Το «1821» ως πηγή διαρκούς μουσικής έμπνευσης

Λίγο πριν την 200ή επέτειο από το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης, δύο πρόσφατες εκδηλώσεις έστρεψαν το ενδιαφέρον στη μουσική της αποτύπωση.

Το «1821» ως πηγή διαρκούς μουσικής έμπνευσης

Λίγο πριν την 200ή επέτειο από το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης, δύο πρόσφατες εκδηλώσεις έστρεψαν το ενδιαφέρον στη μουσική της αποτύπωση. Η πρώτη εστίασε σε έργα που γράφτηκαν από Ευρωπαίους συνθέτες κατά το ρομαντικό 19ο αιώνα, εποχή πάμπολλων εθνικών απελευθερωτικών κινημάτων. Η δεύτερη προσπάθησε να σκιαγραφήσει με όρους σύγχρονου μουσικού θεάτρου έναν από τους εμβληματικούς πρωταγωνιστές του «1821».

Ως γνωστόν, η Εθνική Λυρική Σκηνή έχει ήδη ανακοινώσει τη διοργάνωση το 2021 σχετικού αφιερώματος, κεντρικό στόχο του οποίου θα συνιστά η ανάγνωση της Ελληνικής Επανάστασης όχι ως ένα τοπικό, αλλά ως ένα διεθνούς εμβέλειας ιστορικό γεγονός, καθώς και η κατάδειξη της σύνδεσης με τις κορυφαίες επαναστάσεις που οδήγησαν στη δημιουργία των μεγάλων ανεξάρτητων κρατών-εθνών του σύγχρονου κόσμου.

Ένα πρώτο δείγμα προσέγγισης του θέματος από τη σύγχρονη ελληνική δημιουργία αποτέλεσε η παραγγελία από την Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ μιας νέας όπερας στον συνθέτη Δημήτρη Μαραγκόπουλο: τα «Οράματα και θάματα του Στρατηγού Μακρυγιάννη» παρουσιάσθηκαν εκεί σκηνικά επί τριήμερο (πρεμιέρα: 5/4).

Δύσκολα θα μπορούσε κανείς να αμφισβητήσει εν προκειμένω την επιλογή ενασχόλησης με τον Ιωάννη Μακρυγιάννη, προβεβλημένη όσο και αμφιλεγόμενη ιστορική προσωπικότητα του 1821. Το γεγονός ότι ο -πολυκύμαντος- βίος, η παρουσία και τα γραπτά του Μακρυγιάννη απέχουν αρκετά από το να έχουν τύχει μιας -κατά το δυνατόν- αντικειμενικής ιστορικής θεώρησης (λόγω της διαφορετικής «πρόσληψης» της κληρονομιάς του από τη γενιά του ’30, την ελληνική αριστερά και κυρίως τις διάφορες νεοορθόδοξες και εθνικιστικές αφηγήσεις) διατηρεί σταθερά αμείωτο το ενδιαφέρον για τον συγκεκριμένο «ήρωα» και το τι αυτός εκπροσωπεί διαχρονικά…

Μεγαλύτερο προβληματισμό γέννησε, αντιθέτως, η επιλογή ως ποιητικού κειμένου του νέου έργου όχι των «Απομνημονευμάτων» του Μακρυγιάννη, αλλά των «Οραμάτων και Θαμάτων». Στο αλλόκοτο αυτό έργο, η σχεδόν παραληρηματική γραφή μαρτυρά έναν πολύπλοκο ψυχισμό και μια εκρηκτική φαντασία, που εντάσσεται όμως σ’ένα ευρέως διαδεδομένο συλλογικό ασυνείδητο.

Το δυσχερές εγχείρημα μεταγραφής του μακρυγιαννικού λόγου σε λιμπρέτο ανέλαβε ο ποιητής Αλέκος Λούντζης, ο οποίος σεβάσθηκε -σε ό,τι αφορά την ταξινόμηση σε σκηνές και την μετρική προσρμογή- την υβριδική μορφή του πρωτοτύπου (μεταξύ χρονικού και εκστατικής εξομολόγησης) και τη γραφή σε ζωντανή δημώδη γλώσσα. Τούτα αποτυπώθηκαν με επιτυχία τόσο μουσικά όσο και σκην(οθετ)ικά. Στην παράσταση συνυπήρχαν δύο παράλληλες αφηγήσεις: εάν η πρώτη διέτρεχε τη ζωή του Μακρυγιάννη μέσα από τα δραματοποιημένα οράματά του, χωρίς να αίρει τις αντιφάσεις ή/και αμετροέπειες του χαρακτήρα, η δεύτερη αφορούσε τον σημερινό ακροατή/θεατή, προσπαθώντας να ενεργοποιήσει και τη δική του πρόσληψη για τα δρώμενα.

Το «1821» ως πηγή διαρκούς μουσικής έμπνευσης - εικόνα 1
Ο ετοιμοθάνατος Μακρυγιάννης (Ζαχαρίας Καρούνης) εν μέσω της γυναίκας του (Ιωάννα Φόρτη) και του γιατρού (Νίκος Κοτενίδης): από τη 2η σκηνή της όπερας του Δημήτρη Μαραγκόπουλου «Οράματα και θάματα του Στρατηγού Μακρυγιάννη» που παρουσιάσθηκε στην Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ (πρεμιέρα: 5/4) © Δημήτρης Σακαλάκης

Εξαιρετικό ενδιαφέρον είχε η μουσική γλώσσα που επέλεξε ο Μαραγκόπουλος, και η οποία αποτελεί συνέχεια παλαιότερων αναζητήσεών του για μία σύγχρονη μουσική καταγραφή της «ελληνικότητας». Στον πολύμορφο μουσικό καμβά του συνυπήρξαν γόνιμα κλασικά (κλαρινέτο, κόρνο και βιολοντσέλο), παραδοσιακά (ούτι, κεμανές, νέϊ, τσίμπελ, κρουστά) και μοντέρνα (πλήκτρα, synthesizer) όργανα, τεχνικές της βυζαντινής μουσικής (π.χ. ψαλτικό μέλος) και της όπερας, ηλεκτρονικοί ήχοι, νησίδες ατονικότητας, ακόμη και ραπ!

Ο «ελληνικός» ήχος κυριάρχησε στη φωνητική γραφή ιδίως του πρωταγωνιστή και τη σχετική οργανική συνοδεία, ενώ ο «δυτικός», ηλεκτρονικός ήχος υπέβαλε και οριοθετούσε ψυχολογικές ατμόσφαιρες. Την ευφάνταστη ενορχήστρωση απέδωσε έξοχα ένα εκλεκτό οκταμελές ενόργανο σύνολο υπό την εμπνευσμένη, αφηγηματικά εύροη μουσική διεύθυνση του Μάρκελλου Χρυσικόπουλου.

Αν το ακρόαμα σίγουρα δικαίωσε από πλευράς διαθέσεων το θέμα και τον κεντρικό χαρακτήρα (καθώς το πολυδιάστατο ηχητικό σύμπαν παρέπεμπε ευθέως στον γεμάτο ένταση κόσμο ονείρων, οραμάτων, προσευχών, εξωπραγματικών καταστάσεων στον οποίο παρεισφρέουν πραγματικά γεγονότα και πρόσωπα, στο παιχνίδι δηλ. ανάμεσα στο φανταστικό και το ρεαλιστικό), το έργο δύσκολα θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως «όπερα».

Παρά τη χρήση αυτοτελών εργαλείων της οπερατικής φόρμας, η ιδιαιτερότητα της φωνητικής γραφής, η ανεπαρκής προώθηση της δραματουργίας μέσω λόγου (πεζού, ρετσιτατίβι) και μουσικής, η εν γένει στατικότητα λόγου, μουσικής και σκηνικής παρουσίασης δεν συνηγορούν ούτε για την ένταξή του στο υπό ευρεία θεώρηση «μουσικό θέατρο». Περισσότερο έφερνε προς σκηνική καντάτα, πολλώ δε μάλλον που και το θέαμα υπηρέτησε με συνέπεια την όλη στατική σύλληψη/προσέγγιση.

Στη σκηνοθεσία της Μαρίας Γυπαράκη κυριάρχησε η αφαίρεση, περισσότερο απ’ό,τι στα σκηνικά (ένας αλληγορικός χώρος, με σπαράγματα αγαλμάτων και ερειπίων, στοίβες χαρτιών κλπ.) και κοστούμια του Γιώργου Βαφιά, που είχαν συχνά ιστορικές αναφορές. Ενίοτε ακριβής, ενίοτε ατυχής (όπως στην απεικόνιση του Ιωάννη του Βαπτιστή), ενίοτε αφελής ή αβαρής (π.χ. στην ανάμνηση της μάχης της Ακρόπολης), η σκην(οθετ)ική αφήγηση (υπό τους υποβλητικούς φωτισμούς του Δημήτρη Κουτά) δεν διέθετε σαφές στίγμα, χωρίς πάντως να ενοχλήσει, στο μέτρο που επέτρεπε διαφορετικές προσλαμβάνουσες για κάθε ακροατή.

Της ολιγομελούς και ισορροπημένης διανομής δέσποσε ο τραγουδιστής Ζαχαρίας Καρούνης, φωνητικά, υποκριτικά και εκφραστικά ιδανικός Μακρυγιάννης. Από τους λοιπούς ρόλους (που ερμήνευσαν γνωστοί μονωδοί του λυρικού θεάτρου) ξεχώρισε η μεσόφωνος Ιωάννα Φόρτη ως σύζυγος του Στρατηγού. Παρότι η παρουσία δύο οκταμελών χορών πρόβαλε ίσως λίγο εξεζητημένη, η συμμετοχή της Χορωδίας του Δήμου Αθηναίων ήταν θετική.

Η όλη έντιμη και προσεγμένη δουλειά θα άξιζε να παρουσιασθεί -και εκτιμηθεί- εκ νέου στο πλαίσιο των σχεδιαζόμενων επετειακών εκδηλώσεων της ΕΛΣ το 2021.

Το «1821» ως πηγή διαρκούς μουσικής έμπνευσης - εικόνα 2
Η Ακαδημαϊκή Χορωδία Νέων Αθηνών και η Μεικτή Χορωδία του Εθνικού Ωδείου ερμηνεύουν αποσπάσματα από τον «Ύμνο εις την Ελευθερίαν» του Σολωμού σε μελοποίηση Μάντζαρου και ενορχήστρωση Φιδετζή, συνοδευόμενες από την «Φιλαρμόνια Ορχήστρα Αθηνών» υπό τον Βύρωνα Φιδετζή («Ολύμπια – Δημοτικό Μουσικό Θέατρο Μαρία Κάλλας», 23/3) © vi3.com

Λίγες μέρες νωρίτερα (23/3), την φετινή επέτειο της Εθνικής Παλιγγενεσίας τίμησε μόνο η «Φιλαρμόνια Ορχήστρα Αθηνών» σε συναυλία της στο «Ολύμπια – Δημοτικό Μουσικό Θέατρο Μαρία Κάλλας». Τούτο δεν αποτέλεσε καμία έκπληξη για το πρώτο ιδιωτικό ορχηστρικό σύνολο της χώρας, που συνίδρυσαν ο αρχιμουσικός Βύρων Φιδετζής, ακάματος εργάτης της Ελληνικής έντεχνης μουσικής, και ο καθηγητής Ιστορικής Μουσικολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Νίκος Μαλιάρας.

Το πρόγραμμα περιελάμβανε κυρίως έργα Ευρωπαίων συνθετών που άντλησαν έμπνευση από τον αγώνα των Ελλήνων για ανεξαρτησία. Ολόκληρο το πρώτο μέρος κάλυψε η εκτενής σκηνική μουσική (για ορχήστρα, σολίστες και χορωδίες) του Μπετόβεν για το θεατρικό έργο «Τα ερείπια των Αθηνών» του φον Κότσεμπου, η οποία παίχθηκε για πρώτη φορά ολόκληρη στην πρωτεύουσα. Γραμμένη το 1811, λίγα χρόνια πριν από την έκρηξη του Αγώνα, η ιδεολογικά φορτισμένη παρτιτούρα αναφέρεται ακριβώς στο πένθος της Ευρώπης για την υποδούλωση της Ελλάδας στους Οθωμανούς.

Η θεατρική ερμηνεία που διέπλασε ο Φιδετζής έσφυζε από γνήσια ρομαντικό πάθος (και …αρκετά παραπανίσια ντεσιμπέλ από χάλκινα πνευστά και χορωδία!), το οποίο άμβλυναν ωραία «ανατολίτικα» ακούσματα, όπως το «Τούρκικο εμβατήριο» και το «Χορωδιακό των Δερβίσηδων». Το ντουέτο των σκλαβωμένων Ελλήνων απέδωσαν με στυλιζαρισμένες δόσεις ηρωϊκού τραγουδιού αλλά και ευγενές συναίσθημα η υψίφωνος Άννα Στυλιανάκη και ο βαθύφωνος Πέτρος Μαγουλάς.

Μετά το διάλειμμα ακούσθηκαν αρχικά η εισαγωγή στην όπερα «Η Πολιορκία της Κορίνθου» του Ροσσίνι (σε μιαν αρκούντως στιβαρή εκτέλεση) και τα «Τρία νεοελληνικά τραγούδια για φωνή και πιάνο» του Ντβόρζακ σε φροντισμένη ενορχήστρωση Φιδετζή, τα οποία απέδωσε στα ελληνικά, με πάντοτε ηδύ τίμπρο και καθαρή άρθρωση, ο τενόρος Ζάχος Τερζάκης. Επίσης σε ενορχήστρωση Φιδετζή και μεταγραφή για μεικτή χορωδία δόθηκαν στη συνέχεια τρία αποσπάσματα από τον «Ύμνο εις την Ελευθερίαν» του Σολωμού σε μελοποίηση Μάντζαρου. Πολλοί ίσως αγνοούν ότι η πρώτη γραφή αφορά ανδρική χορωδία και πιάνο.

Η βραδιά ολοκληρώθηκε με τον εθνικό ύμνο της Γαλλίας, την περίφημη «Μασσαλιώτιδα» στην -αφιερωμένη στον Ρουζέ ντε Λιλ- εκδοχή του Μπερλιόζ (1830) για υψίφωνο, χορωδία και ορχήστρα και με ελληνικούς στίχους που αποδίδονται στον Ρήγα Φεραίο. Το ενδιαφέρον εν προκειμένω υπήρξε μάλλον ακαδημαϊκό, καθώς η μεγαλόπρεπη ενορχήστρωση ήχησε ακόμη πιο θορυβώδης λόγω της άχαρης ακουστικής των «Ολυμπίων».

Αντιθέτως, την προσοχή τράβηξε περισσότερο το μοναδικό «εκτός θεματικής» έργο της βραδιάς, η «Χορωδιακή καντάτα» για υψίφωνο και ανδρική χορωδία του Χαλικιόπουλου-Μάντζαρου, γραμμένη στα 1823/4, κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, σε πρώτη πλήρη αναβίωσή της στην Αθήνα. Χαρακτηριστικό δείγμα της καθαρόαιμα ιταλικής παιδείας του γενάρχη της νεοελληνικής μουσικής, η καντάτα παρέπεμπε ευθέως στο μεταιχμιακό ύφος μιας εποχής, κατά την οποία η δύση του κλασικισμού συνέπιπτε με τη γέννηση και άνθηση του ρομαντικού μπελ-κάντο. Από την καθ’όλα προσεγμένη ερμηνεία ξεχώρισε το καλλιεπές τραγούδι της υψιφώνου Μαριλένας Στριφτόμπολα.

Σε όλο το πρόγραμμα εκτιμήθηκε ιδιαίτερα η συμβολή τριών χορωδιακών συνόλων, της Παιδικής Χορωδίας «Μανώλης Καλομοίρης» (διδασκαλία: Σάββας Ρακιντζάκης), της Ακαδημαϊκής Χορωδίας Νέων Αθηνών (διδασκαλία: Νίκος Μαλιάρας) και της Μικτής Χορωδίας του Εθνικού Ωδείου (διδασκαλία: Σπύρος Κλάψης). Παρά τα σαφή περιθώρια βελτίωσης από πλευράς συντονισμού και εκφοράς του αδόμενου λόγου, ο ενθουσιασμός και η σοβαρότητα των νέων χορωδών συνιστά καλό οιωνό για το μέλλον.

Η συνολικά επιτυχημένη βραδιά θύμισε εύστοχα τη διεθνή διάσταση της εθνικής επετείου, την κομβική της σημασία για την Ευρωπαϊκή πολιτική αλλά και πολιτιστική ιστορία. Αν η σημερινή Ελλάδα διέθετε ένα στοιχειώδη πολιτιστικό σχεδιασμό στο χώρο της σοβαρής μουσικής και μεγαλύτερη οικονομική άνεση, θα ώφειλε να ηγηθεί ποικιλοτρόπως της αναβίωσης της σωρείας φιλελληνικής χροιάς έργων (μεταξύ των οποίων και ουκ ολίγες όπερες) που ενέπνευσε σε μουσουργούς από κάθε γωνιά της Ευρώπης -ειδικά δε την Ιταλία- ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας των Ελλήνων και τα οποία παραμένουν μέχρι σήμερα στην αφάνεια…

Διαβάστε ακόμα

Τελευταία άρθρα Μουσική

Η Εθνική Λυρική Σκηνή εγκαινιάζει το Opera Club

To πρωτοποριακό πρόγραμμα μελών, στοχεύει να φέρει πιο κοντά τους φίλους της λυρικής τέχνης στον μαγικό κόσμο της ΕΛΣ.

27/10/2025

Γιώργος Νικηφόρου Ζερβάκης και Βιολέτα Ίκαρη συναντιούνται στον Σταυρό του Νότου Club

Θα παρουσιάσουν τη μουσική σύμπραξη με τίτλο "Ρίζες και Ρεύματα" σε δύο βραδιές.

10 χρόνια String Demons στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών

Μαζί τους μία αγαπημένη φωνή, η Idra Kayne και ο μπασίστας Μιχάλης Απαρτόγλου του heavy rock συγκροτήματος Jacks Full.

Sabaton & Helloween: Το Release Athens 2026 παρουσιάζει δύο κορυφαίες ημέρες σκληρού ήχου

Το line-up της μέρας των Sabaton συμπληρώνουν οι Savatage και Epica.

Οι Monophonics δημιουργούν τη μουσική που αγαπούν αγνοώντας τις τάσεις

Λίγο πριν το διπλό ραντεβού του με το ελληνικό κοινό στο "Gazarte" (31/10 & 1/11), το γκρουπ μιλάει στο "α".

Brian Jackson: "Θέλαμε ν' ανακατέψουμε επαναστατική σκέψη και πανανθρώπινα ζητήματα"

Άνθρωπος με αποτύπωμα στη σύγχρονη μαύρη μουσική, έρχεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα και, με την αφορμή, μας μίλησε για την τζαζ, το χιπ χοπ, τις ιστορικές του συνεργασίες με τον Gil Scott-Heron, αλλά και για τη μεταξύ τους ρήξη.

Το ασταμάτητο ραπ δίδυμο Las Ninyas Del Corro στο "Arch"

Τις Ισπανίδες θα πλαισιώσουν οι δικές μας DJ Pitsouni, 0-100 Σειρένε και Sci-Fi River.