Εξαιρετικά σπάνιες ήσαν κατά την φετινή χρονιά οι βραδιές μουσικής δωματίου, ιδίως αυτές για κουαρτέτα. Εύλογα, τα θαυμάσια προγράμματα που χάρισαν πρόσφατα σε αθηναϊκές αίθουσες το εμπειρότατο γαλλικό κουαρτέτο εγχόρδων «Διοτίμα» και το νεοπαγές, πολυεθνικής σύνθεσης κουαρτέτο με πιάνο «Κορνέϊγ» αποτέλεσαν αληθινές οάσεις για τους φιλόμουσους.
Στις 28/3, το περίφημο «Κουαρτέτο Διοτίμα», ένα από τα πλέον δραστήρια των καιρών μας -που έχει επανειλημμένα εμφανισθεί και στην Αθήνα- έδωσε στη Μικρή Σκηνή της Ωνασείου Στέγης ένα συναρπαστικό ρεσιτάλ με κουαρτέτα των Μπάρτοκ και Μαρκέα.
Τα έξι κουαρτέτα εγχόρδων του Μπάρτοκ αποτελούν, αναμφίβολα, ένα από τα σημαντικότερα κεφάλαια του σχετικού ρεπερτορίου του 20ού αιώνα. Τον πλήρη κύκλο ακούσαμε -από τέσσερα διαφορετικά κουαρτέτα!- για τελευταία φορά το 2008 στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών: οι «Διοτίμα» είχαν τότε ερμηνεύσει το 6ο. 20 χρόνια μετά την ίδρυσή του, το γαλλικό κουαρτέτο ηχογράφησε πρόσφατα τον κύκλο (για λογαριασμό της γαλλικής δισκογραφικής εταιρείας Naïve), λαμβάνοντας από τον διεθνή τύπο διθυραμβικές κριτικές, στις οποίες τονίσθηκε, μεταξύ άλλων, το πόσο η ερμηνεία τους ωφελήθηκε από την εκτεταμένη συναυλιακή απόδοση -και ωρίμανση- των έργων.
Με δεδομένη την πλούσια εμπειρία των τεσσάρων μουσικών στο ρεπερτόριο της αβαν-γκαρντ, αναμενόταν με μεγάλο ενδιαφέρον η ερμηνεία των άκρως απαιτητικών συνθέσεων του Μπάρτοκ, οι οποίες συνέβαλαν, ως γνωστόν, τα μέγιστα στη διαμόρφωση του μουσικού μοντερνισμού. Η ρυθμικά σβέλτη πλην άκρως αναλυτική προσέγγισή τους φώτισε έξοχα το περίτεχνο μουσικό συντακτικό και την αρχιτεκτονική των έργων, χωρίς να αφήνει σε κανένα σημείο τη φόρμα να κατισχύει της έκφρασης: κομβική στάθηκε εν προκειμένω η πλαστικότητα της φραστικής, που δεν περιορίσθηκε στη συστηματική -και λίγο έως πολύ παγιωμένη πλέον- αιχμηρότητα.
Τούτα υπηρέτησαν μια ιδιαιτέρως επιτυχημένη εκτέλεση του λυρικού 2ου Κουαρτέτου, με το οποίο άνοιξε το ρεσιτάλ: με πόση καθαρότητα και νηφαλιότητα συναισθήματος αποδόθηκε η εναλλαγή διαθέσεων και ψυχολογικών καταστάσεων, οι συνεχείς φορτίσεις και αποφορτίσεις της γραφής, οι εντάσεις και οι ιμπρεσιονιστικές της επιρροές. Στο 1ο Κουαρτέτο, η αποφυγή κάθε υστερορομαντικής ρητορικής συνέβαλε στην ανάδειξη της εσωτερικής λογικής και πυκνότητας μιας γραφής με πληθώρα αναφορών στην παραδοσιακή ουγγρική μουσική. Σε αμφότερα τα έργα εντυπωσίασε η ηχητική ευκρίνεια και ορθοτονία των μουσικών, η ποιότητα και το βάθος του μεταξύ τους διαλόγου (που εισήγαγε με μεγάλη αυτοπεποίθηση το α’ βιολί του Γιουν-Πενγκ Ζάο), η αισθητική και πνευματική τους συνοδοιπορία. Η απόδοση των δύο πρώτων κουαρτέτων υπενθύμισε γλαφυρά τη σημασία τους στην εξέλιξη ύφους και γραφής του συνθέτη.
Εμβόλιμα, παίχθηκε το κουαρτέτο «Τα νέα ερείπια των Αθηνών» (2018), μια παραγγελία του Φεστιβάλ τεχνών του Μόντε Κάρλο στον εγκατεστημένο στη Γαλλία Έλληνα συνθέτη Αλέξανδρο Μαρκέα. Εάν το έργο μοιράζεται -όπως και τα δυο πρώτα κουαρτέτα του Μπάρτοκ- αρκετά κοινά χαρακτηριστικά (από άποψη μορφής/φόρμας και ατμόσφαιρας) με τα τελευταία κουαρτέτα του Μπετόβεν, η έμπνευσή του παραπέμπει ευθέως στη σκηνική μουσική «Τα ερείπια των Αθηνών» του «τιτάνα» της μουσικής (την οποία, παρεμπιπτόντως, είχαμε ακούσει, στην πλήρη της εκδοχή, μόλις πέντε μέρες νωρίτερα στο πλαίσιο συναυλίας της ορχήστρας «Φιλαρμόνια» στα «Ολύμπια»!).
Το κουαρτέτο βασίσθηκε στην τεχνοτροπία του πουαντιγισμού, με τις σκόρπιες νότες του να συνιστούν μια μουσική αναφορά/περιήγηση στα «ερείπια» της σύγχρονης αθηναϊκής πραγματικότητας, όπως υποδηλώνει και ο τίτλος. Η αντισυμβατική σκηνική τοποθέτηση των μουσικών σε διαγώνια διάταξη έκανε ακόμη πιο ανάγλυφη την κινηματογραφικής διάστασης παραγωγή από τα 4 έγχορδα σπαραγμάτων αλλόκοτων ήχων και εφέ, στα οποία ήταν κυρίαρχη η παρουσία του ανέμου. Η υψηλού βαθμού συγκέντρωση και η χειρουργική ακρίβεια των «Διοτίμα» υπηρέτησαν χωρίς δυσκολία και αυτό το ιδιότυπης αρμονικής, πλην διάστικτο από θαυμαστού χρονισμού αιχμές γωνιώδους φραστικής παιχνίδι…

Στις αρχές Φεβρουαρίου (4/2), μία εξίσου -αν και για διαφορετικούς λόγους- συναρπαστική βραδιά χάρισαν στην -ομοίως έξοχης ακουστικής- αίθουσα του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός» στο κέντρο της πόλης, το Κουαρτέτο (όχι αποκλειστικά εγχόρδων, αλλά με πιάνο) «Κορνέϊγ». Το πολυεθνικής σύνθεσης κουαρτέτο ιδρύθηκε μόλις προ τριετίας από δύο παλιούς γνώριμους, τον ελληνοϊαπωνικής καταγωγής βιολιστή Νωέ Ινουί και τον Θεσσαλονικιό πιανίστα Βασίλη Βαρβαρέσο (που έχουν επανειλημμένα συμπράξει σε διάφορα σχήματα μουσικής δωματίου), την Ολλανδή τσελίστρια Έλλα φαν Πάουκε και τον Γεωργιανό βιολίστα Γκεόργκι Κοβάλεφ.
Η συναυλία -που διοργανώθηκε, ως συνήθως υποδειγματικά, από την εταιρεία «Concerts & Opera» της κας Δομνίκης Παπαθανασίου- ξεκίνησε με το 2ο Κουαρτέτο με πιάνο Κ. 493 του Μότσαρτ. Της εκτέλεσης ηγήθηκαν, με παίξιμο εξωστρεφές και ζωντανό οι Ινουί και Βαρβαρέσος, καθώς οι συνοδοιπόροι τους ήχησαν πιο συγκρατημένοι εκφραστικά. Μοιραία, οι ισορροπίες που απαιτεί ο κλασικισμός διαταράχθηκαν, έστω και εάν το φωτεινό στίγμα και η κομψότητα της γραφής προβλήθηκαν σε γενικές γραμμές με επάρκεια.
Αντιθέτως, την περισσότερο επιτυχημένη ερμηνεία του ρομαντικού «Κουαρτέτου με πιάνο αρ. 3» του Μπραμς οριοθέτησαν ο σεβασμός στις αγωγικές ενδείξεις και τα καλά σταθμισμένα τέμπι (ιδιαίτερα στο στοχαστικό andante), η ένταση του διαλόγου (π.χ. στο εκρηκτικό σκέρτσο, που δόθηκε και ως ανκόρ) και οι δεξιοτεχνικά ανεπίληπτες συνεισφορές κάθε μουσικού. Ζητούμενο παρέμεινε, πάντως, η εναργέστερη απόδοση του μυστηρίου και της υφέρπουσας μελαγχολίας του έργου.
Υψηλές θερμοκρασίες χαρακτήρισαν και την ερμηνεία μιας ακόμη απερίφραστα ρομαντικής παρτιτούρας, του εκτενούς και εξαιρετικά απαιτητικού «Κουαρτέτου για πιάνο» του Σούμαν, με το οποίο ολοκληρώθηκε η βραδιά. Ο παλμός, οι διαβαθμίσεις δυναμικής και οι γλαφυρές εναλλαγές διαθέσεων κατέδειξαν σαφή αντίληψη της μουσικής δραματουργίας, ενώ με άνεση αποκωδικοποιήθηκε το συμφωνικής πυκνότητας μουσικό συντακτικό. Η ρυθμικά στιβαρή παρουσία και η φαντασία του Βαρβαρέσου, το χυμώδες παίξιμο του Ινουί, η μουσικότητα της φαν Πάουκε και του Κοβάλεφ εγγυήθηκαν στιχομυθίες αδιάλειπτου ενδιαφέροντος που φώτισαν την ειλικρίνεια και τις αποχρώσεις του συναισθήματος, καθοριστικά συστατικά της σουμανικής δημιουργίας.
Συνολικά, μια εξαιρετικά ευχάριστη βραδιά που επιβεβαίωσε ότι η (δεξιο)τεχνική αρτιότητα, η περίσσεια ταλέντου και η ενσυναίσθηση ύφους των μουσικών της νέας γενιάς (όπως τα μέλη του «Κορνέϊγ») δικαιώνονται ακόμη καλύτερα μέσα από τη χαρά του να «κάνουν μουσική»…