κρατώντας όμως τη θηλυκότητά της, όπως και τους οικείους της μουσικούς τρόπους. Έτσι, τη νιώθεις περισσότερο να μεταπλάθει μια καταλυτική κληρονομιά, παρά να την ανακυκλώνει ή να την περιφέρει αμήχανα. Καλώντας μας, παράλληλα, να ξανακοιτάξουμε τι νοείται ως ρηξικέλευθο και τι σημαίνει "πρόταση" σε μια εποχή όπου το rock έχει αποπροσανατολιστεί και το αποτύπωμά του θαμπώνει, παρά τις βροχές αστεριών στον Τύπο, από συντάκτες απεγνωσμένους ν' ανακαλύψουν καινούριους ήρωες εκεί όπου δεν υπάρχουν. Η Cat Power, ωστόσο, είναι ηρωίδα με αληθινές περγαμηνές. Και, γι' αυτό, ξέρει πόσο λεπτή είναι η τέχνη της μεταμόρφωσης που επιχειρεί.