Μεγάλες απολαύσεις χάρισαν τα αφιερωμένα στον Σούμπερτ δύο πρώτα ρεσιτάλ πιάνου της Ελίζαμπετ Λεόνσκαγια στην «Αίθουσα Δημ. Μητρόπουλος» του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών. Ο κύκλος με όλες τις σονάτες για πιάνο (και όχι μόνο) του Αυστριακού συνθέτη, που θα δώσει, σε έξι συνολικά ρεσιτάλ κατά την τρέχουσα και την επόμενη καλλιτεχνική περίοδο, η σπουδαία σολίστ δικαίως θεωρείται ως ένα από τα κορυφαία γεγονότα της αθηναϊκής μουσικής ζωής.
Γεννημένη στη Γεωργία, εγκατεστημένη εδώ και 40 χρόνια στη Βιέννη, η 73χρονη Ρωσίδα πιανίστα είναι βαθύτατα εξοικειωμένη -κατά πολλούς, και ταυτισμένη- με το έργο του Σούμπερτ, με το οποίο έχει επανειλημμένα αναμετρηθεί συναυλιακά και δισκογραφικά. Η ιδιαίτερη αυτή σχέση οφείλει πολλά τόσο στις ποικίλες καταβολές και το βιεννέζικο αγκυροβόλι όσο και στη μαθητεία της κοντά στον μέγα Σβιατοσλάβ Ρίχτερ, σπουδαίο ερμηνευτή και αυτού του ρεπερτορίου.
Στο ρεσιτάλ της 20/10, ακούσθηκαν οι Σονάτες αρ. 4 (D.537) και 18 (D.894), όπως και η «Φαντασία του οδοιπόρου». Το πιο πρόσφατο της 29/11 περιελάμβανε τις Σονάτες αρ. 3 (D.459&459a), 13 (D.664) και 16 (D.845). Όλα τα έργα αποδόθηκαν με (δεξιο)τεχνική σιγουριά και εκφραστική άνεση, με ήχο πλούσιο αλλά και ικανό για λεπτές αποχρώσεις, με ευγένεια συναισθήματος που δεν απέκλειε ούτε τη σποραδική αυστηρότητα ούτε το μεγαλύτερο πάθος, με διανοητική κυριαρχία. Κυρίως όμως υπηρετήθηκαν από μία έξοχη χρήση του legato, που διασφάλιζε -παρά τη μεγάλη διάρκειά τους- την αβίαστη εκτύλιξη του μελωδικού υλικού μέσα από την αξιοποίηση ωραίων διακυμάνσεων σε ταχύτητες και δυναμικές, τη σοφή χρήση παύσεων/σιωπών και στίξεων ή ακόμη τις θαυμάσιες μετατροπίες.
Πέρα από τη ρευστή και συγκινησιακά πειστική ανάδειξη της μουσικής, η βαθιά κατανόηση του ανήσυχου σουμπέρτιου σύμπαντος επέτρεψε, εν προκειμένω, και τη γλαφυρή προβολή της εξέλιξης της πιανιστικής γραφής του συνθέτη.

Στις δύο νεανικές σονάτες εντυπωσίασε η καθαρότητα απόδοσης του μουσικού συντακτικού, η οποία συνοδεύθηκε στην μεν 3η με έγνοια για την «ενοποίηση» των πέντε, κάπως αυτόνομων κομματιών που την απαρτίζουν, στην δε 4η με την αφηγηματικά γλαφυρή απόδοση των διαφορετικών διαθέσεων και κλιμάτων της, αλλά και της ιδιότυπης ποιητικής της. Η μεταγενέστερη 13η Σονάτα (γνωστή ως η «μικρή» σε λα μείζονα) ήχησε φωτεινή, αέρινη, υπέρκομψα κλασική μέσα από το εκφραστικό cantabile της Λεόνσκαγια.
Εξίσου επιτυχημένα τονίσθηκαν οι μπετοβενικές καταβολές κομματιών, όπως η περίφημη «Φαντασία του οδοιπόρου» και η 16η Σονάτα. Στη «Φαντασία» η γεμάτη παλμό ερμηνεία απέφυγε αχρείαστες βιρτουοζίστικες επιδείξεις, εστιάζοντας στη νοηματοδότηση της φορτισμένης δραματουργίας μέσω εύροης συναρμογής δύναμης και ευαισθησίας, ρυθμικά στιβαρού και πιο ποιητικού παιξίματος. Αντιθέσεις, ενέργεια και λυρισμός αξιοποιήθηκαν και στη δύσκολη 16η Σονάτα (τη «μεγάλη» σε λα ελάσσονα), παρότι μια κάποια εκφραστική αποστασιοποίηση πρόδιδε μάλλον βούληση εξισορρόπησης μεταξύ του πλούτου της φόρμας (της μεγάλης δηλ. θεματικής ποικιλίας) και του συναισθηματικού περιεχομένου της μουσικής.
Της πιο συναρπαστικής ανάγνωσης έτυχε η εκτενής, μυστηριώδης 18η Σονάτα, λόγω της ισορροπημένης ανάδειξης, με αγωγικά εύγλωττα τέμπι και αμέτρητες φωτοσκιάσεις, της στοχαστικής/ποιητικής και της πιο δραματικής/σκοτεινής της διάστασης.
Καθώς αμφότερα τα απαιτητικά προγράμματα προϋπέθεταν αυξημένη συναισθηματική εγρήγορση και πνευματική συγκέντρωση, τα εκτός προγράμματος αντίδωρα της Λεόνσκαγια (το πρώτο από τα «Τρία κομμάτια για πιάνο» και οι 3ος και 4ος «Αυτοσχεδιασμοί» του έργου 90) αποφόρτισαν έκαστη βραδιά, χαρίζοντας ονειρικές, αισθαντικές καταλήξεις.
Η φιλοξενία των ρεσιτάλ στη μικρή -πλην ασφυκτικά γεμάτη- «Αίθουσα Δημ. Μητρόπουλος» μπορεί να στέρησε από ένα ευρύτερο κοινό τη γνωριμία με μια μεγάλη κυρία του πιάνου, διασφάλισε όμως μιαν ατμόσφαιρα ξεχωριστής θέρμης, ανάλογης αυτής του παιξίματός της…