Η παράξενη γοητεία μιας ιδιαίτερα κυνικής «Μανόν»

Άλλο ένα δύσκολο στοίχημα κέρδισε η Εθνική Λυρική Σκηνή ανεβάζοντας επιτυχημένα, μετά από 52 χρόνια, την «Μανόν» του Μασνέ.

Η παράξενη γοητεία μιας ιδιαίτερα κυνικής «Μανόν»

Άλλο ένα δύσκολο στοίχημα κέρδισε η Εθνική Λυρική Σκηνή ανεβάζοντας επιτυχημένα, μετά από 52 χρόνια, την «Μανόν» του Μασνέ. Η αναγκαία επιστροφή στο δραματολόγιο μιας από τις εμβληματικότερες όπερες του γαλλικού ρεπερτορίου δεν ήταν διόλου απλή υπόθεση, καθώς το δημοφιλές ανά τον κόσμο έργο έχει απολύτως συγκεκριμένες απαιτήσεις σε μουσικό και θεατρικό επίπεδο. Αμφότερες αντιμετωπίσθηκαν με σοβαρότητα και επάρκεια.

Τη νέα παραγωγή υπέγραψε ο διακεκριμένος σκηνοθέτης του θεάτρου Θωμάς Μοσχόπουλος, ο οποίος έχει ήδη δοκιμασθεί -και διεθνώς- στην όπερα, μολονότι οι προηγούμενες -προ δεκαετίας- δουλειές του στην Ελλάδα («Ταμερλάνος» στο Φεστιβάλ Αθηνών, «Πρωτομάστορας» στην ΕΛΣ) μάλλον είχαν προβληματίσει. Εν προκειμένω, ο Μοσχόπουλος επέλεξε να αποφύγει την αναπαράσταση της -πρωτίστως θεματικής- αμφιθυμίας του έργου, προτείνοντας μιαν ανάγνωση σύγχρονη και εξαιρετικά κυνική. Σεβόμενος -με τη βοήθεια του συνθέτη Κορνήλιου Σελαμσή- τη μουσική δραματουργία παρά την αφαίρεση περίπου μισής ώρας μουσικής (λόγω περικοπών των εμβόλιμων μπαλέτων και επεισοδίων που παραπέμπουν στον 18ο αιώνα), μετέφερε τη δράση σε μιαν οποιαδήποτε προηγμένη δυτική κοινωνία, σ’έναν κόσμο εφήμερων επιθυμιών, απολαύσεων και επιβεβαιώσεων. Κομβική αποδείχθηκε προς αυτήν την κατεύθυνση η επιλογή ενός ψυχρά φωτισμένου (από την Σοφία Αλεξιάδου) μονοτοπικού ημιαφαιρετικού σκηνικού (Ευαγγελία Θεριανού), που μεταμορφωνόταν λειτουργικά, ανάλογα με την πλοκή, από παγερή αίθουσα αεροδρομίου (Α’ και Ε’ πράξεις) σε μικρό διαμέρισμα σύγχρονης πολυκατοικίας (Β’ πράξη), σε αίθουσα ντεφιλέ μόδας και εκκλησία (Γ’ πράξη) ή ακόμη σε μοντέρνα λέσχη χαρτοπαιξίας και άλλων ηδονών (Δ’ πράξη). Δεσπόζουσα δραματουργική παρουσία επιφυλάχθηκε σ’έναν …ιμάντα αποσκευών, διαδοχικά χώρο άφιξης, κοινωνικής ανέλιξης, εξιλέωσης και τραγικής πτώσης της κεντρικής ηρωίδας.

Εξίσου σημαντική ήταν και η σκην(οθετ)ική παρουσίαση των χαρακτήρων: η Μανόν ως μία εν πολλοίς αμοραλίστρια που καταστρέφεται από το ναρκισσισμό της, ο ιππότης Ντε Γκριέ ως ένας αδύναμος, οριακά αφελής νέος που καθοδηγείται από το εμμονικό ερωτικό πάθος του, ο ξάδελφος Λεσκώ ως ένας καθ’όλα συμφεροντολόγος συγγενής, ο πατέρας ντε Γκριέ ως δείγμα αδίστακτου οικογενειάρχη της άρχουσας τάξης, οι Ντε Μπρετινύ και ντε Μορφονταίν ως ακόλαστοι, ισχυροί ευγενείς. Τα εντυπωσιακά πολύχρωμα κοστούμια της Κλαιρ Μπρέισγουελ και η κινησιολογία της Σοφίας Πάσχου (έξοχη η kinky χορογραφία της γκαβότας της Γ’ πράξης!) συνέβαλαν καθοριστικά στην ευανάγνωστη οπτικοποίηση μιας κυρίαρχης -ενίοτε στα όρια αβάσταχτης ελαφρότητας και κιτς- ανεμελιάς.

Η παράξενη γοητεία μιας ιδιαίτερα κυνικής «Μανόν» - εικόνα 1
Η μοιραία για τους πρωταγωνιστές αίθουσα χαρτοπαιξίας ενός διαφορετικού «Πανδοχείου της Τρανσυλβανίας»: στιγμιότυπο από την Δ’ πράξη της όπερας «Μανόν» του Μασνέ που προτείνεται -μέχρι τις 30/12- στην «Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος» της Εθνικής Λυρικής Σκηνής στο ΚΠΙΣΝ

Η όλη προσέγγιση διέθετε ρυθμό και εσωτερική λογική, ενώ ικανοποίησε ως προς τη θεατρική καθοδήγηση του συνόλου των συντελεστών. Όμως, θα ξένισε σίγουρα τους «πουρίστες» της όπερας, και ενδεχομένως να μην διευκόλυνε μιαν ακριβή (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό!) πρώτη γνωριμία του σημερινού ελληνικού κοινού με την «Μανόν». Αξιοποιώντας το βασισμένο στο μυθιστόρημα του Αβά Πρεβό λιμπρέττο των Μεγιάκ και Ζιλ, ο Μασνέ συνέθεσε ένα έργο ποικίλλων αισθητικών τάσεων, με το οποίο μετέφερε επιδέξια στο περιβάλλον -και το κοινό- της γαλλικής μπελ-επόκ στοιχεία, διαθέσεις και καταστάσεις από δύσαντες κόσμους, όπως αυτοί του μπαρόκ και της «grand opéra». Συνεκτικό αρμό του έργου αποτέλεσε, όμως, η δυνατότητα να ευχαριστεί και να συγκινεί ταυτόχρονα, να ενεργοποιεί συναίσθημα και κοινωνικό προβληματισμό, μέσω χαρακτήρων που αποτελούν ταυτόχρονα θύματα και θύτες.

Παρά τη σαφή επίγνωση των διλημμάτων αυτών, ο Μοσχόπουλος προσέφερε μία συνεκτική μεν πλην αναγκαστικά μονομερή -και μάλλον περιοριστική στο διδακτισμό της (όπως τονίσθηκε με σαφήνεια στο σημείωμά του)- θεώρηση, η οποία εστίασε στις (αναπόφευκτα μοιραίες;) συνέπειες μιας επιφανειακής, άκρατα καταναλωτικής αντίληψης της ζωής, κατά την οποία η εύκολη αναρρίχηση ελέω ομορφιάς, σεξ και ουσιών οδηγεί νομοτελειακά στην απότομη τραγική πτώση… Σημαίνοντα ρόλο στις συνολικά επιτυχημένες εντυπώσεις διαδραμάτισαν οι αξιόλογες επιδόσεις και στο μουσικό επίπεδο, αρχής γενομένης από τη μουσική διεύθυνση, «στοιχείο που συμβάλλει αποφασιστικά- περισσότερο και από τους τραγουδιστές- σε μια επιτυχημένη ερμηνεία της ‘Μανόν’», όπως ορθά επισημαίνει ο Νίκος Δοντάς στον -και πάλι υποδειγματικό- προγραμματικό τόμο. Αναδεικνύοντας ισόρροπα την αισθησιακή μελωδικότητα και τον παλμό μιας παρτιτούρας-κράματος διαμετρικά αντίθετων μουσικών στυλ, η γαλλικών ποιοτήτων διαφάνεια και καλλιέπεια ήχου αλλά και η αφηγηματική ρευστότητα που εκμαίευσε από την Ορχήστρα της ΕΛΣ ο Λουκάς Καρυτινός διασφάλισαν την τόσο αναγκαία για την άμβλυνση της σκληρότητας της σκηνοθετικής ματιάς ευαισθησία.

Κάπως παράδοξα, αντίστοιχα συμπληρωματικά λειτούργησε και το πρωταγωνιστικό ζεύγος της παράστασης της 16/12 που παρακολουθήσαμε. Ως γνωστόν, στη συγκεκριμένη κωμική όπερα, ο -απομειωμένος, πλέον- πεζός λόγος έχει μετατραπεί σε θεμελιώδες στοιχείο -όπως και το τραγούδι- της φωνητικής δραματουργίας, περιπλέκοντας τις προκλήσεις για τους τραγουδιστές. Ειδικά για την Μανόν, ο συνδυασμός ενός δροσερού και φωτεινού ηχοχρώματος με την άρτια απόδοση και νοηματοδότηση της γαλλικής προσωδίας είναι εκ των ων ουκ άνευ. Αν και δεν διαθέτει στο έπακρο ένα τέτοιο εκφραστικό οπλοστάσιο, η Μυρτώ Παπαθανασίου επιβεβαίωσε, στην πρώτη της μάλιστα αναμέτρηση με τον επώνυμο ρόλο, γιατί θεωρείται σήμερα ως η κορυφαία λυρική μας τραγουδίστρια. Η σπάνια θεατρική της αντίληψη επέτρεψε την ιδανική για μια τέτοια παραγωγή αποτύπωση της Μανόν, κυρίως μέσω της έντονης σκιαγράφησης της εξέλιξης της κεντρικής ηρωίδας, χωρίς να έχει κανείς την αίσθηση διαφορετικής «περσόνας» σε κάθε σκηνή. Λίγο ωχρή στην Α’ και υπερβολική στην Δ’ πράξη, η Λαρισαία υψίφωνος έλαμψε στη γκαβότα της Γ’ πράξης, ενώ απογείωσε την Β’ και την Ε’ πράξη, συγκινώντας στο φινάλε.

Η παράξενη γοητεία μιας ιδιαίτερα κυνικής «Μανόν» - εικόνα 2
Στην εκκλησία του Αγίου Σουλπικίου, ο -αβάς, πλέον- Ντε Γκριέ (Κωνσταντίνος Κληρονόμος) βασανίζεται για το αν πρέπει να επιστρέψει -λόγω του πάθους του για την Μανόν- στα εγκόσμια: στιγμιότυπο από την 2η Σκηνή της Γ’ πράξης της όπερας «Μανόν» του Μασνέ («Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος» της Εθνικής Λυρικής Σκηνής στο ΚΠΙΣΝ) © Δημήτρης Σακαλάκης

Πλάι της, ο Κωνσταντίνος Κληρονόμος ενσάρκωσε, με προσεγμένο τραγούδι, καθαρή άρθρωση και υποκριτικό μέτρο, έναν ευπρόσδεκτα εσωστρεφή αλλά όχι εκφραστικά υποτονικό Ντε Γκριέ, που ουδόλως εξαφανίσθηκε από τη σκηνική πληθωρικότητα της παρτεναίρ του. Παρότι η φωνή δεν ανθίζει πάντοτε στην υψηλή περιοχή, το τίμπρο και η αισθητική τραγουδιού του Έλληνα τενόρου ηχούν ενδεδειγμένα για το γαλλικό ρεπερτόριο. Οι πολυάριθμοι δευτεραγωνιστικοί ρόλοι αποδόθηκαν αρκετά καλά και με στρωτή εκφορά του λόγου, ιδίως στην περίπτωση του βαθύφωνου Πέτρου Μαγουλά (Κόμη Ντε Ντε Γκριέ) και του βαρύτονου Χάρη Ανδριανού (Ντε Μπρετινύ).

Αντιθέτως, ο σταθερά δημοφιλής βαρύτονος Διονύσης Σούρμπης (Λεσκώ) και ο τενόρος Νίκος Στεφάνου (Γκυγιό ντε Μορφονταίν) ικανοποίησαν περισσότερο δραματικά. Πέραν της μάλλον ατυχούς σκηνικής απεικόνισής τους, οι Πουσσέτ, Ζαβότ και Ροζέτ των Βιολέττας Λούστα, Ρόζας Πουλημένου-Καπόν και Έλενας Μαραγκού δεν ήχησαν πάντοτε πλήρως συντονισμένες. Αξιοπρεπής ήταν, τέλος, η συμμετοχή της Χορωδίας της ΕΛΣ. Η θερμή υποδοχή του κοινού επιβεβαίωσε, αν μη τι άλλο, ότι η θαρραλέα ανανέωση και η τολμηρή σκηνοθετική προσέγγιση του δραματολογίου του μοναδικού λυρικού μας θεάτρου επί ημερών Γιώργου Κουμεντάκη έχει και λόγο ύπαρξης και αντίκρυσμα…

Η «Μανόν» θα παρουσιάζεται για 5 ακόμη παραστάσεις (19, 21, 23, 26 και 30 Δεκεμβρίου) στην «Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος» της ΕΛΣ στο ΚΠΙΣΝ, όπου τον πρωταγωνιστικό ρόλο αναλαμβάνει, πέρα από την Μυρτώ Παπαθανασίου, η υψίφωνος Χριστίνα Πουλίτση.

Περισσότερες πληροφορίες

«Μανόν»

  • Όπερα

Η διάσημη όπερα του Ζιλ Μασνέ επιστρέφει στην Εθνική Λυρική Σκηνή αλλά και στην αθηναϊκή μουσική ζωή έπειτα από 52 χρόνια. Σε μουσική διεύθυνση Λουκά Καρυτινού και Κλεάντε Ρούσο (στις τελευταίες δύο παραστάσεις), σκηνοθεσία Θωμά Μοσχόπουλου και με δύο σπουδαίες Ελληνίδες σοπράνο, τη Μυρτώ Παπαθανασίου και τη Χριστίνα Πουλίτση, εκ περιτροπής στον επώνυμο ρόλο.

Εθνική Λυρική Σκηνή - αίθουσα «Σταύρος Νιάρχος»

Κέντρο Πολιτισμού - Ίδρυμα «Σταύρος Νιάρχος», Λεωφ. Συγγρού 364, Καλλιθέα
  • Βινιέτες Μουσικής

Διαβάστε ακόμα

Τελευταία άρθρα Μουσική

The Ex: Η διαρκής ίντριγκα του άναρχου αυτοσχεδιασμού

Σταθερώς ασυμβίβαστοι, οι Ολλανδοί ξανάρχονται για τρεις συναυλίες σε Αθήνα (2/11), Θεσσαλονίκη (31/10) & Λάρισα (1/11), οι οποίες αναμένεται να ενώσουν όσους αγαπούν το πανκ, την τζαζ και τις πολιτικοποιημένες ηχητικές μεταμορφώσεις.

ΓΡΑΦΕΙ: ΧΑΡΗς ΣΥΜΒΟΥΛΙΔΗς
29/10/2025

Μια περιήγηση στη νεότερη ελληνική μουσική δημιουργία με το Collegium Musicum Αθηνών

Υπό τη διεύθυνση του Νίκου Αθηναίου, το σύνολο φωτίζει σημαντικούς σταθμούς του ελληνικού 20ού αιώνα.

Η Εθνική Λυρική Σκηνή εγκαινιάζει το Opera Club

To πρωτοποριακό πρόγραμμα μελών, στοχεύει να φέρει πιο κοντά τους φίλους της λυρικής τέχνης στον μαγικό κόσμο της ΕΛΣ.

Γιώργος Νικηφόρου Ζερβάκης και Βιολέτα Ίκαρη συναντιούνται στον Σταυρό του Νότου Club

Θα παρουσιάσουν τη μουσική σύμπραξη με τίτλο "Ρίζες και Ρεύματα" σε δύο βραδιές.

10 χρόνια String Demons στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών

Μαζί τους μία αγαπημένη φωνή, η Idra Kayne και ο μπασίστας Μιχάλης Απαρτόγλου του heavy rock συγκροτήματος Jacks Full.

Sabaton & Helloween: Το Release Athens 2026 παρουσιάζει δύο κορυφαίες ημέρες σκληρού ήχου

Το line-up της μέρας των Sabaton συμπληρώνουν οι Savatage και Epica.