
Με τον ρυθμό που τρέχουν οι ζωές μας στον μέχρι στιγμής 21ο αιώνα, τραβολογούμενες σε διαρκή αναπροσαρμογή της καθημερινότητας στις καλπάζουσες τεχνολογικές εξελίξεις, ενδεχομένως δικαιολογείται που θεωρούμε "πρωτόγνωρους" τους προβληματισμούς μας για ένα μέλλον το οποίο δείχνει να καταφτάνει και γοργά, μα και μπερδεμένα.
Αλλά, εάν πάρουμε μια ανάσα, αν απελευθερώσουμε την αντίληψή μας από το ρολερκόστερ του επείγοντος τώρα, θα συνειδητοποιήσουμε ότι οι στοχασμοί πάνω στο δίπολο "φυσικός" και "τεχνητός" είναι κοντά μας εδώ και κάμποσο καιρό. Ή, ίσως, ότι δεν είναι η πρώτη φορά που κάποιος θίγει το πόσο ασφυκτικές διαστάσεις μπορεί να λάβει η ιδιώτευση. Ακόμα κι αν δεν γνώρισε ποτέ τα αστικά μας διαμερίσματα, την ολοένα και αυξανόμενη απορρόφησή από ψηφιακά "παράθυρα" και από ατέρμονες συζητήσεις σε δίκτυα μιας ιντερνετικής "κοινωνικοποίησης", την επίκαιρη αγωνία για την έλευση της Τεχνητής Νοημοσύνης ή τους προβληματισμούς του Μισέλ Ουελμπέκ για το τι οικοδομήσαμε, τελικά, ως νεωτερικότητα και ως Δυτικό τρόπο ζωής.

Κάπου ανάμεσα σε όλα αυτά, λοιπόν, αρθρώνεται η "Πτώση Του Οίκου Των Κοινών" ή, ορθότερα, "The Fall Of The House Of Commons" (μιας και το κείμενο είναι γραμμένο στ' αγγλικά): μια όπερα δωματίου σε μουσική Ορέστη Παπαϊωάννου και σε σύλληψη/δραματουργία Αλέκου Λούντζη –συνυπογράφει και το λιμπρέτο, μαζί με τον Ορφέα Απέργη– που ξεκίνησε την πορεία της στη Γερμανία (2022), πρωτοανέβηκε στην Ελλάδα στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου (2023) κι επέστρεψε τώρα στην Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, για ένα νέο ραντεβού με το κοινό.
Το "όπερα δωματίου", εντωμεταξύ, διαθέτει κυριολεκτική διάσταση, αφού το έργο λαμβάνει χώρα σε ένα μελλοντικό δωμάτιο, το οποίο αντικρίζουμε στημένο σε γωνία 45 μοιρών (όπως κοιτάει τη σκηνή ο θεατής). Εκεί ζει Αυτός και Αυτή, ένα ζευγάρι κάποτε ευτυχισμένο και εξωστρεφές, με καλλιτεχνικές ανησυχίες, που πλέον συνθλίβεται από τον άνετο και ανέφελο βίο του, τον οποίον συντηρεί η προηγμένη Τεχνητή Νοημοσύνη Έρικα_7, προσφέροντάς του πλήρη αυτάρκεια. Μπροστά, λοιπόν, στην αδιέξοδη κατάθλιψη της Αυτής, επιστρατεύεται η Δανάη, μια παλιά φίλη από τις προ ιδιώτευσης ημέρες του ζεύγους, η οποία εξακολουθεί να κινείται στον "έξω κόσμο".

Ο τίτλος "The Fall Of The House Of Commons" αποκαλύπτει την πολυπρισματική ματιά των Παπαϊωάννου & Λούντζη, αφού δεν αρκείται σε ένα ευφυές παιχνίδισμα με το όνομα της βρετανικής Βουλής ("The House of Commons"), με τα κατ' εμάς "κοινά" ή με την έννοια του "κοινού", μέσου ανθρώπου, αλλά κάνει και μια ευθεία αναφορά στο περίφημο διήγημα του Έντγκαρ Άλλαν Πόε "Η Πτώση του Οίκου των Άσερ" (1840). Μάλιστα, σημαντικό μέρος της γοητείας του έργου τους πηγάζει από τη γεφύρωση των "γοτθικών" ανησυχιών του Πόε με τις δικές μας έγνοιες για ένα μέλλον ποικιλόμορφης συνύπαρξης με την επελαύνουσα AI –όπου το μοδάτο ChatGTP θα λογίζεται σαν ρομποτική "Εποχή των Παγετώνων".
Πριν τα σκεφτεί κανείς όλα τούτα, πάντως, έχει πρώτα σαγηνευτεί από την εικόνα. Τα έξυπνα σκηνικά του Γιάννη Κατρανίτσα αποπνέουν τον ζητούμενο φουτουρισμό, ενώ χάρη στην πνοή της σκηνοθεσίας του Αλέξανδρου Ευκλείδη το δωμάτιο δίνει άμεσα την εντύπωση ενός αστικού κλουβιού με συρρικνωμένους χώρους, θυμίζοντας μοντέλα που ανθούν σε τόπους της ανατολικής Ασίας μαστιζόμενους από υπερπληθυσμό. Αν και διατηρείται μια χωριστή κρεβατοκάμαρα (την οποία δεν βλέπουμε), σαλόνι και γραφείο έχουν πλήρως συμπτυχθεί και η έννοια της κουζίνας απουσιάζει, αφού μια ευμεγέθης οθόνη διεπαφής αναλαμβάνει την επικοινωνία με τη βοηθό-ρομπότ, η οποία υλοποιεί κάθε επιθυμία, με τρόπο που θυμίζει τον αντιγραφέα φαγητών και ποτών από το "Σταρ Τρεκ". Ένα πίσω μέρος, εντωμεταξύ, χρησιμεύει ως δώμα ελέγχου της Έρικα_7, η οποία δεν κινείται ανάμεσα στους ανθρώπους, αλλά βρίσκεται μονίμως εκεί, τοποθετημένη στην υποδοχή φόρτισής της, στην οποία μπορεί μονάχα να περιστρέφεται.

Σ' αυτόν τον πίσω χώρο παρατάχθηκε και η μικρή, εξαμελής ορχήστρα (κλαρινέτο & σαξόφωνο, τρομπέτα, τρομπόνι, κοντραμπάσο, κρουστά και synths), η οποία, σε διεύθυνση Μιχάλη Παπαπέτρου, απέδωσε με αξιώσεις τη μουσική που οραματίστηκε ο Παπαϊωάννου για το έργο: μια τζαζ με στέρεες μνήμες στο "χρυσό", αμερικάνικης κοπής παρελθόν –φανερές, λ.χ., σε κάποιες γραμμές των πνευστών– που όμως ήταν ικανή και για πιο ευρωπαϊκής αισθητικής λοξοδρομήσεις στο τερέν του αυτοσχεδιασμού και του προωθημένου λόγιου πειραματισμού, αλλά και για εντυπωσιακές αναδιπλώσεις στηριγμένες σε οικείες αναμνήσεις με σαφώς "λαϊκή" δυναμική. Είτε μιλάμε για το "My Way" του Frank Sinatra και το δικό μας "Ήταν Ένα Μικρό Καράβι", είτε για μια απροσδιόριστη εσάνς από το "The Windmills Of Your Mind", που έδειχνε να παρεισφρύει σε ορισμένες δραματικές απολήξεις.

Κάπου εδώ, φυσικά, θα πρέπει να σχολιάσουμε και τη διανομή, όπου σημειώθηκαν θαυμάσιες επιδόσεις, σχεδόν σε κάθε περίπτωση. Ο Γιώργος Ιατρού (Αυτός) στάθηκε στεντόρειος κι εντυπωσιακός για ακόμα μία φορά, αποδίδοντας πειστικά έναν εγκιβωτισμένο εγωισμό που πλέον φάνταζε πιο "τεχνητός" από την Έρικα_7, αφού αδυνατούσε να λειτουργήσει δίχως αλκοόλ και ναρκωτικά. Από την άλλη, η Χρύσα Μαλιαμάνη, που επίσης τραγούδησε εκπληκτικά, φιλοτέχνησε μια Τεχνητή Νοημοσύνη με αψιά προσωπικότητα, η οποία δεν ήταν μια απλή βοηθός, μα και η αληθινή "ζώσα" μνήμη του οίκου. Με αποτέλεσμα, ανά σημεία, να φαντάζει πιο ανθρώπινη κι από τους ανθρώπους, λες και αποτελούσε, λ.χ., "προγιαγιά" των συνθετικών ανθρωποειδών της Tyrell Corporation του Blade Runner σύμπαντος.

Η Μιράντα Μακρυνιώτη, πάλι, έπαιξε ωραία με το δάνειο του "διπλού" από τον Πόε –δεν ήσουν πάντα σίγουρος, δηλαδή, αν ήταν η Δανάη ή μια εκδοχή της Αυτής, που βαθμιαία την αντικαθιστούσε– έδειξε άνεση με τους τονισμούς της γαλλικής γλώσσας κι απέδωσε τις άριές της με δυναμισμό, μα και με μπρίο. Επιπλέον, κατέφτασε ενώπιόν μας μ' έναν τρόπο που έδειχνε να ξανακλείνει το μάτι στο μεγάλο λογοτεχνικό παρελθόν της εποχής του Πόε, αυτή τη φορά στη Σαρλότ Μπροντέ και στην Τζέιν Έιρ της (1847). Ο μόνος που δεν μου άρεσε ήταν ο Αλέξιος Ζερβάνος, ο οποίος εφόρμησε ξαφνικά στη σκηνή ως Συζητητής. Δεν μπόρεσα να κατανοήσω γιατί χρειαζόταν μια τέτοια παρουσία, ενώ του ανατέθηκε μια υπερβολικά φασαριόζικη προσέγγιση, που θεωρώ ότι τσαλάκωσε δίχως λόγο το κλίμα της παράστασης.
Ωστόσο, αν και τα επιτεύγματα των σκηνικών, των ερμηνειών και της μουσικής αναδεικνύονται σε ουσιώδεις ψηφίδες για τη μοντέρνα οπερατική υπόσταση του "The Fall Of The House Of Commons" (αλλά και για την επιτυχία του), είναι και πάλι στις διασυνδέσεις και στα βαθύτερα νοήματα όπου επιστρέφεις. Προκειμένου να κυκλώσεις τη συζήτηση και να αιτιολογήσεις πλήρως την ικανοποίησή σου από το θέαμα, η οποία δεν ήταν μόνο οπτικοακουστική, αλλά και υπαρξιακή.

Επιστρέφεις, δηλαδή, στις Πόε αντανακλάσεις ακριβώς γιατί φωτίζουν τη βαθμιαία απόσυρση των δικών μας καιρών σε οριοθετημένα διαμερίσματα-οχυρά (είτε εκούσια, είτε υποχρεωτικά, όπως π.χ. επί covid), προοικονομώντας ένα ακόμα πιο κλειστοφοβικό μέλλον επιδερμικής αυτάρκειας και ξενοιασιάς. Μπορείς να έχεις τα πάντα, αλλά να μην είναι αρκετό; Τι απαντάμε, αλήθεια, σε κάτι τέτοιο, τώρα που ακόμα και μικροψώνια παραδίδονται στην πόρτα μας κι έχουμε την επιλογή (στις σχετικές πλατφόρμες) για "ανέπαφη παράδοση", άρα ούτε καν για μια περιορισμένη διάδραση με τον άνθρωπο που θα μας τα φέρει; Είναι, τελικά, η ανία η μοναδική μας ασπίδα απέναντι στην τραγωδία; Ισχύει; Θα το γιγαντώσει αυτό ο αναπόφευκτος ερχομός της Τεχνητής Νοημοσύνης;
Δεν γίνεται ν' απαντήσουμε. Όχι ακόμα. Το μόνο σίγουρο, εδώ όπου στεκόμαστε, είναι ότι ο άξονας άνθρωπος/μηχανή και κι εκείνο το δίπολο φυσικό/τεχνητό, στο οποίο αναφερθήκαμε και στο ξεκίνημα, θα συνεχίσουν να μας απασχολούν –τόσο με παλιούς, όσο και με καινούριους τρόπους. Και ότι, πάνω σε τούτα τα θεμέλια, δύο (τρεις με τον Απέργη) άνθρωποι από την Ελλάδα κατόρθωσαν κι έχτισαν μια σύγχρονη όπερα αξιώσεων.