Σε μια περίοδο που οι βραδιές μουσικής δωματίου έχουν γίνει ολοένα και σπανιότερες, δύο πρόσφατα ρεσιτάλ βιολοντσέλου-πιάνου τράβηξαν την προσοχή των φιλόμουσων, μεταξύ άλλων λόγω των προγραμμάτων τους, που φώτισαν την αντίθεση μεγάλης και μικρής φόρμας. Τους ικανότατους τσελίστες Άγγελο Λιακάκη και Γιάννη Τσιτσελίκη ένωσε, πέρα από τη σχέση με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, και η επιλογή ως παρτεναίρ δύο από τους εγκυρότερους πιανίστες μας, των Τίτου Γουβέλη και Απόστολου Παληού.
Στο πλαίσιο των εκτός Μεγάρου εκδηλώσεων που προτείνουν η ΚΟΑ και οι μουσικοί της, Λιακάκης και Γουβέλης προσέφεραν στις αρχές του νέου χρόνου (10/1) ένα ρεσιτάλ στην αίθουσα του "Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσός". Η ευκαιρία να ξαναβρεθούμε σε έναν από τους ωραιότερους για εκδηλώσεις μουσικής δωματίου και κλασικού τραγουδιού χώρους της πρωτεύουσας, υπενθύμισε, δυστυχώς, ότι η ιστορική -και έξοχα ανακαινισμένη- αίθουσα δεν χρησιμοποιείται εσχάτως, όσο θα έπρεπε…
Το πρόγραμμα των εκλεκτών σολίστ περιελάμβανε τρεις διαφορετικού ύφους και γραφής σονάτες για τσέλο, την 1η του Χίντεμιτ και τις 2ες των Μαρτινού και Μπραμς. Σε όλα τα έργα έγινε αμέσως ορατή η σύμπνοια τους, η μακρά εξοικείωση με τη μουσική δωματίου, η σε βάθος επεξεργασία κάθε παρτιτούρας σε συνδυασμό με την κατανόηση των διαφορετικών στυλιστικών και τεχνικών απαιτήσεών της.
Η ώσμωση φάνηκε, πάντως, λιγότερο προφανής στη στριφνή Σονάτα του Χίντεμιτ (1919), για την οποία επελέγη μια μάλλον τραχεία προσέγγιση, με γωνιώδες φραζάρισμα και έμφαση στην απόδοση των μηχανιστικών ρυθμών. Καθώς εν προκειμένω αναδεικνύεται κυρίως η -τόσο συγγενής προς το ηχόχρωμα της βιόλας- μεσαία περιοχή του βιολοντσέλου, ο μεγάλος ήχος αμφοτέρων (και δη του πιανίστα) δεν επέτρεπε πάντοτε τις αναγκαίες εκλεπτύνσεις δυναμικής, που θα δικαίωναν εντελέστερα μια παρτιτούρα με εμφανείς επιρροές από την αντιστικτική γραφή ενός Ρέγκερ, παρά την προσπάθεια απαγκίστρωσης από το τότε κυρίαρχο μεταρομαντικό μουσικό ιδίωμα.
Γραμμένη στις ΗΠΑ στο χρονικό αντίποδα του ευρωπαϊκού μεσοπολέμου (1941), η 2η Σονάτα του Μαρτινού αποδόθηκε πολύ επιτυχημένα, με σβελτάδα, χιούμορ και ισόρροπη προβολή τόσο των διάσπαρτων νοσταλγικών βοημικών μοτίβων (ειδικά στο άκρως λυρικό δεύτερο μέρος) όσο και των διάχυτων ρυθμικών επιρροών από τη τζαζ, που ο συνθέτης αφομοίωσε κατά τη μακρόχρονη παραμονή του στο μεσοπολεμικό Παρίσι.
Τη βραδιά ολοκλήρωσε μία στιβαρή εκτέλεση της πανέμορφης 2ης Σονάτας του Μπραμς, ενός εξαιρετικά πυκνού έργου αντιπροσωπευτικού της ώριμης συνθετικής του περιόδου. Αξιοποιώντας μεγάλη ευγένεια έκφρασης, εύροη εναλλαγή διακυμάνσεων ταχυτήτων και δυναμικής, προσεγμένη φραστική που αναδείκνυε την εξόχως μελωδική γραμμή, "χρωματίζοντάς" την με γεμάτες αυτοπεποίθηση, κατά περίπτωση πιο ευαίσθητες ή πιο μυώδεις σολιστικές διατυπώσεις, Λιακάκης και Γουβέλης ανέδειξαν πειστικά την απερίφραστα ρομαντική μουσική δραματουργία.
Εκτός προγράμματος, οι δύο μουσικοί χάρισαν μίαν ανεπίληπτη εκτέλεση της σύντομης "Τρυφερής μελωδίας" του Σκαλκώτα.
Με τη 2η Σονάτα του Μπραμς αναμετρήθηκαν και ο Τσιτσελίκης (κορυφαίος τσελίστας της ΚΟΑ μεταξύ 2000 και 2018) με τον Παληό κατά τη διάρκεια του ρεσιτάλ τους στο πλαίσιο του κύκλου "Έλληνες σολίστ στην Αίθουσα Δημήτρης Μητρόπουλος" του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών (22/11/2021). Η ερμηνεία τους ήχησε ατελής, αφού σπάνια κινήθηκαν στο ίδιο μήκος κύματος: το εξαιρετικά συγκρατημένο παίξιμο του τσελίστα αντιμαχόταν αυτό, εξωστρεφές του πιανίστα, ενώ έλειπε και ένα πιο τεταμένο ανάγλυφο δυναμικής που θα επέτρεπε την εναργέστερη απόδοση των πολλών "συμφωνικών" εξάρσεων της παρτιτούρας. Αντίστοιχες επιφυλάξεις ήγειρε και η απόδοση του αργού μέρους από τη μοναδική "Σονάτα για βιολοντσέλο και πιάνο" του Ραχμάνινωφ, που προσφέρθηκε ως ανκόρ.
Πολύ μεγαλύτερη ικανοποίηση χάρισαν τα συντομότερης διάρκειας κομμάτια του υπόλοιπου προγράμματος, χαρακτηριστικά δείγματα της μικρής φόρμας της σχετικής εργογραφίας, που αποδόθηκαν με μουσικότητα και γούστο. Η σπάνια, πλέον, παρουσιαζόμενη "Τοκκάτα στο στιλ του Φρεσκομπάλντι", που επιμελήθηκε και διασκεύασε ο διακεκριμένος Ισπανός τσελίστας Γασπάρ Κασσαδό, έδωσε μια εικόνα μεταγραφής της τεχνοτροπίας του μπαρόκ στη μουσική των αρχών του 20ού αιώνα, εν προκειμένω ακόμη ιδωμένης υπό ρομαντική οπτική.
Αφηγηματική ευφράδεια και ευγενές συναίσθημα χαρακτήρισαν τις ερμηνείες δύο αγαπημένων ρομαντικών έργων, του "Adagio και Allegro για βιολοντσέλο και πιάνο" του Ρόμπερτ Σούμαν (εναλλακτική παραλλαγή μιας σύνθεσης γραμμένης αρχικά για …κόρνο και πιάνο!) και της "Εισαγωγής και λαμπερής Πολωνέζας", ενός από τα ελάχιστα κομμάτια μουσικής δωματίου που έγραψε ο Σοπέν, για να παιχθούν σε αίθουσες παλατιών και σαλόνια αριστοκρατών κατά τον 19ο αιώνα.
Εξαιρετικών αναγνώσεων έτυχαν, τέλος, δύο αντιπροσωπευτικά κομμάτια της ουγγρικής εθνικής σχολής, η αριστουργηματική μινιατούρα "Adagio για βιολοντσέλο και πιάνο" του Κόνταϋ (δασκάλου του θρυλικού τσελίστα Γιάνος Στάρκερ, που με τη σειρά του υπήρξε …δάσκαλος του Τσιτσελίκη), και η δεξιοτεχνική "Ουγγρική ραψωδία" του -Βοημού- Πόππερ. Τα διάσπαρτα σε μελωδία και ρυθμό φολκλορικά στοιχεία της γραφής αμφοτέρων προβλήθηκαν με ζηλευτή γλαφυρότητα.