
Προ του μίνι φεστιβάλ "Piano Days" του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, που μόλις έλαβε χώρα (25-26/1), ελάχιστα, αν και μεγάλης ποιότητας, ήταν τα ρεσιτάλ πιάνου που φιλοξενήθηκαν σε αθηναϊκές αίθουσες κατά το πρώτο τρίμηνο της τρέχουσας καλλιτεχνικής περιόδου. Το αποκορύφωμα υπήρξε, αναμφίβολα, το ρεσιτάλ που έδωσε ο διάσημος Ρώσος πιανίστας Αρκάντι Βολόντος στην -παραδόξως, όχι ασφυκτικά γεμάτη!- "Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης" του Μεγάρου Μουσικής (3/12/2024). Το πρόγραμμά του υπήρξε -πλην ανκόρ- πανομοιότυπο αυτού της πρόσφατης ευρωπαϊκής περιοδείας του, η οποία περιελάμβανε το περίφημο Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ (12/8/2024), όπου είχαμε την τύχη να το παρακολουθήσουμε.
Αρθρωμένο γύρω από την αμφιταλάντευση μεταξύ εξωστρέφειας και εσωστρέφειας, το ρεσιτάλ άνοιξε με την απαιτητική 16η Σονάτα για πιάνο του Σούμπερτ, έργο σύνθετης δομής, μορφολογικού πλούτου (ειδικά ως προς τη μετακίνηση από τη μία αρμονία στην άλλη) και έντονων εναλλαγών διαθέσεων, που ανέδειξε ο σολίστ με μεγάλη εκφραστικότητα, αξιοποιώντας άλλοτε εύροες διακυμάνσεις ταχυτήτων και δυναμικών άλλοτε δραματουργικά κομβικές παύσεις. Φωτίζοντας γλαφυρά ήδη από τα πρώτα μέτρα (του moderato) την αιώρηση μεταξύ ελπίδας και αμφιβολίας, ο Βολόντος πέρναγε με σπάνια κομψότητα από τις μεγάλης έντασης δραματικές χειρονομίες στα λεπταίσθητων αποχρώσεων λυρικά ξέφωτα, από το φως των παραλλαγών του andante στη στοχαστικότητα του trio, διασφαλίζοντας την κρίσιμη ρευστότητα αφήγησης. Το καταληκτικό ροντό δόθηκε με σπάνια ρυθμική σβελτάδα και δεξιοτεχνική άνεση, αλλά και με λαμπρό ήχο μεγάλης πληρότητας.
Ακόμη σαφέστερες μεταπτώσεις διαθέσεων είχαν οι "Χοροί των οπαδών του Δαυίδ" του Σούμαν, αυτή η αλληλουχία 18 σύντομων κομματιών χαρακτήρα (ουσιαστικά ένα τεράστιο εύρος χορών), που ακούσθηκε εν συνεχεία. Οι "Οπαδοί του Δαυίδ" υπήρξαν ένας -άτυπος- σύλλογος που ίδρυσαν τα φανταστικά alter ego του συνθέτη, ο εξωστρεφής-παθιασμένος Φλορεστάν και ο εσωστρεφής-ονειροπόλος Ευσέβιος, οι οποίοι "μιλούν" εν προκειμένω με τα μάτια του συναισθήματος και της σκέψης. Ο Βολόντος έδωσε και πάλι μία εξαιρετικά "οργανική" ερμηνεία, αντιμετωπίζοντας το έργο σαν σουίτα, που δικαίωσε -σε μια οπτική φιλικής αντιπαράθεσης- όλη την εμπύρετη ένταση (καταιγιστική χαρά/ζωντάνια) αλλά και τη βαρύθυμη μελαγχολία/νηφάλια στοχαστικότητα, που συνθέτουν την τόσο ιδιαίτερη ποιητική του. Η διανοητική και συναισθηματική κυριαρχία του σολίστ και η ισορροπία με την οποία ανέδειξε την έντονη ρυθμική ενέργεια και τις πιο λυρικές, ποιητικές στιγμές κράτησε αμείωτο το ενδιαφέρον από πλευράς αφήγησης, απομακρύνοντας κάθε υπόνοια έστω φθηνού εντυπωσιασμού.
Η βραδιά ολοκληρώθηκε με την σύντομη 13η Ουγγρική Ραψωδία του Λιστ, στη γνωστή "επεξεργασία/διασκευή" του ίδιου του σολίστ (με έντονο τονισμό των διανθίσεων τόσο του πένθιμου, εναρκτήριου τμήματος όσο και του ακόλουθου, πιο γρήγορου και νευρώδους), που αποδόθηκε με ασύλληπτη δεξιοτεχνία και μουσικότητα. Η επιλογή αυτού του σύντομου κομματιού μπραβούρας υπενθύμισε ότι ο 52χρονος σολίστ, πριν κατακτήσει σταδιακά τη σημερινή ωριμότητα και στωικότητα (που επιβεβαιώθηκε από τον τρόπο που παίζει αλλά και ανταποκρίνεται στις έντονες επευφημίες του κοινού), είχε ξεκινήσει την καριέρα του στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ‘90 ως ένας υπερ-δεξιοτέχνης του πιάνου!
Όλες οι ερμηνείες ήχησαν περισσότερο "ελεύθερες" και αφηγηματικά ευφραδείς σε σχέση με το Σάλτσμπουργκ, ίσως γιατί ο Βολόντος -όπως τόνισε μετά το ρεσιτάλ- ευχαριστήθηκε περισσότερο την ποιότητα του πιάνου "Steinway" αλλά και την ακουστική της μεγάλης αίθουσας του ΜΜΑ. Τούτο ίσχυσε και για τα 3 -…εσωστρεφή!- ανκόρ, που αντιχάρισε στο καταγοητευμένο ακροατήριο, το κομμάτι "Λυπημένο πουλί" ("Pájaro triste") από τη συλλογή "Impresiones íntimas" του πολυαγαπημένου του Μομπόου, τη δημοφιλή 3η "Μουσική στιγμή" του έργου 94 του Σούμπερτ, κυρίως όμως το εκτενές και τόσο ποιητικό "Andantino" από την 20ή Σονάτα του Σούμπερτ…

Σχεδόν ένα μήνα νωρίτερα (6/11/2024), ο πιανίστας Κωνσταντίνος Δεστούνης αναμετρήθηκε, στην "Αίθουσα Άρης Γαρουφαλής" του Ωδείου Αθηνών, με το έτερο ήμισυ των πιανιστικών απάντων του Ραβέλ, την ηχογράφηση των οποίων -στο Μέγαρο Μουσικής- ολοκλήρωνε εκείνο το χρονικό διάστημα. Όπως και στο αρχικό ρεσιτάλ της 30/3/2024, όλα τα έργα του προγράμματος έτυχαν ευσύνοπτων, πλην περιεκτικών εισαγωγών.
Το πρώτο μέρος του προγράμματος περιελάμβανε το "Μενουέτο σε παλιό στυλ", την "Παβάνα για μια νεκρή πριγκήπισσα", τα "Αριστοκρατικά και συναισθηματικά βαλς" και τη "Σονατίνα", ενώ στο δεύτερο ακούσθηκαν η "Γκροτέσκα σερενάτα" και ο περίφημος "Γκασπάρ της νύχτας".
Όλα τα έργα του πρώτου μέρους είχαν αναφορές στο παρελθόν, και δη σε χορούς. Η αίσθηση της γραμμής ήταν ευδιάκριτη τόσο στο "Μενουέτο" (που ήχησε, πάντως, κάπως βαρύ σε σύγχρονο πιάνο) όσο και στην υποβλητική "Παβάνα", που αποδόθηκε με απέριττη ευγένεια και ανεπαίσθητο λικνιστικό βηματισμό. Μεγάλη τεχνική άνεση και ευφράδεια υπηρέτησαν και τα πολύ προχωρημένης αρμονικής γλώσσας "Βαλς" (με τη σαφή αναφορά στο σχετικό κύκλο του Σούμπερτ), που ήχησαν σαν μικρά κομψοτεχνήματα, χωρίς ρομαντικούς υπερθεματισμούς. Γύρω από ένα φίνο μενουέτο αρθρώθηκε και η "Σονατίνα", που παίχθηκε με μεγάλη πλαστικότητα φραστικής και εναλλαγές διαθέσεων, από το κινητικό πρώτο τμήμα μέχρι το δεξιοτεχνικό τελευταίο της.
Στη σύντομη "Γκροτέσκα σερενάτα", το πρώτο έργο που συνέθεσε ο Ραβέλ, έγινε εμφανής η επιρροή της τόσο οικείας σ’αυτόν (και λόγω της βασκικής εκ μητρός καταγωγής του) ισπανικής μουσικής με την λαγαρή, όχι τραχειά ανάδειξη του ρυθμικού στοιχείου.
Το ρεσιτάλ ολοκληρώθηκε με μία εξαίσια ερμηνεία του "Γκασπάρ [Θησαυροφύλακα] της νύχτας", στην οποία ο Δεστούνης αξιοποίησε ένα παίξιμο αυθεντικά ιμπρεσιονιστικό, όθεν λίαν εκφραστικό, και δεδομένων περιγραφικών αρετών, ιδίως για όσους γνωρίζουν και την πηγή έμπνευσής του, τα ποιήματα του Αλοΰσιου Μπερτράν. Στην αρχική "Νεράιδα της νύχτας" ("Ondine") η ευρεία παλέτα αποχρώσεων και διακυμάνσεων δυναμικής και ο κινητικός, κρυστάλλινος ήχος τόνισαν το κρίσιμο εδώ υδάτινο στοιχείο. Στην ενδιάμεση "Κρεμάλα" ("Gibet"), με τους απόηχους καμπάνας, προβλήθηκε ανάγλυφα η αναπόδραστη/μοιραία πορεία προς το τέλος, ενώ η αίσθηση του χρονισμού (ωραία δραματουργική αξιοποίηση στιγμιαίων παύσεων!), η ιδιαίτερη ρυθμική ακρίβεια και η αφηγηματική ευφράδεια απογείωσαν το καταληκτικό "Τερατάκι" ("Skarbo"), φωτίζοντας την αγωνία και τη …δεξιοτεχνία της γραφής!
Συγκεφαλαιωτικά, η ακρόαση επιβεβαίωσε τις αρετές (ακρίβεια, ευαισθησία, νηφαλιότητα συναισθήματος, εύροες ταχύτητες, απουσία καταχρήσεων ρουμπάτο) και την υφολογική πιστότητα της δουλειάς του 33χρονου σολίστ, που είχαν γίνει αισθητές ήδη από το πρώτο ρεσιτάλ, δημιουργώντας μεγάλες προσδοκίες για την επικείμενη δισκογραφική αποτύπωση των ερμηνειών του. Όσοι έχασαν αμφότερα τα ρεσιτάλ έχουν τη δυνατότητα να απολαύσουν τουλάχιστον τη θαυμάσια προσέγγιση του "Γκασπάρ" σε επικείμενη βραδιά μουσικής δωματίου με έργα Ραβέλ στην "Αίθουσα Δημήτρης Μητρόπουλος" του Μεγάρου σε λίγες εβδομάδες (13/2), στην οποία θα συμπράξει ο εκλεκτός πιανίστας.
Λεζάντα πρώτης φωτογραφίας: Στιγμιότυπο από το ρεσιτάλ του Ρώσου πιανίστα Αρκάντι Βολόντος στην "Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης" του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών (3/12/2024) © Χάρης Ακριβιάδης