
Ένα έγκυρο δείγμα της ακμαίας λυρικής ζωής της Βουδαπέστης επέτρεψε να απολαύσουμε ένα ολιγοήμερο ταξίδι μας στη -μεταμορφωμένη προς το καλύτερο, ταχύτατα εκσυγχρονιζόμενη- ουγγρική πρωτεύουσα τον Μάρτιο, 9 χρόνια μετά το προηγούμενο.
Οι δύο σκηνές της Κρατικής Όπερας, ένα θέατρο αποκλειστικά προορισμένο για οπερέτα και μια πληθώρα αιθουσών -παραδοσιακών και υπερσύγχρονων- για συμφωνικές και όχι μόνο συναυλίες υπηρετούν μια εξαιρετικά πλούσια μουσική ζωή, αντιστρόφως ανάλογη του πληθυσμού της πόλης αλλά απολύτως αντάξια του ιστορικού παρελθόντος της! Όλα τα είδη της μουσικής, από την μπαρόκ μέχρι την σύγχρονη, παρουσιάζονται εδώ με συνέπεια, μέσα από ένα πρωτόγνωρο πλούτο προγραμμάτων από εκλεκτούς, εγχώριους και μετακεκλημένους, καλλιτέχνες.
Στις 21/3 η παρακολούθηση στην περίφημη Κρατική Όπερα, ένα νεο-αναγεννησιακού ρυθμού στολίδι επί της αριστοκρατικής λεωφόρου Άντρασσυ (που χτίσθηκε το 1884 και αποτελεί μικρό αντίγραφο αυτής της Βιέννης) της νέας παραγωγής του "Μπανκ Μπαν" ("Ηγεμόνας Μπανκ") του Έρκελ επιβεβαίωσε την πολύ μεγάλη μουσική αξία ενός έργου, που επέχει θέση "εθνικού μελοδράματος" στην Ουγγαρία. Αντίστοιχο status με αυτό "εθνικοσχολικών" συνθετών, όπως ο Γκλίνκα στη Ρωσία, ο Σμέτανα στην Τσεχία ή ο Μονιούσκο στην Πολωνία, απολαμβάνει εδώ και ο Έρκελ.
Το λιμπρέτο του Έγκρεσσυ συνδυάζει αληθινά ιστορικά γεγονότα (τη δολοφονία στις αρχές του 13ου αιώνα -επί δυναστείας Άρπαντ- της βασίλισσας Γερτρούδης) με φανταστικές προσωπικές ιστορίες, που εστιάζουν στην προδοσία του πρωταγωνιστή και του ουγγρικού έθνους. Εν τη απουσία λόγω πολέμου του βασιλιά Έντρε Β’ και του αξιωματούχου του -και πρωταγωνιστή- ηγεμόνα ["βάνου"] Μπανκ, η γερμανικής καταγωγής βασίλισσα Γερτρούδη της Μερανίας ασκεί μία διεφθαρμένη, δεσποτική εξουσία προκαλώντας την οργή των Ούγγρων ευγενών. Με αφορμή το βιασμό της γυναίκας του Μελίντας από τον Όττο, αδερφό της βασίλισσας, ο Μπανκ επιστρέφει στη χώρα, σκοτώνει την βασίλισσα, παίρνοντας εκδίκηση και για το ουγγρικό έθνος. Η επιστροφή του βασιλιά φέρνει όμως μεγάλες ανατροπές: λίγο πριν την καταδίκη του σε θάνατο, ο ήρωας συντρίβεται όταν μαθαίνει την -λόγω ενοχών- αυτοκτονία της συζύγου του, που συμπαρέσυρε στο θάνατο και το μικρό τους γιο…
Αν η προηγούμενη -παλιομοδίτικη, συμβατική αλλά απόλυτα καλαίσθητη- παραγωγή του Τσάμπα Κάελ έδινε μιαν ακριβή απεικόνιση του έργου, η καινούργια (2017) του Άττιλα Βιντνυάντσκυ άφησε ανάμεικτες, αλλά λιγότερο ισχυρές εντυπώσεις.
Ο Ούγγρος σκηνοθέτης προσπάθησε αφενός να αναδείξει κάποιες πτυχές του θεατρικού του Κάτονα (1819) που αγνοήθηκαν από τον λιμπρετίστα, γεμίζοντας έτσι υπερβολικά τη σκηνή με πρόσωπα και χαρακτήρες άσχετους με τα επί σκηνής διαδραματιζόμενα, αφετέρου να υπογραμμίσει τις σαιξπηρικές επιρροές του έργου, βάζοντας π.χ. τον Μπανκ να κρατάει ένα κρανίο σαν άλλος Άμλετ ή αναπαριστώντας τον Μπίμπεραχ σαν άλλο Ιάγο! Αυτά όμως δεν επέτρεψαν την εστίαση στην ψυχολογία των χαρακτήρων και τελικά μάλλον έβλαψαν την αφήγηση, η οποία δεν βοηθήθηκε ούτε και από την οπτικοποίηση της παράστασης, και δη τα μάλλον άχρονα κοστούμια της Βικτόριας Νάγκυ (πιο πολύχρωμα για την αυλή των Μερανών της βασίλισσας, πιο παραδοσιακά, σκουρόχρωμα για τους Ούγγρους) αλλά και τον αφαιρετικό, πλην χωρίς σαφές στίγμα σκηνικό χώρο που έστησε ο Ολεξάντρ Μπίλοζουμπ, ένα μείγμα παραδοσιακών/λιτών και πιο μοντέρνων επιλογών.

Παρά την όποια δραματουργική του συμβατικότητα, το μεγαλύτερο ατού του σχετικά σύντομης διάρκειας "Μπανκ Μπαν" αποτελεί σίγουρα η συναρπαστική μουσική του!
Γραμμένο το 1861, σε μια εποχή που η χώρα δεν είχε ακόμη κερδίσει την ανεξαρτησία της, στην παράδοση της ακμαίας τότε grand opéra (με μαγευτικές άριες, υποβλητικά χορωδιακά και μπαλέτο), το έργο αποτελεί ένα ιδιαίτερο υβρίδιο. Αν το πρώτο του μέρος φέρει έντονες επιρροές από το ρομαντικό μπελ-κάντο ενός πρώιμου Βέρντι ή ενός Ντονιτζέττι, το δεύτερο συνδυάζει αυτές ενός Βάγκνερ σε φωνητικό επίπεδο (και ειδικά τα περίφημα του ντουέτα του πρωταγωνιστή με τη γυναίκα του Μελίντα -συνοδεία βιόλας ντ’αμόρε!- και την βασίλισσα Γερτρούδη) με αρκετές παραδοσιακές ρυθμομελωδικές πινελιές (όπως από τους χορούς "βέρμπουνκος" και "τσάρντας"). Τα αυτά απεικονίζονται και στο "μουσικό" χαρακτηρισμό των ηρώων (Μερανών και Ούγγρων), ενώ η χρήση οργάνων όπως το τσίμπελ και τα φλάουτα προσδίδει ένα ιδιαίτερο "εθνικό" χρώμα, που υπενθυμίζει νοσταλγικά την αέναη μοναξιά των Ούγγρων, που (αυτο)χαρακτηρίζονται συχνά ως ένας "ασιατικός λαός" στην Ευρώπη.
Το μουσικό πλούτο του έργου απέδωσαν θαυμάσια η Ορχήστρα και η Χορωδία της Κρατικής Όπερας της Ουγγαρίας υπό τη ρευστή, θεατρική αλλά και υποστηρικτική των μονωδών μουσική διεύθυνση του Άνταμ Τσερ.
Πολύ αξιόλογη υπήρξε και η πολυπληθής διανομή αποκλειστικά Ούγγρων μονωδών, όλων διαφορετικών από αυτούς συμμετείχαν στην παράσταση που είδαμε το 2016. Ακολουθώντας τις σύγχρονες μουσικολογικές έρευνες, η παράσταση παρουσίασε το ενδιαφέρον ότι παρουσίασε μία μεικτή εκδοχή του μουσικού υλικού (από τους Νάντασντυ/Ρέκαϊ) που χρησιμοποίησε τόσο την πρωτότυπη εκδοχή (που ανέθετε τον πρωταγωνιστικό ρόλο σε φωνή τενόρου) όσο και μεταγενέστερες τροποποιήσεις (στις οποίες αξιοποιούνταν φωνή βαρυτόνου). Εν προκειμένω επελέγη για τον Μπανκ φωνή βαρυτόνου (για να αποδίδεται εντελέστερα η ευγένεια και η σοβαρότητα του χαρακτήρα), που πρέπει όμως να διαθέτει και άνεση στην υψηλή φωνητική περιοχή. Ο έμπειρος Μπόλντιζαρ Λάσλο κέρδισε το στοίχημα, σκιαγραφώντας ένα έγκυρο πορτραίτο του Μπανκ, που κορυφώθηκε στην περίφημη πατριωτική άρια "Hazám, hazám" της Β’ πράξης.
Πλάι του, τις σημαντικότερες και δυσκολότερες φωνητικά αναθέσεις είχαν οι δύο συμπρωταγωνίστριες, ιδιαιτέρως δε η Μελίντα της υψιφώνου Έστερ Ζέμλενυ. Με ισορροπημένα ρετζίστρα (αγγελικές ψηλές νότες, σταθερές χαμηλές) αλλά και υποδειγματική κολορατούρα για την δυσκολότατη "σκηνή της τρέλας" (που παρέπεμπε σε αυτές της Οφηλίας από τον "Άμλετ" του Τομά και της Λουτσίας του Ντονιτζέττι) φώτισε συγκινητικά τα διλήμματα της τραγικής γυναίκας του Μπανκ. Τον έτερο πόλο, την αυταρχική βασίλισσα Γερτρούδη, απέδωσε με τεράστιο σκηνικό εκτόπισμα και αιχμηρή φωνητική ένταση, παρά ένα αρκετά ορατό βιμπράτο, η διακεκριμένη μεσόφωνος Ίλντικο Κόμλοσι.
Από τους λοιπούς ρόλους κρατάει κανείς το κύρος του διάσημου βαρύτονου Μίχαϋ Κάλμαντι ως Τίμπορτς, την καλή απόδοση του Trinklied του ηγεμόνα Πέτουρ από τον ομόλογό του Άντρας Κάλντι Κις αλλά και την επιβλητική σκηνική παρουσία του μπασοβαρύτονου Κάρολυ Σεμερέντυ ως βασιλιά Έντρε Β’.
Ανεξαρτήτως του ότι η ουγγρική γλώσσα αποτελεί το μεγαλύτερο εμπόδιο για την ευρύτερη διάδοση του "Μπανκ Μπαν", κανείς φιλόμουσος δεν θα έπρεπε να στερηθεί της χαράς της ζωντανής ακρόασης -έστω και για μια φορά μόνο- ενός τόσο όμορφου έργου!

Δύο μέρες αργότερα (23/3) όλη η πόλη ανέμενε το πολυδιαφημισμένο ρεσιτάλ στην Κρατική Όπερα της διάσημης Ρωσίδας υψιφώνου Άννας Νετρέμπκο και του Αζέρου τενόρου Γιούσιφ Εϋβάζοφ, τους οποίους είχαμε απολαύσει και στην Αθήνα το καλοκαίρι του 2021, ως καλεσμένους της ΕΛΣ, στο Καλλιμάρμαρο.
Η υψηλότατη τιμή των εισιτηρίων αντικατοπτριζόταν ευθέως μέσα στην ιστορική αίθουσα, με τους τακτικούς φιλόμουσους να καταλαμβάνουν τις πιο φθηνές θέσεις σε θεωρεία και εξώστες, ενώ στην κεντρική σκηνή ήταν ορατή η παρουσία πιο εύπορων ακροατών, διπλωματών κλπ.
Η 53χρονη Ρωσίδα ντίβα, το απόλυτο παγκοσμίως οπερατικό αστέρι μέχρι τις αρχές της δεκαετίας, βιώνει και αυτή εσχάτως τις συνέπειες του πολέμου στην Ουκρανία λόγω της επαμφοτερίζουσας στάσης της έναντι του καθεστώτος Πούτιν. Στο βαθμό, όμως, που η Ουγγαρία αποτελεί μια φιλική χώρα προς αυτό και οι δεσμοί της με την ουγγρική όπερα και το ντόπιο κοινό είναι εξαιρετικά ισχυροί, κάτι που αποτυπώθηκε ήδη από τη θερμότατη υποδοχή, η Νετρέμπκο δεν έκρυψε την ευχαρίστησή της, δίνοντας τον καλύτερο της εαυτό!
Το γκαλά δεν διέθετε μόνο γκλάμουρ, μια ανθοστόλιστη σκηνή και την αναμενόμενη εναλλαγή από πανέμορφες και πανάκριβες τουαλέτες, αλλά και πολλή και καλή μουσική! Μονοθεματικά αφιερωμένο στον Πουτσίνι, απέφυγε την πεπατημένη, προσφέροντας μίαν εξαιρετικά επιτυχημένη επιλογή από γνωστές και λιγότερο γνωστές άριες, ντουέτα, ορχηστρικά αποσπάσματα αλλά και ολόκληρες σκηνές από όπερες του κορυφαίου συνθέτη του βερισμού.
Υπό τη σύμπραξη της Ορχήστρας της Κρατικής Όπερας της Ουγγαρίας και του έμπειρου Ιταλού αρχιμουσικού Μικελάντζελο Μάτσα, Νετρέμπκο και Εϋβάζοφ πλαισιώθηκαν από δύο εξαιρετικούς νέους τραγουδιστές, τον ανερχόμενο Γάλλο βαρύτονο Ζερόμ Μπουτιγιέ και τη Νοτιοαφρικανή υψίφωνο Πουμέζα Ματσικίζα.
Η βραδιά ουσιαστικά αρθρώθηκε γύρω από άριες και ντουέτα που ερμήνευσαν οι δύο πρωταγωνιστές κατά τρόπο που πρόδιδε τη μεγάλη σκηνική εμπειρία με τους συγκεκριμένους ρόλους αλλά και την προφανή χημεία μεταξύ τους (καθώς υπήρξαν μέχρι πρόσφατα ζευγάρι και στη ζωή).

Η Νετρέμπκο ξεκίνησε το ρεσιτάλ με την εντυπωσιακή μεγάλη άρια "In questa Reggia" από την "Τουραντότ", συνέχισε με τη δραματική άρια "Sola, perduta, abbandonata" από την "Μανόν Λεσκώ" και ολοκλήρωσε με το διάσημο "Vissi d’arte" από την "Τόσκα". Εμβόλιμα, ο Εϋβάζοφ απέδωσε άριες από την "Τουραντότ", τη "Μανόν Λεσκώ" και την "Τόσκα" (το δημοφιλές "E lucevan le stelle"), ενώ μαζί συνέπραξαν σε ντουέτα από την "Μανόν Λεσκώ" και την "Μαντάμα Μπαττερφλάι" (στην τελευταία περίπτωση σε ρόλους με τους οποίους, αν δεν σφάλλουμε, έχουν αναμετρηθεί σπάνια ή καθόλου στην καριέρα τους!). Σε όλες τις ερμηνείες απόλαυσε κανείς το γεμάτο, αισθησιακό ηχόχρωμα, τη στέρεη τεχνική, την αίσθηση γραμμής και legato της Ρωσίδας υψιφώνου (αλλά και αυτήν την ιδιαίτερη, ανεπαίσθητη υπόνοια οριακής ορθοτονίας στις ψηλές νότες), την ένταση, το ηρωικό μέταλλο και τη φωνητική γενναιοδωρία (παρά τα εμφανή όρια και τη σαφή τραχύτητα στις πιο δραματικές αναθέσεις) του Αζέρου τενόρου, τη θεατρικότητα και τη συναισθηματική φόρτιση του τραγουδιού αμφοτέρων.
Μπουτιγιέ και Ματσικίζα συνέπραξαν ως Μαρτσέλο και Μουζέττα στην -σχεδόν ολόκληρη!- Γ’ πράξη της "Μποέμ", ενώ ερμήνευσαν και από μία άρια, ο πρώτος αυτήν του Φρανκ από την Α’ πράξη του σπάνια παρουσιαζόμενου "Έντγκαρ", η δεύτερη την άρια της Λιου από την Γ’ πράξη της "Τουραντότ", παρέχοντας στο πρωταγωνιστικό ζεύγος τις αναγκαίες ανάπαυλες. Τα λυρικά ηχοχρώματα και η φωνητική τους ευγένεια κατέδειξαν, πάντως, ότι το οπερατικό σύμπαν του Πουτσίνι ίσως δεν είναι το προσφορότερο για να εκτιμηθούν οι αρετές τους.
Τις θετικές εντυπώσεις ενίσχυσε η αφειδώλευτη φροντίδα της συνοδείας που εκμαίευσε ο Μάτσα από την -αρκετά τοποθετημένη όμως στο βάθος της σκηνής- Ορχήστρα της Κρατικής Όπερας, αλλά και η προσεγμένη απόδοση ορχηστρικών αποσπασμάτων από την "Τουραντότ", τη "Μανόν Λεσκώ", κυρίως όμως της συναρπαστικής "La Tregenda" από τη νεανική όπερα "Τα Βίλλι [Ξωτικά]").
Συνολικά, μια θαυμάσια βραδιά που δικαιολόγησε την ενθουσιώδη υποδοχή του ουγγρικού κοινού, το οποίο έφερε επανειλημμένα τους μονωδούς στη σκηνή για να ανταμειφθεί από την μεν Νετρέμπκο με την κοσμαγάπητη άρια της Λαουρέττας "O mio babbino caro" από τον "Τζάννι Σκίκκι", κυρίως δε -ως θριαμβική ολοκλήρωση- με τη μεγάλη άρια του Κάλαφ "Nessun dorma" από την "Τουραντότ", που ερμήνευσε ο Εϋβάζοφ, αφού είχε προηγουμένως λάβει τη σχετική άδεια της ντίβας…
Λεζάντα πρώτης φωτογραφίας: Η εναρκτήρια σκηνή της όπερας "Μπανκ Μπαν" του Έρκελ (Βουδαπέστη, Κρατική Όπερα της Ουγγαρίας: 21/3) στην οποία αναπαρίσταται η παρακμή της αυλής των Μερανών ακολούθων της βασίλισσας Γερτρούδης (Ίλντικο Κόμλοσι, αριστερά) © Attila Nagy