
Για έβδομη συνεχή χρονιά έλαβε χώρα με μεγάλη επιτυχία το Φεστιβάλ Μπαρόκ Μουσικής που διοργανώνει κάθε Νοέμβρη το Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης υπό την καλλιτεχνική επιμέλεια του βιολοντσελίστα Δήμου Γκουνταρούλη. Για τρίτη συνεχή χρονιά ο θεσμός φιλοξενήθηκε -μια εβδομάδα αργότερα- και στην Αθήνα σε συνεργασία με την Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής.
Η φετινή διοργάνωση (που, ως συνήθως, έτυχε των ευσύνοπτων και εξαιρετικά διαφωτιστικών εισαγωγών του Γκουνταρούλη και του σχεδιασμού φωτισμών και προβολών του Αλέξανδρου Σεϊταρίδη) ήταν αφιερωμένη στην ιδιαίτερα πρωτότυπη και ευφάνταστη μουσική του 17ου αιώνα, της λεγόμενης "εποχής των πειραμάτων". Από τις παραδοσιακά 4 συναυλίες παρακολουθήσαμε -δυστυχώς- μόνο τις δύο με έργα Γερμανών και Άγγλων συνθετών, λόγω του και πάλι ακατανόητου "προγραμματισμού" των μουσικών μας θεσμών, που έκανε να συμπέσουν τα άλλα δύο -εξίσου θαυμάσια!- προγράμματα ιταλικού μπαρόκ με -από καιρό γνωστές- εκδηλώσεις, μεταξύ των οποίων την επίσημη "επανεκκίνηση" στο Μέγαρο της Καμεράτας υπό τον Γιώργο Πέτρου, των κατ’εξοχήν εκπροσώπων της …μπαρόκ μουσικής στη χώρα μας! Παράλειψη ακόμη πιο σημαντική, γιατί αυτό που ονομάζουμε ως "μπαρόκ μουσική" ξεκίνησε και άνθησε ουσιαστικά στην Ιταλία εκ παραλλήλου με την επιστημονική επανάσταση, μέσα σε ένα γενικότερο κλίμα δημιουργικότητας, νεωτερικότητας και πειραματισμού.
Η τελευταία (1/12) αθηναϊκή συναυλία, στην κατάμεστη αίθουσα του Φιλολογικού Συλλόγου "Παρνασσός", ήταν αυτή που εγκαινίασε το φεστιβάλ στη Θεσσαλονίκη. Το πρόγραμμά της περιελάμβανε τα "Mad Songs", τα λεγόμενα "τραγούδια της τρέλας", άκρως δημοφιλή στην Αγγλία του δεύτερου μισού του 17ου αιώνα.
Η βραδιά αποτέλεσε ένα εξαίρετο προϊόν γαλλο-ελληνικής σύμπραξης. Αποτέλεσε σύλληψη των μουσικών Ανδρέα Λινού και Μιγκέλ Ανρύ, που συμμετείχαν και ως μέλη του ενόργανου συνόλου "Les Présences", ο πρώτος στη βιόλα ντα γκάμπα, ο δεύτερος σε νυκτά όργανα (αγγλική θεόρβη και μπαρόκ κιθάρα). Το σύνολο απήρτισαν ακόμη οι Λούκας Σνάιντερ (βιόλα ντα γκάμπα), Μαριόν Λε Μοάλ (αναγεννησιακά και μπαρόκ φλάουτα με ράμφος, μπαρόκ όμποε, τενόρο ντούλτσιαν), Μελανί Φλαώ (αναγεννησιακά και μπαρόκ φλάουτα με ράμφος, μπαρόκ φαγκότο, μπάσο ντούλτσιαν) και δύο εκλεκτοί μουσικοί, ο τσεμπαλίστας Μπερτράν Κυιγέ (κλαβιόργκανουμ) και η υψίφωνος Σαντάλ Σαντόν Ζεφρύ.
Το συγκεκριμένο είδος τραγουδιών άνθησε στην αγγλική θεατρική σκηνή του 17ου αι., καθώς συνδύαζε με ιδιαίτερα πρωτότυπο τρόπο ποίηση, δραματικότητα και μουσική. Αυτό που εντυπωσιάζει μέχρι σήμερα στα συγκεκριμένα κομμάτια του Πέρσελ, των συγχρόνων του Μπλόου και Εκλς, των προγενέστερων Χιουμ, Λωζ, Τόμκινς και Τζόνσον αλλά και ανώνυμων συνθετών είναι στο μεν μουσικό επίπεδο οι τολμηρές αρμονίες, περίπλοκες φόρμες και μελωδίες, στο δε θεατρικό οι έντονες εναλλαγές συναισθημάτων και οι διαφορετικές όψεις και διαθέσεις της τρέλας.
Στα συνήθως γραμμένα για φωνή και μπάσο κοντίνουο τραγούδια, η μουσική μεταγραφή του Ανρύ αξιοποίησε με φαντασία και διακριτικότητα τα ιδιαίτερα και εκλεπτυσμένα ηχοχρώματα των εγχόρδων, των νυκτών και του κλαβιόργκανουμ, όπως και τις παρεμβάσεις των ξύλινων οργάνων εποχής που ανεδείκνυαν την "φολκ" καταγωγή και το χορευτικό χαρακτήρα αρκετών από αυτά. Το ακρόαμα υπήρξε υφολογικά ενημερωμένο και ανεπίληπτο από πλευράς μουσικής εκτέλεσης, ενώ υποστήριζε αβίαστα το τραγούδι.
Έμπειρη οπερατική τραγουδίστρια, η Σαντόν Ζεφρύ χάρισε θαυμάσιες ερμηνείες, αξιοποιώντας όχι μόνο μια γεμάτη, πλην κρυστάλλινη, ευέλικτη και σταθερή στην υψηλή περιοχή φωνή, αλλά και μια τέλεια άρθρωση του αγγλικού αδόμενου λόγου και αλάθητο θεατρικό ένστικτο! Η υψίφωνος αντιλήφθηκε ότι τα αντισυμβατικά αυτά τραγούδια αποτελούν "καντάτες" σε μινιατούρα, μικρές δραματικές σκηνές με ρετσιτατίβο και αριόζο, αποδίδοντάς τα -ως έπρεπε- άλλοτε με πιο σκοτεινούς, μελαγχολικούς τόνους (όπως το περίφημο "Μάταια διεκδικώ τον Λύσανδρο" του Μπλόου ή το "I burn, my brain consumes to ashes" του Εκλς) άλλοτε με αίσθηση του λαϊκού τους χαρακτήρα ή της διάστασης του δρώμενου (χαριτωμένο "There can be no glad man" του Λωζ). Η τεχνική αρτιότητα του τραγουδιού της συμπληρώθηκε ευπρόσδεκτα από μεγάλη εκφραστικότητα.

Μια εβδομάδα νωρίτερα (24/11) το Φεστιβάλ εγκαινιάσθηκε στην Αθήνα με την …τελευταία συναυλία που δόθηκε στη Θεσσαλονίκη και η οποία περιελάμβανε έργα για βιολί και μπάσο κοντίνουο Γερμανών και Αυστριακών συνθετών του 17ου αιώνα, με κορωνίδα αποσπάσματα από τον περίφημο κύκλο των αινιγματικών "Σονατών των Μυστηρίων" ή "του Ροζαρίου" του Μπίμπερ. Τον σπουδαίο Σίμο Παπάνα που έπαιξε μπαρόκ βιολί συνόδευσαν ο Ιταλός Εμανουέλε Φόρνι στο αρχιλαούτο και ο Μάρκελλος Χρυσικόπουλος στο τσέμπαλο.
Αν η αγγλική μουσική της ίδιας εποχής διακρινόταν για την απλότητα και την έλλειψη επιτήδευσης, στη γερμανική μουσική είναι ορατή μια μεγαλύτερη αυστηρότητα και εσωτερικότητα, παρά τις ποικίλες "λατινογενείς" επιρροές.
Έτσι, ιταλικά στοιχεία και απρόσμενες εκπλήξεις της γραφής (πχ στα ενσωματωμένα χορευτικά στοιχεία) χρωμάτισαν έντονα την 4η από τις "Σονάτες για σόλο βιολί και μπάσο κοντίνουο" του Σμέλτσερ, στην οποία εντυπωσίασε η μαλακή φραστική του Παπάνα. Αντιθέτως, ο βιολιστικός ήχος πρόβαλε πιο ισχυρός στη σύντομη "Σονάτα κατ’ απομίμηση του λαούτου" για βιολί (χωρίς δοξάρι!) και μπάσο κοντίνουο του φον Βέστχοφ.
Εμβόλιμα, ο Φόρνι έπαιξε 3 κομμάτια (2 Τοκκάτες και μία Γκαγιάρντα) του Γερμανού Κάπσμπεργκερ. Το δεκάχορδο λαούτο του επέτρεψε να γίνουν αντιληπτοί με μεγάλη καθαρότητα οι πειραματισμοί του συνθέτη στην αρμονική/μελωδική διερεύνηση των ορίων του συγκεκριμένου οργάνου. Ακολούθως, στον "γραμμένο στο Παρίσι Επιτάφιο για τον θάνατο του κυρίου Μπλανσρός" για σόλο τσέμπαλο του Φρόμπεργκερ, ο Χρυσικόπουλος φώτισε άρτια τη λογική γαλήνης και ηρεμίας αντίστοιχων γαλλικών θρηνητικών έργων που τον διέπει, έστω και παρά την κάπως απρόσμενη κατιούσα κλίμακα στο τέλος.
Στο επίκεντρο βρέθηκαν, εύλογα, 3 από τις 15 "Σονάτες των μυστηρίων" για βιολί και μπάσο κοντίνουο (αλλά και η καταληκτική "Πασσακάλια") του Μπίμπερ. Η περίφημη συλλογή του Αυστριακού συνθέτη και δεξιοτέχνη βιολιστή εκπροσωπεί τον έντονο θρησκευτικό χαρακτήρα, συνδυάζοντάς τον με το απίστευτα ανοιχτό και πειραματικό πνεύμα της οργανικής μπαρόκ μουσικής του 17ου αιώνα. Καθεμιά από τις 15 σονάτες συμβολίζει ένα από τα ισάριθμα λατρευτικά μυστήρια της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας που χωρίζονται σε τρεις ενότητες και αναφέρονται στην ζωή της Παναγίας. Ταυτόχρονα καθεμιά τους προτείνει και από μία διαφορετική scordatura, ένα διαφορετικό δηλ. κούρδισμα των χορδών του βιολιού, ωθώντας έτσι στα άκρα τις τεχνικές, εκφραστικές και ηχοχρωματικές δυνατότητες του οργάνου, αλλά και του ερμηνευτή.
Τηρώντας αυτήν την παράδοση, ο Παπάνας χάρισε έναν αυστηρό αλλά και με πολλές αντιθέσεις "Ευαγγελισμό", μία περισσότερο φωτεινή αλλά με απρόσμενες επιταχύνσεις και μεγαλύτερη τραχύτητα "Επίσκεψη" και μία συναρπαστική, γεμάτη συναίσθημα "Σταύρωση". Και στις τρεις σονάτες εντυπωσίασαν η εκπληκτικά καλλιεργημένη φραστική του και το ωραίο δέσιμο με τους -διακριτής προσωπικότητας- μουσικούς της ομάδας του σταθερού βασίμου. Αλλά και στην τόσο συγκινητική Πασσακάλια "Ο φύλακας άγγελος" για σόλο βιολί, καθήλωσε η άψογη ορθοτονία, η ευφράδεια της αφήγησης, η διανοητική και συναισθηματική ανάταση της ερμηνείας. Σεβόμενος συστηματικά την εσωτερικότητα των έργων, ο Παπάνας ανταποκρινόταν διαρκώς και στις δεξιοτεχνικές προκλήσεις της σολιστικής γραφής, που αποτελεί στην ουσία το αποκορύφωμα του γερμανικού πολυφωνικού βιολιού της εποχής εκείνης!
Η θαυμάσια βραδιά ολοκληρώθηκε με την υποβλητική άρια από την "Σουίτα" της άγνωστης όπερας "Ερίντο" του Κούσσερ.
Λεζάντα πρώτης φωτογραφίας: Συνοδευόμενη από το ενόργανο σύνολο "Les Présences", η Γαλλίδα υψίφωνος Σαντάλ Σαντόν-Ζεφρύ (κέντρο) ερμηνεύει "τραγούδια της τρέλας" Άγγλων συνθετών του δεύτερου μισού του 17ου αι. στο πλαίσιο του φετινού Φεστιβάλ Μπαρόκ Μουσικής (Αίθουσα Φιλολογικού Συλλόγου "Παρνασσός", 1/12) © Γιάννης Αντώνογλου