Η φετινή επέτειος 150 χρόνων από τον θάνατο του Ροσσίνι δεν άλλαξε κάτι στις συνήθειες του ομώνυμου Φεστιβάλ Όπερας (ROF) στο Πέζαρο. Στη γενέτειρά του, ο μεγάλος συνθέτης τιμάται κάθε χρόνο υποδειγματικά, με αποτέλεσμα οι εορτασμοί να έχουν συμβολική μόνο σημασία. Όχι τυχαία, βέβαια, η 39η διοργάνωση περιελάμβανε τρεις νέες οπερατικές παραγωγές, γεγονός αξιοσημείωτο για ένα συνήθως μετρημένο φεστιβάλ. Όχι τυχαία παρουσιάσθηκαν σκηνικά αφενός το δημοφιλέστερο έργο του, ο περίφημος «Κουρέας της Σεβίλλης», αφετέρου δύο σπανιότατα παιζόμενες όπερες, το «Ριτσάρντο και Τζοράϊντε» και η «Αντίνα», που γράφτηκαν πριν από ακριβώς 200 χρόνια!
Καθώς το υψηλό μουσικό επίπεδο του Φεστιβάλ παραμένει αδιαπραγμάτευτο -πουθενά αλλού ανά τον κόσμο δεν ερμηνεύεται τόσο καλά ο Ροσσίνι όσο στο Πέζαρο, έστω και αν τα πρωταγωνιστικά ζεύγη σε όλες τις παραγωγές αποτελούνταν από μη Ιταλούς τραγουδιστές- ήσαν οι σκηνοθεσίες που τράβηξαν κυρίως τα βλέμματα, προκαλώντας αρκετές συζητήσεις…
Η ανάθεση στον χαλκέντερο Πιερ Λουίτζι Πίτσι αυτής του «Κουρέα της Σεβίλλης» -όπερας που, γενικά, σπάνια έτυχε ευτυχούς ανεβάσματος στο ROF!- δικαιολογήθηκε από την εκπεφρασμένη βούληση των υπευθύνων να μην αντιμετωπίζεται το ροσσίνειο αριστούργημα ως μπουφόνικη φάρσα, αλλά ως κωμωδία χαρακτήρων. Στην παραδόξως …παρθενική (!) σκηνοθετική αναμέτρηση με το έργο στα 88 του χρόνια, ο Πίτσι επιβεβαίωσε τις σταθερές της κλασικής πλέον τέχνης του: σκηνική κομψότητα και σχεδόν μινιμαλιστική λιτότητα σε κυρίαρχα ασπρόμαυρο φόντο, επιδέξια θεατρική διδασκαλία των μονωδών στη μεγάλη σκηνή -και το περιμετρικό της τάφρου τμήμα αυτής- της «Αδριατικής Αρένας» (έστω και με το κόστος αποσυντονισμών στα σύνολα), συνδυασμός έξυπνων ευρημάτων (π.χ. στο σπαρταριστό μάθημα μουσικής) με πιο παραδοσιακές επιλογές (ένας Μπάρτολο που δεν μπορεί να προφέρει το «ρ», ένας Μπαζίλιο που τραύλιζε κλπ.), γλαφυρή ανάδειξη των -συμφεροντολόγων- προσωπικοτήτων. Ο καλός ρυθμός της παράστασης άμβλυνε την ενίοτε υπερβολική αποστασιοποίηση της θεώρησης…
Αυτή αποφεύχθηκε από πλευράς ακροάματος με την αρκούντως αφρώδη και αφηγηματικά εύροη μουσική διεύθυνση του Καναδού Υβ Αμπέλ, επικεφαλής μιας ανεπίληπτης Εθνικής Συμφωνικής Ορχήστρας της ΡΑΙ του Τορίνου και μιας καλά προετοιμασμένης Χορωδίας του «Τεάτρο Βεντίντιο Μπάσσο» του Άσκολι. Και σε επίπεδο τραγουδιού, η ικανοποίηση ήταν μεγάλη, ιδίως στο βαθμό που η διανομή συνδύαζε ταλαντούχους νέους με καταξιωμένους, έμπειρους τραγουδιστές, άπαντες ικανούς στα ρετσιτατίβι. Τις ισχυρότερες εντυπώσεις άφησε ο Φίγκαρο του βαρύτονου Νταβίντε Λουτσάνο που σκιαγράφησε τον κατ’εξοχήν «λαϊκό» χαρακτήρα με πλούσιο τίμπρο, αιχμηρότητα εκφοράς του λόγου και κεφάτη υπόκριση.
Οι υπόλοιποι προσαρμόσθηκαν απόλυτα στη σκηνοθετική άποψη για τους ρόλους τους. Ο αριστοκρατικός Αλμαβίβα του Ρώσου τενόρου Μαξίμ Μιρόνωφ αναπλήρωσε με την άνετη κίνηση και το δεξιοτεχνικά προσεγμένο και εκφραστικό τραγούδι την απουσία ενός ηδύτερου φωνητικού ηχοχρώματος. Η κακομαθημένη Ροζίνα της Ιαπωνίδας μεσοφώνου Άγια Ουακιζόνο ξεχώρισε περισσότερο για την σκηνική της χάρη παρά για τις -απλώς αξιοπρεπείς- φωνητικές της επιδόσεις. Χωρίς να είναι ο μπάσσος buffo που απαιτεί ο ρόλος του Μπάρτολο, ο βαρύτονος Πιέτρο Σπανιόλι έλαμψε με το κύρος και το μέτρο της υπόκρισης (και με το απρόσμενο φαλτσέτο στην «αριέττα του Καφαριέλλο»), όπως και ο σπουδαίος βαθύφωνος Μικέλε Περτούζι ως Μπαζίλιο, που απέδωσε με υποδόριο σαρκασμό την άρια «της συκοφαντίας». Η βετεράνος μεσόφωνος Έλενα Τζίλιο ενσάρκωσε την υπηρέτρια Μπέρτα με χιούμορ και πονηριά.
Η ενθουσιώδης υποδοχή κοινού και κριτικών οδήγησε ήδη πολλούς στο να κάνουν λόγο για μια ερμηνεία αναφοράς. Ίσως θα έπρεπε να περιμένει κανείς το τεκμήριο της οπτικοακουστικής αποτύπωσης της -οπωσδήποτε επιτυχημένης- παράστασης για να διατυπώσει ασφαλέστερη ετυμηγορία…

Η πλέον αναμενόμενη φετινή παραγωγή ήταν αυτή της όπερας «Ριτσάρντο και Τζοράϊντε» που είχε ν’ανεβεί στο ROF από το 1996. Η σπανιότατη παρουσία της στα διεθνή οπερατικά καρτελλόνι οφείλεται λιγότερο στις δραματουργικές της αδυναμίες και περισσότερο στο ότι απαιτεί ένα κουαρτέτο εξαιρετικών τραγουδιστών για την αναμέτρηση με δυσκολότατους φωνητικά ρόλους, που πρωτοτραγούδησαν μυθικοί ερμηνευτές της εποχής του Ροσσίνι, όπως οι τενόροι Νταβίντ και Νοτσάρι, η υψίφωνος Κολμπράν και η κοντράλτο Πιζαρόνι.
Το έργο γράφτηκε κατά την φημισμένη ναπολιτάνικη περίοδο του συνθέτη και αξιοποιεί την τότε δημοφιλή οριενταλίζουσα θεματική. Η δράση του τοποθετείται μεν στην εποχή των Σταυροφοριών, αλλά ελάχιστα εστιάζει στις θρησκευτικές διαφορές: αντιθέτως, περιστρέφεται γύρω από ερωτικές ιστορίες και συναισθηματικές/ψυχολογικές συγκρούσεις (έστω μεταξύ αλλοθρήσκων). Εύλογα, το θεατρικό ενδιαφέρον είναι μάλλον υποτονικό.
Έχοντας αυτά κατά νου, ο προερχόμενος από τον κόσμο του χορού και του μπαρόκ Καναδός σκηνοθέτης Μάρσαλ Πυνκόσκι προτίμησε να αφηγηθεί με σαφήνεια την υπόθεση, υπογράφοντας στην αχανή «Αδριατική Αρένα» (17/8) μια παραγωγή αρκετά διακοσμητική και στατική. Λιτά, υπαινικτικά σκηνικά με χρήση ωραίων ταμπλώ και πολύχρωμα κοστούμια «εποχής» (19ος αιώνας) οπτικοποίησαν καλόγουστα ένα συντηρητικό θέαμα, ενώ και η θεατρική καθοδήγηση των μονωδών περιορίσθηκε στα στοιχειώδη. Αυτό που είλκυσε την προσοχή ήταν κυρίως η εκτεταμένη χρήση χορευτών, και μάλιστα λιγότερο σε αμιγώς σκηνές μπαλέτου απ’ό,τι σε σκηνές πλήθους (με κυρίαρχο ρόλο της χορωδίας) ή στα ορχηστρικά ιντερμέδια.
Από μουσικής απόψεως, τα πράγματα κινήθηκαν σε δυσθεώρητα σήμερα ύψη, ιδίως όταν η διανομή διέθετε ένα πρωταγωνιστικό ζεύγος της κλάσης του σπουδαίου Περουβιανού τενόρου Χουάν Ντιέγκο Φλόρες και της Νοτιοαφρικανής υψιφώνου Πρήττυ Γέντε, που έλαμψαν όχι μόνο με το υφολογικά ενημερωμένο, δεξιοτεχνικά λαμπερό και εκφραστικό τραγούδι τους, αλλά και με τη δεδομένη σκηνική τους χημεία. Εξίσου εντυπωσιακό ήταν και το έτερο ζεύγος των «κακών» Αγοράντη-Ζομίρας, που ενσάρκωσαν, με κυμαινόμενη πάντως ένταση, δύο Ρώσοι μονωδοί, ο τενόρος Σεργκέϊ Ρομανόφσκυ (χωρίς, όμως, να αποτελεί τον baritenore που απαιτεί ο ρόλος) και η μεσόφωνος Βικτόρια Γιαροβάγια. Την παράσταση έκλεψε, απρόσμενα, ο νεαρός Βάσκος τενόρος Τσαμπιέ Αντουάγα (Ερνέστο) με την έκταση, την ομορφιά και τη δύναμη προβολής της υγιούς φωνής του! Άριστη ήταν η συμμετοχή και της Χορωδίας του «Τεάτρο Βεντίντιο Μπάσσο».
Ο Ιταλός αρχιμουσικός Τζάκομο Σαγκριπάντι διηύθυνε με ακρίβεια και παλμό, αναδεικνύοντας τον ηχοχρωματικό πλούτο, την πρωτοτυπία και το λεπτό σαρκασμό μιας από τις πλέον ενδιαφέρουσες και αινιγματικές παρτιτούρες του Ροσσίνι, στην οποία καταγράφεται, μεταξύ άλλων, μία από τις πρώτες χρήσεις ορχηστρικής μπάντας «εκτός σκηνής». Η Ορχήστρα της ΡΑΙ του Τορίνου ανταποκρίθηκε άρτια στις πολλαπλές ενορχηστρωτικές προκλήσεις, προεξαρχόντων των ξυλίνων λόγω των απαιτητικών σολιστικών συνεισφορών τους.

Η «Αντίνα», που προτάθηκε σε συμπαραγωγή με το Φεστιβάλ Όπερας του Γουέξφορντ, αποτέλεσε τη μοναδική όπερα που παρουσιάσθηκε στο ιστορικό «Τεάτρο Ροσσίνι» (15/8). Το νεανικό έργο -που έχει παιχθεί ελάχιστες φορές, εδώ και σχεδόν δύο αιώνες από τότε που γράφτηκε και πρωτοπαρουσιάσθηκε!- δεν αποτελεί, σίγουρα, ένα από τα πιο αξιομνημόνευτα του Ροσσίνι. Μόνο 4 από τα συνολικά 9 μουσικά νούμερα έχουν γραφεί ειδικά γι’αυτό από τον συνθέτη, ενώ τα υπόλοιπα προέρχονται από άλλα του έργα ή από την πένα άλλων συνθετών... Η σύντομη διάρκεια επιτρέπει, βέβαια, να αμβλυνθούν τα δραματουργικά κενά αυτής της μονόπρακτης φάρσας, που αναμειγνύει έρωτες, απαγωγές, παρεξηγήσεις και γάμους στη Βαγδάτη.
Πλην ελαχίστων πινελιών (π.χ. στα κοστούμια), η σκηνοθεσία της έμπειρης -και γνωστότερης ως πιανίστριας- Ροζέττας Κούκι απέφυγε αναφορές στο οριενταλίζον στοιχείο, και εστίασε, με βρετανικό χιούμορ και εικαστικές επιρροές, στην ανάδειξη των συνεχών ανατροπών καταστάσεων, τις οποίες τόσο επιδέξια χειρίσθηκε, ως συνήθως, μουσικοθεατρικά ο Ροσσίνι. Ολόκληρο τον σκηνικό χώρο κατέλαβε μια τεράστια …γαμήλια τούρτα γαλάζιου και λευκού χρώματος, τα τρία επίπεδα της οποίας επέτρεπαν τη διακριτή χωροθέτηση της δράσης. Πολύχρωμα κοστούμια, σωρεία γκαγκς και μια κεφάτη διανομή -στην οποία, όμως, προστέθηκε υπερβολικός αριθμός ασχέτων προσώπων (μίμων, ηθοποιών κλπ.)- υποστήριξαν καλά την ανάλαφρη, «ποπ» σκηνοθετική προσέγγιση μιας …ημι-σοβαρής -πάντως- όπερας.
Σε μουσικό επίπεδο, δεσπόζουν οι τρεις ισάξιοι κεντρικοί ρόλοι. Τον επώνυμο πρωταγωνιστικό ενσάρκωσε η εξαιρετική, Κουβανικής καταγωγής Αμερικανίδα υψίφωνος Λιζέτ Οροπέζα, μία από τις εκλεκτότερες μπελ-καντίστριες της εποχής μας (όπως απέδειξε και στο σπουδαίο οπερατικό της ρεσιτάλ μία ημέρα νωρίτερα). Το πλήρες εκφραστικό της οπλοστάσιο (ομορφιά ηχοχρώματος, αίσθηση γραμμής και δεξιοτεχνική ασφάλεια τραγουδιού, τέχνη διανθίσεων) αποδείχθηκε οπωσδήποτε πολυτελές για μιαν τέτοια ανάθεση. Πλάι της, ο νεαρός Νοτιοαφρικανός τενόρος Λέβυ Σεκγκαμπάνε (Σελίμο), παρότι ακόμη κάπως άγουρος ιδίως στα ρετσιτατίβι και λίγο ασταθής στις πολύ υψηλές νότες, έπεισε ότι αποτελεί μια από τις ελπίδες του ρομαντικού μπελ- κάντο. Ο Ιταλός μπάσος Βίτο Πριάντε υπήρξε ένας θαυμάσιος Χαλίφης, μουσικά και δραματικά άκρως ευέλικτος, αν και αρκετά νεανικός για το ρόλο!
Ο γνωστός Βενεζουελάνος αρχιμουσικός Ντιέγκο Ματέους συντόνισε επαρκώς τη σκηνική δράση μονωδών και χορωδών (αυτών του «Τεάτρο Φορτούνα» του Φάνο), πλην όμως η μουσική του διεύθυνση -επικεφαλής μιας γενικά αξιόπιστης Συμφωνικής Ορχήστρας Ροσσίνι- ήχησε υπερβολικά εκ του ασφαλούς, χωρίς ιδιαίτερη έμπνευση σ’ένα έργο που συνδυάζει μελωδικότητα με λεπτή ειρωνεία…

Από τα απογευματινά ρεσιτάλ τραγουδιού και όπερας, που παραδοσιακά κοσμούν το πρόγραμμα του ROF, τα δεύτερα κρίθηκαν φέτος πιο ερεθιστικά. Πλην αυτού της Οροπέζα, αληθινής επισκεπτήριας κάρτας για το μπελκαντίστικο ρεπερτόριο, το ενδιαφέρον τράβηξε το ρεσιτάλ του σπουδαίου βαρύτονου Νικόλα Αλάϊμο («Τεάτρο Ροσσίνι», 16/8).
Ο τόσο δημοφιλής στο Πέζαρο -όπου και κατοικεί μόνιμα- πρωταγωνιστής αναμετρήθηκε με μεγάλες οπερατικές σκηνές του Ροσσίνι για …βαθύφωνο («basso nobile o cantante»)! Πλην της μεγάλης άριας του Δούκα του Όρντοου από τον «Τορβάλντο και Ντορλίσκα» (που είχε ερμηνεύσει σκηνικά στο περσινό Φεστιβάλ), ο Αλάϊμο τραγούδησε για πρώτη φορά τις μεγάλες σκηνές και άριες του Λορντ Σίντνεϋ από το «Ταξίδι στη Ρενς» και του Ασσούρ από την «Σεμιράμιδα» καθώς και την καβατίνα του Μωάμεθ από τον «Μωάμεθ Β’». Χαρακτηριστικό όλων αυτών των ρόλων ήταν ότι ήσαν μεν γραμμένοι για και πρωτοτραγουδισμένοι από τον θρυλικό βαθύφωνο (και …πρώην τενόρο!) Φιλίππο Γκάλι, πλην όμως η σχετικά υψηλή τεσσιτούρα τους τούς καθιστά αρκετά ενδεδειγμένους για φωνή ρομαντικού βαρυτόνου, …άγνωστη ακόμη την εποχή του Ροσσίνι!
Η άνεση του Αλάϊμο στην υψηλή φωνητική περιοχή και η φερεγγυότητα στη χαμηλή, κυρίως όμως η μεγάλη τέχνη στο φραζάρισμα και τη νοηματοδότηση του λόγου σε συνδυασμό με την επιβλητική σκηνική παρουσία, εγγυήθηκαν εν προκειμένω την επιτυχημένη ανταπόκρισή του σε μια τόσο δύσκολη πρόκληση. Και μάλιστα, παρά το γεγονός ότι αυτός έφθανε συχνά στα όρια του ή ακόμη ότι οι ρόλοι ήσαν μάλλον ξένοι προς αυτούς κωμικούς, που ταιριάζουν στο ταμπεραμέντο του, όπως π.χ. ο Ντον Μανίφικο από την «Σταχτοπούτα», την άρια του οποίου ερμήνευσε -με αληθινή επίδειξη στο «συλλαβιστό» τραγούδι (τον ροσσίνειο «γλωσσοδέτη»)- ως δεύτερο ανκόρ. Το πρώτο, η μεγάλη άρια του Γουλιέλμου Τέλλου από την ομώνυμη όπερα (που είχε ερμηνεύσει προ πενταετίας στο ROF) θεωρείται η επιτομή της πρώϊμης ρομαντικής γραφής για φωνή βαρυτόνου.
Η θριαμβευτική υποδοχή του ρεσιτάλ δεν αφορούσε, όμως, μόνο τον εκλεκτό τραγουδιστή. Εξίσου κρίσιμο μερίδιο της επιτυχίας πιστώθηκε στη γλαφυρή αφήγηση εισαγωγικών κειμένων από τον Ιταλό ηθοποιό Ρέμο Τζιρόνε, στο προσεγμένο και καλά συντονισμένο τραγούδι της Χορωδίας του «Τεάτρο Φορτούνα», κυρίως όμως στην έξοχη, εξαιρετικά υποστηρικτική του σολίστ μουσική διεύθυνση του Μικέλλε Σπόττι. Οι σπινθηροβόλες και υφολογικά καλαίσθητες ερμηνείες των εισαγωγών στις όπερες «Τορβάλντο και Ντορλίσκα» και «Σεμιράμιδα» που εκμαίευσε από την Συμφωνική Ορχήστρα Ροσσίνι, με μεγάλη τέχνη στην ανάδειξη χρωματισμών και εκλεπτύνσεων ταχυτήτων και δυναμικών, ο μόλις 25χρονος Ιταλός αρχιμουσικός, άφησαν υποσχέσεις για ένα λαμπρό μέλλον!
© φωτογραφιών: Studio Amati Bacciardi