
Σε μία από τις βασικότερες και πιο αναμενόμενες διοργανώσεις κάθε καλλιτεχνικής περιόδου εξελίσσεται το "Φεστιβάλ της Άνοιξης" που διοργανώνει συστηματικά τα τελευταία χρόνια το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών πριν το Πάσχα. Σε λίγες μόλις μέρες (8-14 Απριλίου) διάσημοι καλλιτέχνες και σύνολα προσφέρουν πολύ ενδιαφέροντα όσο και διαφορετικά προγράμματα μουσικής και χορού, προσελκύοντας μέγα πλήθος.
Το πιάνο είχε την τιμητική του στη φετινή διοργάνωση με εμφανίσεις των Ίγκορ Λέβιτ και Μπρους Λιου, δύο εκ των ικανότερων και πιο προβεβλημένων σολίστ της νέας γενιάς.
Στις 9/4 απολαύσαμε το ρεσιτάλ του εβραϊκής καταγωγής Ρωσογερμανού πιανίστα Ίγκορ Λέβιτ, την πρώτη του σολιστική εμφάνιση στην Ελλάδα και το Μέγαρο, στο βαθμό που αυτή, αρχικά προγραμματισμένη το 2013, στο πλαίσιο του γνωστού κύκλου "Rising Stars", είχε ακυρωθεί λόγω ασθενείας (δεν λογίζεται ως τέτοια η συμμετοχή και βράβευσή του στο διεθνή διαγωνισμό Grand Prix "Μαρία Κάλλας" για πιάνο το 2004). Ο Λέβιτ αναδείχθηκε έκτοτε σε έναν από τους αστέρες του σύγχρονου πιάνου (ειδικά στο γερμανόφωνο χώρο), που εντυπωσιάζει με τα αρκετά πρωτότυπα και άκρως απαιτητικά προγράμματά του. Ένα τέτοιο παρουσίασε στην "Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης", που δεν ήταν απόλυτα γεμάτη, λόγω της προκηρυγμένης για εκείνη την ημέρα γενικής απεργίας!
Στο πρώτο μέρος της βραδιάς ακούσθηκαν η "Χρωματική φαντασία και φούγκα" (BWV 903) του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ και οι "Τέσσερις Μπαλάντες" έργο 10 του Μπραμς. Με σχετικά σβέλτες ταχύτητες και πλήρη συναίσθηση του ύφους και της αισθητικής της μουσικής του γερμανικού μπαρόκ, ο Λέβιτ χάρισε στο -γραμμένο για πληκτροφόρο- έργο του Γ.Σ. Μπαχ μια ερμηνεία με ισορροπημένες δόσεις δεξιοτεχνίας και εκφραστικότητας. Η άρθρωσή του ήταν άλλοτε ανάλαφρη σαν να έπαιζε σε τσέμπαλο (πχ. στα γρήγορα αρπέζ του εναρκτήριου μέρους της Φαντασίας) άλλοτε πιο μεγαλόπρεπη, εκμεταλλευόμενη τις ηχοχρωματικές δυνατότητες ενός σύγχρονου πιάνου (στη Φούγκα), η ανάδειξη της αντιστικτικής εξέλιξης υποδειγματική. Η αυτοσχεδιαστική διάσταση της Φαντασίας φωτίσθηκε εξίσου με την πολυφωνική γραφή της χρωματικής Φούγκας.
Ο ίδιος συνδυασμός στέρεης τεχνικής και έκφρασης απέδωσε καρπούς και στη νεανική σύνθεση του Μπραμς, ο λυρισμός και το ευγενές συναίσθημα της οποίας φωτίσθηκαν με μεγάλη καθαρότητα, χωρίς ρομαντικούς υπερθεματισμούς. Εντυπωσίασαν εδώ η ποιότητα ήχου του 38χρονου σολίστ, η πλαστικότητα διάπλασης της μελωδικής γραμμής, ο σεβασμός των αγωγικών ενδείξεων και η αφηγηματική ρευστότητα ενός sostenuto παιξίματος, αρετές που ανέδειξαν επιτυχημένα τις διαφορετικές διαθέσεις των εν γένει σκοτεινών κλιμάτων κομματιών.
Το ρεσιτάλ ολοκληρώθηκε με έναν πραγματικό άθλο, την ερμηνεία της μεταγραφής για πιάνο από τον Λιστ της 3ης Συμφωνίας του Μπετόβεν. Ελάχιστοι είναι οι σολίστ που παίζουν τις πιανιστικές μεταγραφές του συνόλου του μπετοβενικού συμφωνικού corpus από τον Λιστ, με διαπρεπέστερο όλων των Συπριέν Κατσαρή.
Κάθε αναμέτρηση με αυτές προϋποθέτει όχι μόνο ικανότητα απόδοσης της εμπνευσμένης, συμφωνικής γραφής του Μπετόβεν, αλλά και λαμπερή δεξιοτεχνία, ώστε να δικαιώνονται οι ιδιαίτερες, πολύπλοκες και συχνά ευρηματικές παρεμβάσεις του Λιστ, ενός από τους σπουδαιότερους βιρτουόζους του πιάνου όλων των εποχών.
Εστιάζοντας στο τόσο κρίσιμο στον Μπετόβεν ρυθμικό στοιχείο, ο Λέβιτ δικαίωσε την επαναστατική ορμή της μουσικής (ιδίως στα τρία γρήγορα μέρη της "Ηρωικής" Συμφωνίας), ενώ απέδωσε με ευγένεια και στοχαστικότητα το περίφημο πένθιμο εμβατήριο του δεύτερου μέρους. Πολύ γρήγορα τέμπι, μυώδης, αν και ενίοτε ξηρός ήχος, καθαρή αν και ενίοτε ομιχλώδης (ιδίως στις παραλλαγές του φινάλε) φραστική, ίσως και λόγω μιας κάποιας κατάχρησης του πεντάλ, άρτια ανάδειξη του συντακτικού υπηρέτησαν μία συναρπαστική εκτέλεση, που δικαίωσε επί 50 περίπου λεπτά τόσο το πνεύμα του μπετοβενικού πρωτοτύπου όσο και το γράμμα της υπερβατικών δεξιοτεχνικών απαιτήσεων μεταγραφής.

Αποκλειστικά αφιερωμένο στις …μεταγραφές, αυτή τη φορά για ορχήστρα δωματίου, ήταν το πρόγραμμα της επόμενης συναυλίας, που έδωσε τρεις μέρες αργότερα (12/4), ενώπιον πλήθους φιλόμουσων, το σύνολο 23 εγχόρδων "Amsterdam Sinfonietta" (12/4). Τα φώτα τράβηξε και εδώ η παρουσία ως σολίστ ενός πιανίστα, του κινεζικής καταγωγής Καναδού Μπρους (Χσιάογιου) Λιου, τελευταίου (2021) νικητή του περίφημου διαγωνισμού πιάνου "Σοπέν" της Βαρσοβίας.
Με δύο συνθέσεις για πιάνο και ορχήστρα του Σοπέν άνοιξε και έκλεισε τη βραδιά ο Λιου. Καθώς το ορχηστρικό μέρος δεν αποτελεί, ως γνωστόν, το δυνατό τους σημείο, η απουσία πνευστών και κρουστών δεν στοίχισε ιδιαίτερα στις μεταγραφές τόσο του "Αντάντε σπιανάτο και μεγάλης λαμπερής Πολωνέζας" από τον Ολλανδό Βάιναντ φαν Κλάφερεν όσο και του "Κοντσέρτου για πιάνο αρ. 2" από τον συμπατριώτη του Πρίμο Ις-Χούρβιτς.
Από πλευράς πιάνου αυτό που κυριάρχησε ήταν το εξαιρετικά απαλό σαν χάδι, σχεδόν "θηλυκό" τουσέ του 27χρονου Λιου, που οριοθέτησε, από κοινού με τις συγκεκριμένες μεταγραφές και την προσεγμένη, αλλά όχι διακοσμητική ορχηστρική συνοδεία, ερμηνείες χαμηλόφωνες και ενίοτε "νωχελικού" βηματισμού, σχεδόν …"ροκοκό" ποιοτήτων και αισθητικής!
Στο πρώτο έργο, η 5λεπτη αιθέρια πιανιστική εισαγωγή του "Αντάντε σπιανάτο" αποδόθηκε σαν τρυφερή εκμυστήρευση με δεκάδες αποχρώσεις, που τόνισαν την μπελκαντίστικη μελωδική γραφή, ενώ στη "μεγάλη λαμπερή Πολωνέζα" εντυπωσίασαν η πεντακάθαρη άρθρωση, η σκανδαλιστική δακτυλική ευχέρεια, ο κρυστάλλινος ήχος και η απερίφραστα ρομαντική ευαισθησία.
Αντίστοιχες ποιότητες "μουσικής δωματίου" έγιναν ακόμη εντονότερα αισθητές στο 2ο Κοντσέρτο για πιάνο: χωρίς να υπολείπεται σε (δεξιο)τεχνική πληρότητα, η άκρως ποιητική, υπέρκομψη προσέγγιση αξιοποίησε κυρίως μία πρωτοφανή πλαστικότητα φραστικής και έναν ευφάνταστο χειρισμό ταχυτήτων και δυναμικών. Αν το ενδιάμεσο larghetto απογειώθηκε από το καντάμπιλε του παιξίματος, στα ακραία γρήγορα μέρη ο μεγάλης πτητικότητας και εκλεπτύνσεων ήχος εντυπωσίασε περισσότερο από το -αριστοτεχνικά εύπλαστο- ρυθμικό στοιχείο, ανατρέποντας κάπως την περίτεχνα ισορροπημένη συνύπαρξη αμιγώς λυρικών παραγράφων και περισσότερο δραματικών διατυπώσεων.
Εκτός προγράμματος, ο Λιου προσέφερε -με πλήθος εκλεπτύνσεων!- το κομμάτι "Les Sauvages" ("Οι Άγριοι"), από τη συλλογή "Nouvelles suites de Pièces de Clavecin" ("Νέες σουίτες κομματιών για τσέμπαλο") του Ραμώ, που οι φίλοι του γαλλικού μπαρόκ γνωρίζουν από τη φωνητική του μεταγραφή και συμπερίληψη στην όπερα-μπαλέτο του ιδίου "Les Indes galantes".
Η ποιότητα, η σβελτάδα και ο συντονισμός των εγχόρδων της "Amsterdam Sinfonietta", υπό τη θαυμάσια καθοδήγηση της καταξιωμένης Βρετανίδας διευθύντριας και εξάρχουσας Κάντιντα Τόμσον, επιβεβαιώθηκαν ευχερέστερα στις δύο εμβόλιμα παιγμένες συνθέσεις. Με τη δέουσα υποβλητικότητα αποδόθηκε η ολιγόλεπτη "Άρια για έγχορδα" του πολωνοεβραϊκής καταγωγής Σοβιετικού συνθέτη Μοϊσέι (Μιεστσυσουάβ) Βάινμπεργκ.
Το εκτενές σεξτέτο για έγχορδα "Αναμνήσεις από τη Φλωρεντία" του Τσαϊκόφσκι ήχησε, πάλι, εύλογα, περισσότερο "συμφωνικό" στην προσφερθείσα -άγνωστης πατρότητας- εκδοχή για ορχήστρα εγχόρδων. Μια εκδοχή απόλυτα υποστηρίξιμη, στο βαθμό που το συγκεκριμένο έργο βρίσκεται στο μεταίχμιο μουσικής δωματίου και συμφωνικής μουσικής. Η "μεγέθυνση" του ήχου των -εξαιρετικά μαλακών και εστιασμένων- εγχόρδων δεν ήρε την ευγένεια προσέγγισης της απερίφραστα μελωδικής παρτιτούρας και του ρομαντικού της συναισθήματος. Ακριβής και σε βάθος λεπτομέρειας (με έξοχα σόλι από το α’ βιολί και τη βιόλα), η εκτέλεση κέρδισε πολύ από το κινητικό παίξιμο, τη μουσικότητα και την αίσθηση διαλόγου των Ολλανδών μουσικών, παρότι πρόβαλε ίσως εξαιρετικά φωτεινή, με αμβλυμένες δηλ. τις κατά τόπους νησίδες σκότους/μελαγχολίας, που είναι σταθερά κομβικές για την ανάδειξη της μουσικής δραματουργίας του Τσαϊκόφσκι.
Μια πολύ όμορφη συναυλία που σκιάσθηκε μόνο από τις επαναλαμβανόμενες κακές συνήθειες μέρους του ακροατηρίου, δηλ. άκαιρα χειροκροτήματα και κουδουνίσματα μη απενεργοποιημένων κινητών τηλεφώνων…

Το Φεστιβάλ είχε ξεκινήσει στις 8/4 με ένα ρεσιτάλ της πολυαγαπημένης μεσοφώνου Τζόυς ΝτιΝτονάτο. Αντίθετα από τις προηγούμενες ελληνικές εμφανίσεις της στην Εθνική Λυρική Σκηνή και στο Μέγαρο Μουσικής, που είχαν δοθεί (υπό τη συνοδεία του συνόλου οργάνων εποχής "Il Pomo d’Oro") με αφορμή δισκογραφικά projects, η Αμερικανίδα ντίβα πρότεινε εν προκειμένω, συνοδευόμενη από τον συμπατριώτη της πιανίστα Κραιγκ Τέρρυ, ένα θεματικό ρεσιτάλ με τίτλο "Τραγούδια του έρωτα μέσα από τα μάτια μιας γυναίκας".
Απαρτιζόμενο από τρεις ελάχιστα γνωστούς κύκλους τραγουδιών (σε στίχους ανδρών ποιητών!) και μία διάσημη καντάτα του κλασικισμού που εστίαζαν στον έρωτα μέσα από τη ματιά των γυναικών, το πρόγραμμα υπήρξε σαφώς ετερόκλητο και σε κάθε περίπτωση λίαν χαμηλόφωνο και εσωστρεφές.
Τραγουδώντας σε τέσσερις γλώσσες (γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά και αγγλικά), με μια φωνή εξαιρετικά ομοιογενή και ελεγχόμενη σε όλη την έκταση αλλά και με μεγάλη παλέτα αποχρώσεων, η ΝτιΝτονάτο κατάφερε να μεταδώσει με ακρίβεια και νηφάλιο συναίσθημα τα διαφορετικού περιεχομένου και μουσικής γραφής τραγούδια υπό την προσεκτική και ευέλικτη πιανιστική συνοδεία του Τέρρυ.
Η ευαισθησία της και η λεπταίσθητη νοηματοδότηση της γαλλικής προσωδίας δικαίωσαν τον αισθησιασμό των "Τριών τραγουδιών της Βιλιτούς" που ο Ντεμπυσσύ μελοποίησε από την ομώνυμη συλλογή του Πιερ Λουίς, μιας από τις πιο ιδιάζουσες προσωπικότητες του γαλλικού συμβολισμού. Λιγότερο ενδιαφέροντα από μουσικής πλευράς πρόβαλαν τα "Πέντε τραγούδια" της Άλμας Μάλερ, η οποία μελοποίησε με ευαισθησία ερωτικούς στίχους διαφόρων Γερμανών ποιητών του ύστερου ρομαντισμού.
Σε σαφές τονικό πλαίσιο κινήθηκε και ο εκτενής κύκλος τραγουδιών "Καμίγ Κλωντέλ – Στη φωτιά" του σύγχρονου Αμερικανού σύνθετη Τζέικ Χέγκι, που κάλυψε ολόκληρο το δεύτερο μέρος της βραδιάς. Ο Χέγκι (συνθέτης και της όπερας "Dead Man Walking", μίας από τις μεγαλύτερες πρόσφατες επιτυχίες της ΝτιΝτονάτο) βασίσθηκε σε ποιήματα του Τζιν Σηρ, που, αντλώντας έμπνευση από τα γλυπτά και τις επιστολές της παθιασμένης δημιουργού, αφηγούνται την τραγική ιστορία της που οδήγησε στον εγκλεισμό και το θάνατό της σε ψυχιατρικό άσυλο. Γραμμένος αρχικά για φωνή με συνοδεία κουαρτέτου εγχόρδων αλλά και μεταγραμμένος για ορχήστρα, η πιανιστική εκδοχή του ήχησε μάλλον κάπως μονότονη, αλλά επέτρεψε να εκδιπλωθεί με μεγάλη άνεση η αφηγηματική δεινότητα της μονωδού.
Ενδιάμεσα, η ΝτιΝτονάτο υπενθύμισε την τεράστια οπερατική της εμπειρία, ερμηνεύοντας με σπάνια θεατρικότητα την καντάτα του Χάυντν "Η Αριάδνη στη Νάξο". Η απόδοση με πρωτοφανή γλαφυρότητα (τι αποχρώσεις στα ρετσιτατίβι και στα φωνητικά μέρη!) του συναισθηματικά φορτισμένου κόσμου και των αλλαγών διαθέσεων, που οριοθετούν το μονόλογο της πριγκήπισσας της Κρήτης, καθήλωσε το αθηναϊκό κοινό, συνιστώντας την κορυφαία στιγμή του ρεσιτάλ!
Έχοντας ίσως επίγνωση ότι το εκλεκτικιστικό αυτό πρόγραμμα πρόβαλε ενίοτε κάπως εξεζητημένο, η 56χρονη μεσόφωνος χάρισε τρία εξαιρετικά δημοφιλή όσο και διαφορετικά ανκόρ, την "Χαμπανέρα" από την "Κάρμεν" του Μπιζέ, την άρια του Κερουμπίνο από την Β’ πράξη των μοτσάρτιων "Γάμων του Φίγκαρο" και το τραγούδι "Ι love a piano" του Ίρβινγκ Μπέρλιν.
Λεζάντα πρώτης φωτογραφίας: Ο Ρωσογερμανός πιανίστας Ίγκορ Λέβιτ κατά τη διάρκεια του ρεσιτάλ του στην "Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης" του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών (9/4) στο πλαίσιο του φετινού "Φεστιβάλ της Άνοιξης" © Χάρης Ακριβιάδης