
Ο Sting, με μια σκούπα στα χέρια, βοηθάει να απομακρυνθούν τα νερά μιας καλοκαιρινής μπόρας από τη σκηνή του Ηρωδείου. Είναι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά συναυλιακά στιγμιότυπα των τελευταίων χρόνων, το οποίο ακόμα μνημονεύουν όσοι βρέθηκαν τον Ιούνιο του 2018 στη δεύτερη μέρα των εμφανίσεών του. Πρόκειται όμως και για μια κίνηση απολύτως συμβατή με το προφίλ ενός καλλιτέχνη που θέλει να παραμένει καθημερινός, κι ας είναι ένας από τους μεγαλύτερους μουσικούς αστέρες του πλανήτη.
Τρία χρόνια μετά, ο Sting επιστρέφει στην Ελλάδα για δύο ακόμη βραδιές στο Ηρώδειο (Πέμπτη 30/9 και Παρασκευή 1/10). Ενώ δεν υπάρχουν διαθέσιμα ειστιήρια, τα φετινά ραντεβού υπόσχονται ακόμα περισσότερα από εκείνα του 2018: τότε ήταν και ο Shaggy μαζί του, ενώ τώρα ο Βρετανός σταρ περιοδεύει μόνος, γιορτάζοντας τα 70 του χρόνια με τα πιο αγαπημένα τραγούδια της πορείας του. Επί σκηνής θα τον πλαισιώσει επταμελές ηλεκτρικό σχήμα, ενώ το άνοιγμα των συναυλιών έχει ανατεθεί στον τραγουδοποιό Joe Sumner – γιο του από τον πρώτο του γάμο με την ηθοποιό Frances Tomelty. Το ελληνικό κοινό μπορεί λοιπόν να έχει σίγουρο ότι θα ακούσει στο Ηρώδειο το «Every Breath You Take» και το «Roxanne». Δύο τραγούδια-σύμβολο της δράσης των Police, με τους οποίους κι ανέτειλε διεθνώς το άστρο του καλλιτέχνη κατά την περίοδο 1977-1984, αφού δεν ήταν απλώς ο τραγουδιστής και μπασίστας τους, αλλά και ο βασικός συνθέτης και στιχουργός του υλικού τους.
Και είναι πράγματι πολύ δύσκολο να μη δει κάποιος τους Police ως ένα κομβικό συγκρότημα για τις εξελίξεις μετά την έκρηξη του punk, καθώς κατόρθωσαν να ενώσουν τις νεανικές ανησυχίες που έθρεψαν τότε όλο το βρετανικό new wave, με μια απήχηση που μεταφράστηκε σε παγκόσμιες πωλήσεις της τάξης των 75.000.000 αντιτύπων. «Είναι ίσως το μεγαλύτερο συγκρότημα στον κόσμο», έγραφε το 1983 το περιοδικό «Rolling Stone», φανερά εντυπωσιασμένο από την αποδοχή που είχαν βρει στην (πάντα δύσκολη για τους Βρετανούς) αμερικάνικη αγορά.

Η επιτυχία αυτή είχε ωστόσο και το τίμημά της: όπως συμβαίνει συχνά στην ιστορία της μουσικής, έφτασε μια αναπόφευτη στιγμή που το ταλέντο του Sting είχε πια υπερβεί τον ορίζοντα της μπάντας. Η σόλο καριέρα ξεκίνησε πάντως με το δεξί, αφού το άλμπουμ «The Dream Of The Blue Turtles» (1985) μπήκε στο top-5 όλων των μεγάλων αγορών, εντυπωσιάζοντας παράλληλα τους κριτικούς με την ποιότητα της pop/rock γραφής του και τους τζαζ πειραματισμούς των ενορχηστρώσεων. Στάθηκε έτσι ιδανική εκκίνηση για μια καινούργια πορεία, η οποία δεν άργησε να αποκτήσει τις δικές της εμβληματικές στιγμές, όπως τα «Englishman in New York» ή «Fragile».
Από την άλλη, η σόλο πορεία του είχε κατά καιρούς και τους επικριτές της. Παλιοί οπαδοί των Police ή νεότεροι που ακολούθησαν ενθουσιωδώς τις εναλλακτικές κατευθύνσεις των αρχών της δεκαετίας του 1990, έκριναν ότι μετατοπίστηκε βαθμιαία προς έναν μαζικό ήχο, υπερβολικά συμβιβασμένο με το pop/rock mainstream. Ωστόσο ο Sting, ακόμα κι αν αληθεύει ότι κατά καιρούς έχασε το βηματισμό του, συνέχισε να παραδίδει ποιοτικές και απαιτητικές δουλειές σε ένα αξιοσημείωτο βάθος χρόνου: δίσκους σαν το «Soul Cages» (1992), το «The Last Ship» (2013) ή το «Songs From The Labyrinth» (2006), με απροσδόκητες διασκευές σε δημιουργίες του σπουδαίου Αναγεννησιακού συνθέτη John Dowland, το οποίο εκδόθηκε από την περίφημη Deutsche Grammophon.
Για τον ίδιο, άλλωστε, η δισκογραφία παραμένει ένα διαρκές ταξίδι. Μπορεί η συναυλία να μας θυμίσει το ένδοξο παρελθόν του, όμως ήδη βρίσκεται στην τελική ευθεία για το ολοκαίνουργιο άλμπουμ «The Bridge». Αναμένεται τον Νοέμβριο, με τραγούδια που, όπως δήλωσε, θα αντανακλούν «την παγκόσμια πανδημία, την προσωπική απώλεια, αλλά και την αναπάντεχη κοινωνικοπολιτική αναταραχή των καιρών μας».
Από τον Χάρη Συμβουλίδη