
Σε έξι δεκαετίες δράσης στο πεντάγραμμο, ο Γιώργος Νταλάρας πέτυχε να πάει τη φωνή και τις ανησυχίες του πολύ πιο πέρα από το λαϊκό ρεπερτόριο με το οποίο πρωταγαπήθηκε από το κοινό. Στο διάβα του χρόνου, όμως, ποτέ δεν ξέχασε πως οι καταβολές του βρίσκονταν στο ρεμπέτικο.
Έτσι, ακόμα κι αν επεδίωξε να ξανοιχτεί σε ό,τι λέμε "έντεχνο" ή σε διεθνείς συνεργασίες με τον Al Di Meola, τους Jethro Tull και την Emma Shapplin, συχνά-πυκνά γύριζε προς τα πίσω, ώστε να επαν-εξερευνήσει τις ρίζες: "Κάθε φορά που καταπιάνομαι με αυτό το τραγούδι", σημειώνει στην επίσημη ιστοσελίδα του, "ανακαλύπτω ακόμη άγνωστα πράγματα, στους μουσικούς δρόμους, στις ερμηνείες, στον δυναμισμό και στην ιδιαιτερότητα με την οποία οι στίχοι αποτυπώνουν συναισθήματα και γεγονότα".
Σε μια τέτοια φάση βρίσκεται και τώρα, μάλιστα, αφού από τον Οκτώβριο του 2024 δίνει συναυλίες ανά την Ευρώπη στηριγμένες στην κληρονομιά του Μάρκου Βαμβακάρη, του Βασίλη Τσιτσάνη, του Στράτου Παγιουμτζή και άλλων μεγάλων.
Επόμενοι σταθμοί της "Rembetiko on Tour" περιοδείας είναι η Φρανκφούρτη και η Βιέννη, ενδιάμεσα, όμως, προγραμματίστηκαν και δύο αθηναϊκές βραδιές –Κυριακή 4 & Δευτέρα 5/5, στην αίθουσα "Αλεξάνδρα Τριάντη" του Μεγάρου Μουσικής. Δίπλα στον δημοφιλή ερμηνευτή θα βρεθούν η Ασπασία Στρατηγού και ο Βασίλης Κορακάκης, ενώ προβλέπονται και κάποιοι καλεσμένοι: η Χριστίνα Μαξούρη, η Μαριάνα Κατσιμίχα και τα αδέλφια Μιχάλης & Παντελής Καλογεράκης.

Έστω στην ύστερή του φάση –μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, δηλαδή– όταν ελέω Τσιτσάνη και κοινωνικών αλλαγών μετασχηματιζόταν ταχέως σε ό,τι ξέρουμε πια ως "λαϊκό τραγούδι", το ρεμπέτικο συντροφεύει τον Γιώργο Νταλάρα ήδη από τα παιδικά του χρόνια στην Κοκκινιά.
Δεν πρέπει να λησμονούμε, άλλωστε, ότι είναι γιος του ρεμπέτη Λουκά Νταράλα, ο οποίος έγραψε το φημισμένο "Βουνό" (1954). Και είναι στο πλευρό του πατέρα του όπου έκανε κάποια πρώτα, καθοριστικά βήματα ως επαγγελματίας, όπως συνέβη το 1965, π.χ., όταν τον συντρόφευσε σε τραγούδι και κιθάρα στον "Πικρό Καημό". Οι παλιότεροι θα θυμούνται, βέβαια, ότι επρόκειτο για άγνωστη ηχογράφηση, μέχρι που την παρουσίασε στο ραδιόφωνο η Σοφία Μιχαλίτση (1985). Στις δικές μας ημέρες είναι διαθέσιμη στο YouTube, χάρη στο αρχείο του Θανάση Γιώγλου.
Από την άλλη, οι ίδιες αυτές καταβολές, μαζί, ίσως, με τους καιρούς όπου μεταβαλλόταν πια το νόημα της λαϊκότητας, ώθησαν τον Νταλάρα σε κρίσιμες αποστασιοποιήσεις: "Δεν ακολούθησα τον ρεμπέτικο τρόπο ζωής", λέει στην Αναστασία Κουκά, μην κρύβοντας ότι στον πατέρα του είδε, ταυτόχρονα, κι ένα παράδειγμα προς αποφυγήν.
Από εκεί και πέρα υπάρχουν διάφορες κομβικές στιγμές σε επίπεδο δισκογραφίας και ζωντανών εμφανίσεων, που σφυρηλάτησαν αυτή τη σχέση. Ως πρώιμο σημείο αναφοράς, ας πούμε, μπορούν να θεωρηθούν οι βραδιές του 1974 στο "Θεμέλιο". Οι οποίες ναι μεν απηχούσαν το πολιτικοποιημένο κλίμα της επελαύνουσας Μεταπολίτευσης, όμως χωρούσαν και μερικά ρεμπέτικα στη διάρκειά τους, που άρχισαν τότε να βρίσκουν απήχηση μάλλον απροσδόκητη στις νεαρές ηλικίες που σύχναζαν στις μπουάτ της Πλάκας.

Κάπως έτσι, δεν άργησε να εμφανιστεί και ο διπλός δίσκος 50 Χρόνια Ρεμπέτικο Τραγούδι (1975), που με τις απανωτές του πωλήσεις έγινε σημείο αναφοράς, βοηθώντας κομμάτια σαν τα "Όλοι Οι Ρεμπέτες Του Ντουνιά", "Τι Σου Λέει Η Μάνα Σου" και "Θα Κάνω Ντου Βρε Πονηρή" να επανέλθουν στην επικαιρότητα και να γίνουν κτήμα μιας καινούριας γενιάς. Συμπλήρωμά του ήταν το άλμπουμ Τα Ρεμπέτικα Της Κατοχής (1980), με τραγούδια λιγότερο προβεβλημένα (κάποια, δε, και λογοκριμένα) από τη σκληρή περίοδο της Γερμανικής Κατοχής και του Εμφυλίου Πολέμου, σε επιμέλεια του σπουδαίου ερευνητή Κώστα Χατζηδουλή (1946-2019): π.χ. τον "Σαλταδόρο", τους "Μαυραγορίτες" ή το "Αδερφός Τον Αδερφό".
Κατόπιν σημαντική απήχηση, μα και "ραντεβού" με μία ακόμα φουρνιά ακροατών, κατέγραψαν και οι πέντε συναυλίες του 2001 στο Μέγαρο Μουσικής –με τα δέκα μπουζούκια επί σκηνής– οι οποίες αφιερώθηκαν στον Βασίλη Τσιτσάνη κι (επίσης) εμφανίστηκαν στη δισκογραφία, ως τριπλό CD με τον τίτλο Ό,τι Κι Αν Πω Δεν Σε Ξεχνώ (2003). Ακολούθησε ένα ανάλογο, τριήμερο αφιέρωμα στον Μάρκο Βαμβακάρη, το οποίο έλαβε χώρα στη Σύρο, στο θέατρο "Απόλλων" της Ερμούπολης (2002), με τη συμμετοχή των γιων του Στέλιου και Δομένικου Βαμβακάρη. Και αυτή η ηχογράφηση βρήκε τον δρόμο της δισκογραφίας, γενόμενη διπλό CD, υπό το όνομα Αφιέρωμα Στον Μάρκο Βαμβακάρη (2003). Τα δικαιώματα, μάλιστα, παραχωρήθηκαν στον Δήμο Ερμούπολης, για την ενίσχυση και λειτουργία του θεάτρου "Απόλλων".
Έπειτα, μια συναυλία στη Βιέννη (2005) πυροδότησε την "Inspired by Rembetiko" περιοδεία σε 11 πόλεις της Ευρώπης (2007), η οποία μπορεί να θεωρηθεί πρόγονος των νυν "Rembetiko on Tour" παραστάσεων. Ύστερα, το 2008, το Μέγαρο Μουσικής φιλοξένησε εννέα ρεμπέτικες βραδιές: υπό τον τίτλο "Σαν Τραγούδι Μαγεμένο" είχαν τον διακεκριμένο ερευνητή Παναγιώτη Κουνάδη ως επιμελητή και τον Γιώργο Νταλάρα ως κεντρική τους φιγούρα. Μάλιστα, η εκδήλωση ταξίδεψε και σε άλλες πόλεις της χώρας μας, ενώ επαναλήφθηκε και το 2009, χρονιά κατά την οποία αποτυπώθηκε και στη δισκογραφία, σαν διπλό CD τιτλοφορούμενο Σαν Τραγούδι Μαγεμένο - Αναφορά Στο Ρεμπέτικο.
Τέλος, κατηφορίζοντας πια προς το σήμερα, πρέπει ασφαλώς να σταθούμε στη μεγάλη διεθνή περιοδεία του 2014 "Rembetiko Unplugged" –που αυτή τη φορά υπερέβη την Ευρώπη, καλύπτοντας και τον Καναδά με τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής– αλλά και στο ρεμπέτικο αφιέρωμα του Απριλίου 2022 στο "Christmas Theater".
Ακολούθησε το Αθηνόραμα στο Facebook και το Instagram.