Το τι ακριβώς θα μπορούσε να παίζει ένα γκρουπ που στο όνομά του έχει κάτι από το όνομα ενός σπουδαίου αναγεννησιακού ζωγράφου είναι θέμα προς συζήτηση. Οι Boticelli Baby, τους οποίους θα δούμε στο «Half Note» το τετραήμερο 21-24/2, είναι ένα punk-jazz σεπτέτο από το Έσεν της γερμανικής βιομηχανικής περιοχής του Ρουρ, η οποία έχει ισχυρή παρουσία στη σύγχρονη μουσική κουλτούρα μέσα από διάφορες εκφάνσεις κι εκφράσεις τόσο του out και ηλεκτρονικού rock όσο και της σύγχρονης jazz, ξεκινώντας ήδη από τη free jazz στα τέλη των ’60s.
Με μια πρώτη παρατήρηση/ακρόαση, στους Boticelli Baby συναντάμε μια πανίσχυρη rhythm section, την οποία αποτελούν οι Marlon Bösherz (κοντραμπάσο και τραγούδι), Jörg Buttler (κιθάρα), Lukas Sziegoleit (πιάνο) και Tom Hellenthal (ντραμς) και η οποία ξέρει να γκρουβάρει πάνω σε ποικίλους ρυθμούς και στιλ της jazz, του blues, του funk κ.ο.κ. Σε αυτήν προστίθεται και μια δυναμική τριάδα πνευστών, οι Alexander Niermann (τρομπέτα), Jakob Jentgens (σαξόφωνο) και Max Wehner (τρομπόνι). Ο Marlon τραγουδάει κιόλας, καθώς κουβαλάει μια τρέλα που τείνει να τον χαρακτηρίσει ως frontman και βασικό performer του σχήματος, όμως το γεγονός είναι πως έχουμε μια πολύ δεμένη ομάδα, η οποία λειτουργεί στο jazz τελετουργικό μέσα από punk ιδιομορφίες κι εντάσεις.
Οι δίσκοι του γκρουπ, ο φερώνυμος «Boticelli Baby» του 2015, το «Junk» του 2018 και ο πρόσφατος «Live», δείχνουν πως η κατεύθυνσή του είναι προς μια jazz υψηλών ενεργειών που μπορεί να ενσωματώνει διάφορα επιμέρους χαρακτηριστικά τα οποία έχουν να κάνουν με το mainstream (π.χ. gypsy swing ή βαλκανικές ηχορυθμίες), όμως η προσέγγιση των Boticelli Baby υπερβαίνει οποιαδήποτε ιδιωματική τεχνοτροπία και βγαίνει ως καθαρά punk-jazz πρακτική που έρχεται να χαρακτηρίσει την εποχή της, δηλαδή τη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα.
Τη δεύτερη (από το τέλος!) δεκαετία του 20ού αιώνα εμφανίστηκε ο όρος punk-jazz (ή jazz-punk) με μια σχετικά μικρή διαφορά φάσης με τον original όρο punk-rock. Αρχικά περιέγραφε οτιδήποτε μπορούσε να είναι έξω από την καθαρή jazz νοοτροπία/τεχνοτροπία, να διαθέτει την εκφραστική αμεσότητα της έντασης του rock, αλλά να βρίσκεται μακριά από τις δεξιοτεχνικές αυταρέσκειες και αυτοαναφορικότητες του jazz-rock και, φυσικά, να αποτελεί πρόκληση στην καθεστηκυία τζαζική αισθητική.
Ουσιαστικά, σε μια πρώτη φάση, οτιδήποτε χαρακτηρίζουμε (και τότε και τώρα) ως «no wave», δηλαδή οι Material του μπασίστα/παραγωγού Bill Laswell, οι Naked City του σαξοφωνίστα/συνθέτη John Zorn, οι Lounge Lizards του σαξοφωνίστα/ηθοποιού John Lurie, τα σχήματα που έφτιαχνε ο σαξοφωνίστας και τραγουδιστής James Chance (και με τα ψευδώνυμά του James Black και James White), με λίγα λόγια όλη η downtown σκηνή της Νέας Υόρκης των ’80s, πήγαινε να μπει κάτω από την ετικέτα της punk-jazz. Όμως δεν μπορούσες να χαρακτηρίσεις έτσι τη μουσική ενός εκ των πρωτοπόρων της free jazz, του Ornette Coleman.
Έτσι, διαχωρίζοντας ή φιλτράροντας τα πιο ριζοσπαστικά και noisy στοιχεία του no wave και κρατώντας όλα τα δυναμικά, groovy και χορευτικά χαρακτηριστικά μιας μουσικής που αντλεί από το απλό blues και τη folk μέχρι το πιο προχωρημένο free funk, μπορεί να έχει ένα γκρουπ μουσικών διανοουμένων από το Έσεν, που κατανοούν απόλυτα την απελευθερωτική δυναμική της σκηνικής και χορευτικής δράσης και τη συνδέσουν αποτελεσματικά με το punk-jazz της «σχολής» του James Chance, αναβιώνοντας ακόμη και το feeling της disco. Ή, περιγράφοντας με εμφανές χιούμορ αλλά κι έκδηλη ευαισθησία μια ιστορία που θα μπορούσε να υπογράφει ο Leonard Cohen – όπως κάνουν στο «Rivertale», το κομμάτι που κλείνει το «Junk». Και να συνεχίζουν το ατέρμονο χορευτικό τους πανηγύρι, γεμάτο με ρυθμούς, beats και ό,τι άλλο πρέπει για ένα γερό αποκριάτικο ξεφάντωμα.
3 punk-jazz classics
«Punk Jazz - The Jaco Pastorius Anthology»
Για κάποιο λόγο ο δεξιοτέχνης «άταστος» μπασίστας των Weather Report θεωρείται αρχετυπική punk-jazz φιγούρα. Έζησε γρήγορα, έντονα και ρυθμικά. Πέθανε νέος.
«New York Noise»
Όλο το νεοϋορκέζικο underground μουσικό κύκλωμα της punk περιόδου (1977-1982) συγκεντρωμένο σε ένα άλμπουμ. Οι βασικές αρχές ενός θορυβώδους dance ιδιώματος με ξεκάθαρες jazz και punk προδιαγραφές.
«James White’s Flaming Demonics»
Μπορεί να έχει μισοξεχαστεί αυτό το προχωρημένο punk-jazz διαμάντι του James Chance, όμως αποτελεί τέλειο παράδειγμα του diabolus in musica – σε ό,τι αφορά τη σύγχρονη μουσική.