
Δύο συναυλίες στο Μέγαρο Μουσικής τον Ιανουάριο σηματοδότησαν το πανηγυρικό -αλλά και κάπως ανορθόδοξο-ξεκίνημα των επετειακών εκδηλώσεων του «Έτους Σκαλκώτα». Με αφορμή τη συμπλήρωση 70 χρόνων από τον πρόωρο θάνατο του σημαντικού Έλληνα μουσουργού, ο Οργανισμός Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, ο Σύλλογος «Οι Φίλοι της Μουσικής» με τη Μουσική Βιβλιοθήκη «Λίλιαν Βουδούρη», η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών και η Ένωση Ελλήνων Μουσουργών, πρόκειται να συνδιοργανώσουν, σε συνεργασία με το Ίδρυμα Αιμιλίου Χουρμουζίου-Μαρίκας Παπαϊωάννου, σειρά εκδηλώσεων καθ’όλο το 2019.
Στην εναρκτήρια συναυλία, πάντως, στην «Αίθουσα Χρ. Λαμπράκης» (11/1), όπου την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών διηύθυνε ο διακεκριμένος Ελβετοαμερικανός ακαδημαϊκός και αρχιμουσικός Λέον Μπότσταϊν, ο Σκαλκώτας εκπροσωπήθηκε μόνο με πέντε από τους «Ελληνικούς Χορούς», και δη τους πιο γνωστούς («Πελοποννησιακός», «Ηπειρώτικος Ι», «Ηπειρώτικος ΙΙ», «Χωστιανός», «Κλέφτικος»). Η υπερβολικά προσεκτική, εκ του ασφαλούς εκτέλεση υπενθύμισε πόσο δύσκολο είναι για τους μη ανατολικοευρωπαίους μαέστρους να αποκωδικοποιήσουν την πολύπλοκη εναρμόνιση και τους ιδιαίτερους ρυθμούς των ελληνικών παραδοσιακών χορών, που ηχούσαν εν προκειμένω ενίοτε βαριά ή βαρετά, συχνά αδιάφορα.
Κατά τα λοιπά, το όλο πρόγραμμα συνδεόταν από ελάχιστα έως καθόλου με τον Σκαλκώτα! Προσπερνώντας τον -για διαφορετικούς λόγους- μάλλον ατυχή τίτλο της συναυλίας («Σκαλκώτας, Μητρόπουλος, Τσοντάκης: Τρεις μεγάλοι Ελληνες συνθέτες»), ούτε στο «Κοντσέρτο γκρόσσο» του Μητρόπουλου (ένα από τα τελευταία έργα του, προτού αφοσιωθεί στην καριέρα του αρχιμουσικού), ούτε στο «Κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα αρ. 2» του ελληνικής καταγωγής Αμερικανού Γιώργου Τσοντάκη θα ανίχνευε κανείς κάποια ευθεία ή έμμεση αναφορά στο εν γένει συνθετικό έργο του τιμώμενου.
Ακόμη χειρότερα, καμία απολύτως σχέση με αυτό δεν είχε η ορχηστρική σουίτα από την όπερα «Ο Ιππότης με το ρόδο» του -κατ’εξοχήν συντηρητικού- Ρίχαρντ Στράους, με την οποία ολοκληρώθηκε η βραδιά. Τη σουίτα σχηματοποίησε με θέματα από την όπερα -σε συνεργασία με τον συνθέτη (ή με την ανοχή του;)- ο Πολωνός αρχιμουσικός Άρτουρ Ροντζίνσκι. Παρά το θορυβώδες ξεκίνημα και την όχι σφιχτή διάπλαση της φραστικής, για τα οποία ευθύνεται ο 72χρονος (Πολωνοεβραϊκής καταγωγής) αρχιμουσικός, οι κολοσσιαίες δυνάμεις της ΚΟΑ -προεξαρχόντων των πνευστών- ανταποκρίθηκαν με επάρκεια στις απαιτήσεις του εμβληματικά ρομαντικού έργου, στο οποίο αισθησιακά βαλς παρεμβάλλονται μεταξύ λυρικών επεισοδίων/σκηνών.
Περισσότερο φροντισμένων ερμηνειών έτυχαν τα δύο άλλα έργα. Με εξαίρεση την στριφνή καταληκτική φούγκα, τα μυστήρια της οποίας και πάλι δεν επιλύθηκαν, το αυστηρό, πυκνογραμμένο «Κοντσέρτο γκρόσσο» του Μητρόπουλου αποδόθηκε με εναργή ανάδειξη της -νεοκλασικής αντίληψης- αντιστικτικής γραφής και εστιασμένο ήχο από τα έγχορδα. Στο νεορομαντικό κοντσέρτο του Τσοντάκη ξεχώρισε η διαφάνεια και ο ηχοχρωματικός πλούτος της γραφής τόσο για την ορχήστρα όσο και για το βιολί, στο οποίο επιφυλασσόταν ρόλος «πρώτου μεταξύ ίσων». Έστω και αν η ορχηστρική συνοδεία δεν υπήρξε πάντοτε διαυγής, ο ορθοτονικά αψεγάδιαστος ήχος και το σπάνιας ρευστότητας, ευγένειας και ευαισθησίας παίξιμο του εξαίρετου Θεσσαλονικιού βιολιστή Αντώνη Σουσάμογλου (που αντικατέστησε, χωρίς την παραμικρή σχετική ανακοίνωση στο έντυπο πρόγραμμα ή στην αίθουσα, τον αρχικά προβλεπόμενο σολίστ) δικαίωσε το λυρισμό της ζωηρόχρωμης παρτιτούρας.

O Tσοντάκης ήταν παρών στη συναυλία, όπως και σε αυτήν που έδωσε τρεις μέρες αργότερα (14/1) στην «Αίθουσα Δημ. Μητρόπουλος» η «Φιλαρμόνια Ορχήστρα Αθηνών» υπό το Νίκο Τσούχλο. Οι συνθέσεις του τράβηξαν και πάλι περισσότερο το ενδιαφέρον από αυτές, ελάσσονες του Σκαλκώτα, που περιλαμβάνονταν επίσης στο πρόγραμμα.
Η βραδιά άνοιξε και έκλεισε με σύντομες μεταγραφές του Σκαλκώτα, σε κριτική επιμέλεια του μουσικού υλικού τους από το μουσικολόγο Γιάννη Σαμπροβαλάκη. Αρχικά παίχθηκαν οι -κατά το ήμισυ- ενορχηστρώσεις (για κουαρτέτο εγχόρδων και μικρό ορχηστρικό σύνολο) δύο σονατών για τσέμπαλο (K. 96 & 446) του Ντομένικο Σκαρλάττι, που προορίζονταν για παράσταση του Εθνικού Θεάτρου, στο αρχείο του οποίου και εντοπίσθηκαν. Στο τέλος, προσφέρθηκαν τρία αποσπάσματα (από τα συνολικά ένδεκα μέρη) του λαϊκού μπαλέτου «Η Θάλασσα», που ο συνθέτης μετέγραψε για μικρή ορχήστρα. Όσο καλή και αν ήταν η εκτέλεση, η ομορφιά του έργου (που ακόμη δεν έχει χορογραφηθεί!) αναδεικνύεται σαφέστερα στην ολότητά του.
Αν η «Θάλασσα» συνετέθη για τη χορογράφο Πολυξένη Ματτέυ, η χορευτική σουίτα για μικρό σύνολο οργάνων -πνευστά και κουϊντέτο εγχόρδων- «Τα Παγανά», που ακούσθηκε ενδιάμεσα, γράφτηκε ύστερα από ανάθεση της χορογράφου Κούλας Πράτσικα. Κατόπιν διαφωνίας τους, όμως, αυτό που σώζεται σήμερα είναι ένα ετερόκλιτο συμπίλημα για «παιδαγωγική» χρήση, αφού από τα συνολικά 14 μέρη της μόνο τρία φαίνεται ότι προέρχονται από την πένα του Σκαλκώτα: τα υπόλοιπα αποτελούν ενορχηστρώσεις πιανιστικών κομματιών των Μπάρτοκ και Στραβίνσκυ, ενός κομματιού αγνώστου αναγεννησιακού συνθέτη καθώς και των παραδοσιακών χριστουγεννιάτικων καλάντων! Η προσεγμένη ερμηνεία δεν αρκούσε, εύλογα, να αναιρέσει το περιορισμένο ενδιαφέρον του ακροάματος.
Εμβόλιμα, προσφέρθηκαν άλλα δύο έργα του Τσοντάκη. Οι άξιοι βιολιστές της ΚΟΑ και συνοδοιπόροι στο Κουαρτέτο εγχόρδων Αθηνών Απόλλων Γραμματικόπουλος και Παναγιώτης Τζιώτης απέδωσαν με (δεξιο)τεχνική ασφάλεια, καλαισθησία και άριστη αίσθηση του διαλόγου (φιλικού ή ανταγωνιστικού) το «Unforgettable – Κοντσέρτο για δύο βιολιά». Τη νοσταλγική και ατμοσφαιρική παρτιτούρα, που προδίδει καλή αφομοίωση των ιμπρεσιονιστικών και μινιμαλιστικών της επιρροών, ανέδειξαν εξίσου γλαφυρά ορχήστρα και αρχιμουσικός.
Άρτια αποδόθηκε και η -αφιερωμένη στη μνήμη της μητέρας του- εκτενέστερη ορχηστρική σύνθεση «Clair de lune» («Φεγγαρόφωτο»). Αν η περίτεχνη, σκοτεινή γραφή εντασσόταν και πάλι αβίαστα στην αισθητική του νεορομαντικού ιδιώματος, ηχούσε συχνά εκφραστικά φλύαρη…
Σε κάθε περίπτωση, η καθ’όλα ευπρόσδεκτη γνωριμία με το πρόσφατο δημιουργικό έργο του Τσοντάκη μάλλον θόλωσε αυτή με το σκαλκωτικό σύμπαν, αν κάτι τέτοιο αποτελούσε ζητούμενο των πρώτων συναυλιών. Ουσιαστικότερο βήμα για την κατανόηση και αποτίμηση του προσωπικού στίγματος και της προσφοράς του Χαλκιδαίου συνθέτη ίσως συνιστούσε, αντιθέτως, η ακρόαση των -αρκετών- μειζόνων έργων του, και μάλιστα σε γόνιμη αντιπαράθεση/διάλογο με αυτά των σημαντικότερων εκπροσώπων του μεσοπολεμικού μουσικού μοντερνισμού, όπως και η απόπειρα σκηνικής παρουσίασης των χοροδραμάτων ή/και του μοναδικού παραμυθοδράματός του…