Κάθε ερχομός του Nick Cave αποτελεί συναυλιακό γεγονός, σφραγίζοντας μια βαθιά σχέση αγάπης με την Ελλάδα, που μετρά τα δικά της 40 χρόνια: τόσα κύλησαν από εκείνον τον Σεπτέμβριο του 1982, όταν πρωτοείδαμε τον Αυστραλό δημιουργό στο γήπεδο του Σπόρτινγκ με τους Birthday Party. Σε μια ιστορική φωτογραφία, μάλιστα, οι άνθρωποι της διοργάνωσης προσπαθούν να τον τραβήξουν από τα χέρια των εκστασιασμένων οπαδών.
Ασφαλώς, ο πρόσφατος θάνατος ενός ακόμα παιδιού του σκιάζει την όποια εορταστική διάθεση μπορεί να συνόδευε την επικείμενη εμφάνισή του στην Πλατεία Νερού, στα πλαίσια του Release Athens –σε μία από τις πλέον αναμενόμενες ημέρες του φετινού φεστιβάλ, η οποία θα βρει τους Bad Seeds να "συγκατοικούν" με τους Mogwai και τους Fontaines D.C. Όμως το τραγικό γεγονός εκτιμάται ότι θα συσπειρώσει ακόμα περισσότερο το πιστό κοινό, που ετοιμάζεται να τον υποδεχθεί με τη μεγαλύτερη δυνατή θέρμη.
Αυτή τη στιγμή κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος για το πώς θα αντιδράσει ο Cave απέναντι στην απώλεια του Jethro. Πριν 7 χρόνια, πάντως, ο χαμός του Arthur πυροδότησε μία ακόμα καλλιτεχνική μεταμόρφωση, διαδικασία που μόνο ξένη δεν του είναι, αφού δείχνει να τον συνοδεύει ήδη από την αρχή της καριέρας του: ο ξαφνικός θάνατος του πατέρα του (1976) τερμάτισε μια εφηβική περίοδο σύγχυσης, στην οποία απάντησε θέτοντας τη σχολική του μπάντα σε πιο επαγγελματική τροχιά. Ο λόγος βέβαια για τους Boys Next Door, που ξεκίνησαν έχοντας ως είδωλα τον Iggy Pop και τους Sex Pistols.
Η επόμενη μεταμόρφωση (1980) συνέπεσε με το τέλος του punk και τη ματαίωση των σχεδίων του να γίνει ζωγράφος. Έτσι, η μπάντα μετακόμισε στο Λονδίνο, μετονομάστηκε σε The Birthday Party και λάνσαρε έναν καινούριο ήχο –άγριο, εκκωφαντικό, με στίχους βουτηγμένους στον αστικό ζόφο. Χωράει βέβαια πολλή συζήτηση για το αν τα πεπραγμένα τους κατάφεραν να κερδίσουν τη γνωστή μάχη με τον χρόνο, πάντως για τα τότε δεδομένα υπήρξαν μία από τις πραγματικά οριακές περιπτώσεις του rock 'n' roll. Μη βρίσκοντας όμως αρκετή αναγνώριση αποφάσισαν να φύγουν για το Βερολίνο, όπου έλαβε χώρα η καταλυτική γνωριμία του Cave με τον Blixa Bargeld των Einstürzende Neubauten. Οι Birthday Party κατέρρευσαν (1983) και από τις στάχτες των τσακωμών τους αναδύθηκαν οι Bad Seeds· το κυριότερο όχημα έκφρασης του Αυστραλού rocker έως και σήμερα.
Εντός του καινούριου σχήματος ο Cave δεν έπαψε να μετασχηματίζεται, φτιάχνοντας βαθμιαία το πολλαπλό είδωλο που γνωρίζουμε σήμερα. Ήδη από το 1988, ας πούμε, φανέρωσε τα ενδιαφέροντά του τόσο για τη σύνθεση soundtracks, όσο και για προσωπικές διαδρομές, γράφοντας τη μουσική για την ταινία του John Hillcoat "Ghosts… Οf Τhe Civil Dead" και κυκλοφορώντας τον σόλο δίσκο "And The Ass Saw The Angel": απότοκο του πρώτου είναι η πολυγραφότατη συνεργασία με τον Warren Ellis για τον κινηματογράφο, απότοκο του δεύτερου δουλειές σαν το περσινό "Carnage".
Μεταμορφώσεις θα συνέβαιναν ωστόσο και εντός των ίδιων των Bad Seeds. Καθοριστικό σημείο με ελληνική σημασία ήταν λ.χ. η συναυλία του 1989 στον Λυκαβηττό, που πιστοποίησε ότι ο Nick Cave είχε πάψει πια να κόβει τριψήφιο αριθμό εισιτηρίων, ιχνηλατώντας τον δρόμο προς ένα ευρύτερο ακροατήριο. Η δεκαετία του 1990 τον βρήκε με διάθεση για περισσότερη μελωδία, αλλά και για εκ νέου επανεξέταση των περιεχομένων της Αγίας Γραφής. Αρκετοί από όσους ακολουθούσαν λόγω των Birthday Party ή δίσκων σαν τα "From Her To Eternity" (1984) και "Kicking Against Τhe Pricks" (1986) άντεξαν οριακά το "Henry's Dream" (1992) και εγκατέλειψαν στο "Let Love In" (1994). Μεγάλο όμως κομμάτι της alternative γενιάς που πέρναγε τότε τη rock εφηβεία της κόλλησε μαζί του εξαιτίας αυτών ακριβώς των άλμπουμ. Και δεν είχε κανένα πρόβλημα που τον είδε να γνωρίζει mainstream επιτυχία πλάι-πλάι με την Kylie Minogue (1996).
Το άλμπουμ "No More Shall We Part" (2001) και η αποχώρηση του Blixa Bargeld από τους Bad Seeds (2003) προξένησαν νέα σχάση ανάμεσα στους fans, ορίζοντας συνάμα μια πιο οικογενειακή, πιο επαγγελματική και εν τέλει πιο τακτοποιημένη ζωή για τον Cave. Πράγμα που απογοήτευσε όσους τον προτιμούσαν άστατο και αέναα "καταραμένο". Μετά όμως από μερικούς κλυδωνισμούς επανεφηύρε τον εαυτό του –πότε με τους Grinderman, πότε με τους Bad Seeds– πείθοντας τελικά ακόμα και τους παλιότερους ότι μεγάλωνε κι αυτός όπως ακριβώς μεγάλωναν κι εκείνοι, διοχετεύοντας τη δημιουργικότητά του στα όσα έφερνε ο χρόνος. Ακόμα κι αν επρόκειτο για τον θάνατο του γιου του, όπως έδειξε με δουλειές σαν το "Ghosteen" (2019).
Έτσι, το πλέον λογικό είναι να υποθέσουμε ότι ο Cave θα συνεχίσει να βαδίζει αναλόγως, παρά τη νέα οικογενειακή τραγωδία. Δεν αποκλείεται λοιπόν την Τετάρτη 15/6 να δούμε κάτι που θα προοικονομεί την επόμενη μεταμόρφωση, παρακολουθώντας τον ζωντανά στο Release Athens Festival.