Με δύο πολύ αξιόλογα ρεσιτάλ πιάνου, αυτά του Στέφανου Θωμόπουλου και της Λευκής Καρποδίνη, ολοκληρώθηκε ουσιαστικά η τρέχουσα καλλιτεχνική σαιζόν σε ό,τι αφορά το συγκεκριμένο κορυφαίο μουσικό όργανο.
Τις προάλλες (15/6), η εμφάνιση του Θωμόπουλου σηματοδότησε τo φινάλε του πολύτιμου 5ου κύκλου πιανιστικών ρεσιτάλ με τίτλο «Το πιάνο στα forte του», που επιμελείται με δεδομένη σοβαρότητα, αυταπάρνηση και αίσθηση κοινωνικής αγωγής ο πιανίστας Στέφανος Νάσος. Φέτος, ο -ανά διετία, πλέον, διοργανούμενος- κύκλος έλαβε χώρα στον «Πειραϊκό Σύνδεσμο». Από τις 11 Μαΐου, έξι συναυλίες στην «Αίθουσα Βαρώνου Κίμωνος Ράλλη» του πειραιώτικου ωδείου αποτέλεσαν ευκαιρία (επανα)γνωριμίας με καταξιωμένους ή ταλαντούχους σολίστ του πιάνου. Όλοι τους κλήθηκαν να δαμάσουν ένα ιστορικό «Steinway», που χρειάσθηκε επειγόντως συντήρησης/επισκευής. Παρότι ο Γιάννης Μαρκάκης έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε, ο ήχος του συγκεκριμένου πιάνου απείχε αρκετά από τα υψηλότατα στάνταρντς του διάσημου οίκου.
Κάθε ρεσιτάλ του Θωμόπουλου -που, εν προκειμένω, συνδυάσθηκε και με διήμερο masterclass τού και Καθηγητή στο Ωδείο της γαλλικής Νίκαιας- αποτελεί σημαντικό γεγονός. Ο πιανίστας ανήκει (μαζί -εντελώς ενδεικτικά!- με τους Τζοβανάκη, Ζουγανέλη, Γουβέλη, Νάσο, Παληό, Λαζαρίδη, Κυριόσογλου ή ακόμη τον κατά τι νεώτερο Βαρβαρέσο) σε μία ικανότατη γενιά 40ρηδων σολίστ, η οποία εντυπωσιάζει σταθερά με την ευρύτητα ρεπερτορίου, τη δεξιοτεχνική σιγουριά και την εκφραστική πληρότητα του παιξίματός της.

Στο ερεθιστικό ωριαίο πρόγραμμα γειτνίασαν συνθέσεις της εποχής του ρομαντισμού με (νεο)ρομαντικής διάθεσης έργα συνθετών του 20ού αιώνα. Το πρώτο μέρος περιελάμβανε κυρίως κομμάτια του Λιστ (τις 2 Μπαλλάντες και την μεταγραφή του βαγκνερικού «Θανάτου της Ιζόλδης») και τον «Άνεμο» του Αλκάν. Ο Θωμόπουλος έκανε ξανά επίδειξη των σπάνιων αρετών του, όπως το πλαστικότατο φραζάρισμα, η μουσικότητα και -πρωτίστως- η σκανδαλιστικής άνεσης προβολή τόσο του μουσικού συντακτικού όσο και του περιεχομένου των έργων.
Τι απόλαυση να ακούς με μοναδική καθαρότητα όχι μόνο όλες τις νότες αλλά και τα συναισθήματα, τις διαθέσεις και τις ατμόσφαιρες που κρύβονται πίσω από αυτές! Πόσο ανάγλυφα αποδόθηκαν η μελαγχολία κάθε Μπαλλάντας και η μέχρις εκστάσεως υπερβατική σύζευξη έρωτα και θανάτου στην καταληκτική σκηνή του «Τριστάνου», πόση περιγραφική δύναμη διέθεταν οι ριπές του ανέμου κατά τον Αλκάν…
Εύλογα πιο μειωμένης έντασης, το δεύτερο μέρος δεν υπολειπόταν σε ενδιαφέρον. Αρχικά ακούσθηκε μια «Μαντινάδα» του Γιώργου Κουμεντάκη, μία ακόμη ψηφίδα στον διαρκή γόνιμο διάλογο του -παρόντος στην αίθουσα- συνθέτη με την ελληνική -εν προκειμένω, πατρογονική, κρητική- παράδοση. Ο Θωμόπουλος την απέδωσε με ακρίβεια, προαπαγγέλλοντας και σιγοτραγουδώντας ταυτόχρονα τους στίχους της μαντινάδας. Η ίδια σαφήνεια και λιτότητα έκφρασης χαρακτήρισε και την εκτέλεση τριών κομματιών από την «Musica ricercata» του Λίγκετι, με τις ορατές μπαρτοκικές επιρροές.
Τη βραδιά ολοκλήρωσε μία γεμάτη φαντασία, χιούμορ και αδιόρατη λικνιστική διάθεση ερμηνεία των τριών μερών από τον «Πετρούσκα» του Στραβίνσκυ στην μεταγραφή για πιάνο του ίδιου του συνθέτη. Το ηχοχρωματικά πλούσιο, συμφωνικών ποιοτήτων παίξιμο δεν απέκλειε, πάντως, ενίοτε και μια πιο γωνιώδη, «μοντερνιστική» προσέγγιση, υπενθυμίζοντας τη μεγάλη εξοικείωση του Θωμόπουλου με το σύγχρονο ρεπερτόριο.
Ιδιότυπα ρομαντική διάθεση πρόδιδε και το απρόσμενο ανκόρ, …η «Συννεφιασμένη Κυριακή» του Τσιτσάνη στη γνωστή διασκευή του Χατζιδάκι, που δικαίωσε τον πιο Ευρωπαίο από τους εκπροσώπους του ρεμπέτικου…

Αν ο Θωμόπουλος περιέλαβε στο πρόγραμμά του τον «Θάνατο της Ιζόλδης», η Καρποδίνη άρθρωσε ένα ολόκληρο ρεσιτάλ (23/5, Ίδρυμα Β. & Μ. Θεοχαράκη) γύρω από τη θεματική «Έρωτας – θάνατος στα χρόνια του ρομαντισμού», με έργα του κεντροευρωπαϊκού ρομαντισμού, γραμμένα περί τα μέσα του 19ου αιώνα, λίγο πριν δηλ. από την όπερα «Τριστάνος και Ιζόλδη» του Βάγκνερ.
Ολόκληρο το πρώτο μέρος κάλυψαν συνθέσεις του ζεύγους Σούμαν αλλά και του Μπραμς, που, ως γνωστόν, έτρεφε βαθιά συναισθήματα για την Κλάρα Βηκ-Σούμαν. Σφρίγος, ακρίβεια άρθρωσης, προσεγμένες διακυμάνσεις ταχυτήτων και δυναμικών χαρακτήρισαν εν προκειμένω το παίξιμο της σολίστ. Λόγω της καλής χρήσης του ρουμπάτο, η μορφολογική ευελιξία της νεανικής «Αραμπέσκ» του Ρόμπερτ Σούμαν φωτίσθηκε περισσότερο επιτυχημένα από την ιδιότυπη εσωτερικότητα του περιεχομένου της. Χωρίς εκπτώσεις ως προς την δεξιοτεχνία, οι απερίφραστα λυρικές «Τρεις Ρομάντζες» της Βηκ-Σούμαν ήχησαν εκφραστικά πιο εναργείς. Στις αρμονικά συγγενείς «4 Μπαλλάντες» του Μπραμς, η μάλλον αυστηρή ερμηνεία συνοδεύθηκε από συναισθηματική νηφαλιότητα αλλά και ενδιαφέρουσα προβολή λεπτομερειών (όπως π.χ. σε χρωματισμούς, στα στακκάτι της 4ης Μπαλλάντας).
Ήταν σε αυτό το έργο, όπως και στα δύο υπόλοιπα της βραδιάς, που η εκλεκτή σολίστ ανέδειξε θαυμάσια τις εναλλαγές διαθέσεων της ρομαντικής γραφής, τις διαφορετικές όψεις του -ενίοτε ταραγμένου- ψυχισμού των μεγάλων δημιουργών. Λεπταίσθητες αποχρώσεις ήχου, γλαφυρή προβολή των μελωδικών, «φωνητικών» ποιοτήτων κάθε παρτιτούρας και σπάνια ευγένεια συναισθήματος δικαίωσαν τα κοσμαγάπητα «Τρία όνειρα αγάπης» του Λιστ. Με μια αφηγηματικά εύροη ερμηνεία της δεξιοτεχνικά και εκφραστικά άκρως απαιτητικής -λόγω της δομικής και συναισθηματικής πυκνότητάς της- «Φαντασίας» του Σοπέν οδηγήθηκε σε κορύφωση το ρεσιτάλ, αποδεικνύοντας το βάθος κατανόησης του ρομαντικού ρεπερτορίου από την Καρποδίνη.
Η συνεπής συναυλιακή και παιδαγωγική δραστηριότητα της ακμαίας πιανίστριας εξηγεί και την ξεχωριστή θέση που αυτή κατέχει σήμερα μεταξύ των ομοτέχνων της. Είναι, βέβαια, αληθές, ότι ο μεγάλος και ευγενής «συναγωνισμός» μεταξύ των ανδρών πιανιστών δεν παρατηρείται εξίσου και στις γυναίκες, ή ακριβέστερα εντοπίζεται στις αρκετές διακεκριμένες σολίστ της προηγούμενης γενιάς και κάποιες από τις ανερχόμενες της νεώτερης…