
Άλλες δύο αθηναϊκές συμφωνικές ορχήστρες έκαναν αισθητή την παρουσία τους κατά το πρώτο δίμηνο της καλλιτεχνικής σαιζόν που διανύουμε, η "Φιλαρμόνια" Ορχήστρα Αθηνών (που γιορτάζει φέτος 8 χρόνια επιτυχημένης λειτουργίας) και η Συμφωνική Ορχήστρα του Δήμου Αθηναίων. Οι πρώτες εμφανίσεις αμφοτέρων τράβηξαν το ενδιαφέρον τόσο για το πέραν της πεπατημένης ρεπερτόριο (το οποίο συνιστά ουσιαστικό λόγο να παρακολουθεί κανείς τη συναυλιακή τους δραστηριότητα) όσο και για τις αξιόλογες επιδόσεις.
Στις 15/10 η Φιλαρμόνια έδωσε, σε μια δυστυχώς μισογεμάτη "Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης", την πρώτη φετινή της συναυλία, που ήταν αφιερωμένη στη μνήμη των πρόσφατα χαμένων μουσικοκριτικού Γιώργου Λεωτσάκου (1935-2024) και βιολιστή Σπύρου Ράντου (1945-2024).
Το πρόγραμμα υπήρξε διεγερτικά ενδιαφέρον αλλά άκρως ετερογενές, όθεν ελάχιστα συνεκτικό, καθώς περιελάμβανε 3 μεσαίων διαστάσεων παρτιτούρες εντελώς διαφορετικής αισθητικής (νεοκλασικισμός – μοντερνισμός- παράδοση) του 20ού αιώνα.
Η βραδιά ξεκίνησε με τη μουσική που συνέθεσε ο Μιγιώ για το χορόδραμα των Σουηδικών Μπαλέτων "Η δημιουργία του κόσμου", έργο αντιπροσωπευτικό των καλλιτεχνικών τάσεων στο Παρίσι της δεκαετίας του 1920, όπου γοήτευαν οι εξωτικοί πολιτισμοί αλλά και η τζαζ μουσική των μαύρων της Αμερικής. Η ώσμωση της τελευταίας στην εμπνευσμένη από την αφρικανική μυθολογία μουσική είναι έντονη, συμβάλλοντας στη ρυθμική, μελωδική και αρμονική ποικιλία του ιδιότυπα μελαγχολικού έργου, το οποίο απέδωσε ατμοσφαιρικά και με επαρκή δόση σουίνγκ το ενισχυμένο με τον πιανίστα Απόστολο Παληό 18μελές ορχηστρικό σύνολο. Εύλογα ξεχώρισαν τα ωραία σόλι των ξύλινων πνευστών, όπως των κλαρινέτων των Κάρρα και Τσάμου, του φαγκότου του Πριόβολου, του σαξόφωνου του Στάθη Μαυρομμάτη, κυρίως όμως του όμποε του Θεοδωρόπουλου.
Στη συνέχεια δόθηκε το πιο αναμενόμενο ίσως έργο της βραδιάς, το "Κοντσέρτο για βιόλα" του Δημήτρη Δραγατάκη, το προτελευταίο κοντσέρτο που αυτός έγραψε το 1991-1992 και το οποίο πρωτοπαρουσιάσθηκε στην ίδια αίθουσα -με Πολωνούς συντελεστές- τον Ιανουάριο του 1993. Το περίπου 20λεπτης διάρκειας έργο (τα τρία μέρη του οποίου παίζονται ουσιαστικά χωρίς διακοπή) διακρίνεται για τη γνωστή σαφήνεια και λιτότητα γραφής (άκρως ενδιαφέρουσα μελωδικά και για την ορχήστρα στο ενδιάμεσο andantino), τη στέρεη δομή αλλά και την κατανόηση των τεχνικών και εκφραστικών δυνατοτήτων του οργάνου - ας μην ξεχνάμε ότι ο Δραγατάκης υπήρξε επί σειρά ετών βιολίστας στην Ορχήστρα της ΕΛΣ.
Παρά τις αφομοιωμένες επιρροές ενός Σοστακόβιτς ή ενός Μπάρτοκ, το κοντσέρτο αποτελεί ένα πολυσυλλεκτικό δείγμα της τελευταίας, ώριμης συνθετικής περιόδου του Ηπειρώτη δημιουργού. Η βιόλα έχει εν προκειμένω ένα λιγότερο ελεγειακό και περισσότερο λυρικό, ραψωδικό θα έλεγε κανείς ρόλο, ενώ εντάσσεται συχνά και αβίαστα στην ορχήστρα. Οι σολιστικές απαιτήσεις εστιάζονται στο μεσαίο μέρος, στο οποίο εντοπίζεται και η σύντομη καντέντσα. Το παίξιμο του σολίστ Αντώνη Μανιά, κορυφαίου βιολίστα του συνόλου, υπήρξε ορθοτονικά ανεπίληπτο, δεξιοτεχνικά και εκφραστικά αρτιότατο, σε συνεχή διάλογο με την ορχήστρα. Ο αρχιμουσικός μερίμνησε για την τόσο κρίσιμη διατήρηση των κατάλληλων ισορροπιών δυναμικής μεταξύ σολίστα και συμφωνικού συνόλου. Αναμφίβολα, ένα έργο που αξίζει να παίζεται συχνότερα και να ηχογραφηθεί.
Η βραδιά ολοκληρώθηκε με την Σουίτα που συνέθεσε για τον "Αρχοντοχωριάτη" του Μολιέρου ο Ρίχαρντ Στράους. Καθώς δύο από τα εννιά της μέρη αντλούν έμπνευση από τη μουσική που είχε συνθέσει για το πρωτότυπο έργο ο Λουλλύ, το έργο αποτελεί ουσιαστικά μια ελεύθερα διαμεσολαβημένη θεώρηση του γαλλικού μπαρόκ του 17ου αιώνα από τον Βαυαρό συνθέτη. Η νεοκλασικού στίγματος, μελωδική παρτιτούρα αποδόθηκε κατ’αρχάς με άκρως ευπρόσδεκτη διαφάνεια ήχου από τα έγχορδα και εξαιρετικές σολιστικές παρεμβάσεις του εξάρχοντα βιολιστή Γιάρεσλαβ Τόκαρεφ. Σ’ένα έργο όπου όλα τα όργανα έχουν δραματουργικό ρόλο, εξίσου επιτυχημένα υπήρξαν και τα σόλι άλλων οργάνων, όπως πχ. των ξύλινων (ειδικά στο δύσκολο φινάλε), ενώ και ο Παληός προσπάθησε να κάνει το πιάνο να ηχεί σαν τσέμπαλο. Πέραν αυτού, και με την επιφύλαξη της επιθυμίας για πιο διακριτή προβολή του -διάχυτου- λεπτού χιούμορ, η ερμηνεία που διέπλασε με ρευστά τέμπι ο Φιδετζής διέθετε αίσθηση του ύφους, σαφείς περιγραφικές αρετές και μεγάλη κομψότητα βηματισμού. Οι ποιότητες αυτές και η πολύ προσεγμένη ηχητική εικόνα του συνόλου συνέβαλαν καθοριστικά σε μιαν από τις καλύτερες εκτελέσεις έργων του Ρίχ. Στράους που έχουμε ακούσει ποτέ από ελληνική ορχήστρα!
Ένα μήνα αργότερα (18/11) στην "Αίθουσα Γιάννης Μαρίνος" της Μουσικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος "Λίλιαν Βουδούρη" του Μεγάρου, διοργανώθηκε εκδήλωση από την "Φιλαρμόνια" με αφορμή την παρουσίαση του πρώτου εκδοτικού της εγχειρήματος. Επρόκειτο για την επιμελημένη έκδοση των απάντων του συνθέτη Γεωργίου Αξιώτη, 100 χρόνια μετά το θάνατό του, που περιλαμβάνει όλα τα σωζόμενα έργα του. Ο εκ των συνιδρυτών του συνόλου και καλλιτεχνικός του διευθυντής, αρχιμουσικός Βύρων Φιδετζής ανέπτυξε διεξοδικά τα της μουσικολογικά τεκμηριωμένης πλην χρηστικού χαρακτήρα έκδοσης, που πρόκειται να διανεμηθεί δωρεάν σε όλες τις κρατικές ορχήστρες της χώρας σε μια προσπάθεια προώθησης του έργου του παραγνωρισμένου συνθέτη αλλά και της ευρύτερης ιστορικής έντεχνης ελληνικής μουσικής δημιουργίας.
Η εκδήλωση συνοδεύθηκε και από ένα σύντομο μουσικό μέρος, στο οποίο ακούσθηκαν αφενός 4 τραγούδια για φωνή και πιάνο του Αξιώτη σε ποίηση Μαλακάση, δύο εκ των οποίων ερμήνευσε η μεσόφωνος Άρτεμις Μπόγρη και δύο ο τενόρος Χρήστος Κεχρής, υπό τη συνοδεία του πιανίστα Δημήτρη Βεζύρογλου, αφετέρου δύο μέρη από τη "Σουίτα για κουαρτέτο εγχόρδων" που ερμήνευσε το κουαρτέτο "L’Anima".
Ενδιάμεσα, ο έτερος συνιδρυτής και Πρόεδρος της "Φιλαρμόνιας", καθηγητής Νίκος Μαλιάρας έκανε ένα σφαιρικό απολογισμό της ήδη οκτάχρονης πορείας της, τόσο συναυλιακής όσο και δισκογραφικής, που υπενθύμισε το πόσο πολύτιμη προσθήκη για τα μουσικά μας πράγματα συνιστά η πρώτη ιδιωτική ορχήστρα της χώρας!

Στις 12/11, στο θέατρο "Ολύμπια", το πρόγραμμα της πρώτης συναυλίας της Συμφωνικής Ορχήστρας του Δήμου Αθηναίων υπό τον Βλαδίμηρο Συμεωνίδη, υπήρξε περισσότερο συνεκτικό, καθώς περιελάμβανε συνθέσεις διαφορετικής μεν αισθητικής, αλλά μεγαλύτερης χρονικής εγγύτητας, καθώς γράφτηκαν στο μέσο του 20ού αιώνα, εκατέρωθεν του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Αρχικά ακούσθηκε το δημοφιλέστατο "Αντάτζιο για έγχορδα" του Μπάρμπερ, ουσιαστικά το δεύτερο μέρος του κουαρτέτου εγχόρδων του. Η ανάγνωση υπήρξε στρωτή (σε ταχύτητες, φραστική) και συναισθηματικά νηφάλια, αλλά ο μελωδικός λυρισμός και η έντονα μελαγχολική διάσταση του έργου θα δικαιώνονταν πληρέστερα από ένα περισσότερο εστιασμένο και συντονισμένο παίξιμο των εγχόρδων (κυρίως δε των βιολοντσέλων) και από μία αίθουσα με λιγότερο στεγνή ακουστική.
Ακολούθησε το 2ο Κοντσέρτο για πιάνο που ο Ντμίτρυ Σοστακόβιτς έγραψε το 1957 για τον -19χρονο τότε- γιο του Μαξίμ. Τούτο ίσως δικαιολογεί τον ευχάριστο χαρακτήρα και την εξωστρέφεια του 20λεπτης διάρκειας νεοκλασικού έργου, στο οποίο απουσιάζουν η λεπτή ειρωνεία και οι σκοτεινές ατμόσφαιρες που είναι συνυφασμένες με άλλα έργα της ίδιας εποχής, όπως η προγενέστερη 10η και η μεταγενέστερη 11η Συμφωνία.
Με την εξαίρεση του νοσταλγικού, υστερορομαντικού λυρισμού ενδιάμεσου andante, τα δύο ακραία, γρήγορα μέρη ξεχωρίζουν για την καθαρότητα και το δυναμισμό τους και απαιτούν σβέλτα ανακλαστικά και αιχμηρότητα από πιανίστα και ορχήστρα. Το μοναδικής ρυθμικής ακρίβειας, απαστράπτον δεξιοτεχνικά και εκφραστικά παίξιμο του Θοδωρή Τζοβανάκη καθήλωσε πραγματικά, ενώ δεν στερήθηκε χιούμορ στο καταληκτικό allegro με την παρέλαση σφυροκοπηματικών οκτάβων και κλιμάκων, αλλά και …σπουδών, που γράφτηκαν για τη βελτίωση της τεχνικής του γιου του συνθέτη! Αξιόλογη και ελεύθερη λαθών υπήρξε και η ορχηστρική συνοδεία, παρότι η έντονα μηχανιστική γραφή έφερνε συχνά την ορχήστρα στα όριά της, αμβλύνοντας την ποιότητα της συνομιλίας με τον εκλεκτό σολίστ.
Στις δίκαια ενθουσιώδεις επευφημίες του κοινού, ο Τζοβανάκης αντιχάρισε εκτός προγράμματος μία γνωστή carte de visite του, ένα μαγικό "Τραγούδι χωρίς λόγια" -το 6ο του έργου 30- του Μέντελσον.
Η βραδιά ολοκληρώθηκε με την σπάνια παιζόμενη 2η Συμφωνία (ή "Συμφωνική Φαντασία") του Βάιλ, που γράφτηκε στο Παρίσι στο μέσο της δεκαετίας του ‘30, αμέσως μετά τη φυγή του Γερμανοεβραίου συνθέτη από τη ναζιστική Γερμανία και πριν την εγκατάστασή του στις ΗΠΑ. Το ημίωρης διάρκειας έργο έχει ένα μάλλον κλασικό, πλην ιδιαίτερο στίγμα και ένα γλυκόπικρο λυρισμό, που παραπέμπει στις γνωστές δημιουργίες μουσικού του θεάτρου, όπως τα σχεδόν σύγχρονα "7 θανάσιμα αμαρτήματα".
Ο διακεκριμένος Θεσσαλονικιός αρχιμουσικός προετοίμασε καλά και σε βάθος λεπτομέρειας την εκτέλεση, αναδεικνύοντας την σφιχτή φόρμα με τις χαρακτηριστικές αρμονίες και γωνιώδεις/αιχμηρές μελωδίες, που έγιναν ορατές ήδη από το εναρκτήριο sostenuto – allegro molto.
Το αυτό ίσχυσε και στο νοσταλγικό largo, που δόθηκε με εύροες ταχύτητες και καλή στάθμιση των δυναμικών των πνευστών (ωραίο σόλο τρομπονιού του Αρβανιτάκη). Παρά το εξίσου προσεγμένο σόλο βιολοντσέλου του Θέου, ένας λιγότερο αναιμικός ήχος των εγχόρδων ήταν εδώ αναγκαίος. Το κινητικό, καταληκτικό allegro vivace με το κυρίαρχο εμβατηριακό στοιχείο χρωματίσθηκε ευπρόσδεκτα από το ζωηρό διάλογο ξύλινων και χάλκινων πνευστών (στον οποίο έλαμψαν οι παρεμβάσεις του -εκτάκτως συμπράξαντα- εκλεκτού Κύπριου φαγκοτίστα Μαυρουδή Τρούλλου).
Ένα συνολικά θετικό ξεκίνημα για τη συναυλιακή σαιζόν της Συμφωνικής Ορχήστρας του Δήμου Αθηναίων, με μοναδική αρνητική πινελιά την …παντελή απουσία εντύπου προγραμματικού τεύχους!
Λεζάντα κεντρικής φωτογραφίας: Στιγμιότυπο από την εκτέλεση του "Κοντσέρτου για βιόλα" του Δραγατάκη με σολίστα τον Αντώνη Μανιά στο πλαίσιο συναυλίας της "Φιλαρμόνιας" Ορχήστρας Αθηνών υπό τον Βύρωνα Φιδετζή στην "Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης" του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών (15/10)