Η εμφάνιση στο Ηρώδειο διάσημων αστέρων της όπερας ή του βιολιού, όπως οι Τζόζεφ Καλλέγια και Νάϊτζελ Κέννεντυ, πλάι σε παλιούς γνώριμους (όπως η Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης), σηματοδότησε την ολική επανάκαμψη της κλασικής μουσικής στο πρόγραμμα του φετινού Φεστιβάλ Αθηνών, αλλά και την ανεπαρκή επικοινωνία/διαφήμιση εκδηλώσεων τέτοιου επιπέδου.
Στις 29 Ιουνίου, το -δυστυχώς, μισογεμάτο- ρωμαϊκό αμφιθέατρο υποδέχθηκε έναν από τους πιο διακεκριμένους τενόρους της εποχής μας, τον Μαλτέζο Τζόζεφ Καλλέγια. Παρότι η μεγάλη ξηρασία εκείνων των ημερών δυσχέρανε, εμφανώς, την απόδοσή του, ο 40χρονος τενόρος επιβεβαίωσε, σ’ένα απαιτητικό πρόγραμμα από δημοφιλείς ιταλικές και γαλλικές άριες, τις γνωστές αρετές του: την ακμαία λυρικοδραματική φωνή με ωραίο, γνήσια μεσογειακό ηχόχρωμα και θαυμάσια ιταλική άρθρωση, την επιβλητική σκηνική παρουσία. Το αφιερωμένο στον Βέρντι πρώτο μισό του προγράμματος -όπου ξεχώρισαν οι ερμηνείες του σε άριες από τον «Μάκβεθ», τη «Λουίζα Μίλλερ» και τη «Δύναμη του πεπρωμένου»- χάρισε απολαυστικές στιγμές. Επιβεβαίωσε, όμως, και τη διακριτή πίεση της φωνής στην υψηλή περιοχή, με αποτέλεσμα ένα μπαλάρισμα/βιμπράτο που απομειώνει κάπως τον αντίκτυπο του τόσο γενναιόδωρου τραγουδιού...
Στις βεριστικές άριες από όπερες των Τσιλέα και Πουτσίνι, η συναισθηματική ειλικρίνεια, η απουσία υπερβολών και η περίτεχνη χρήση πιάνι και σβησιμάτων αποζημίωσαν για την έλλειψη ενός πιο δραματικού τίμπρου και ταμπεραμέντου.
Περισσότερο προβληματισμό δημιούργησε το γαλλικό σκέλος της βραδιάς, λόγω της θολής εκφοράς και νοηματοδότησης της γαλλικής, αλλά και της μη ιδανικής ανταπόκρισης στις μουσικοδραματικές απαιτήσεις ρόλων όπως ο Ντον Ζοζέ (από την «Κάρμεν» του Μπιζέ) ή ο Βέρθερος από την ομότιτλη όπερα του Μασσνέ. Πιο ταιριαστός με την φωνή του και με λεπτό χιούμορ ήχησε ο πρωταγωνιστικός ρόλος στα «Παραμύθια του Χόφμαν» του Όφενμπαχ.
Εκτός προγράμματος, ο Καλλέγια αντιχάρισε στις θερμές επευφημίες του κοινού τη «Mattinata» του Λεονκαβάλλο και τις πασίγνωστες ναπολιτάνικες μελωδίες «Non ti scordar di me» του ντε Κούρτις και «O sole mio» του ντι Κάπουα. Η ανεπιτήδευτη απόδοσή τους, ευθεία αντανάκλαση μιας ζεστής προσωπικότητας, έθελξε, ανεξαρτήτως των όποιων ερμηνευτικών μικροεπιφυλάξεων.
Μεγάλο μέρος της επιτυχίας του ρεσιτάλ πιστώνεται στη θαυμάσια ορχηστρική συνοδεία που εκμαίευσε από τους διευρυμένης σύνθεσης Μουσικούς της Καμεράτας ο Ισπανός αρχιμουσικός Ραμόν Τεμπάρ. Ακόμη εντυπωσιακότερη υπήρξε η απόδοση του συνόλου στα καλά επιλεγμένα ορχηστρικά αποσπάσματα, με τα οποία συμπληρώθηκε το πρόγραμμα, που πιστοποίησε τη μεγάλη ποιότητα και ευελιξία των μουσικών του. Ειδικά στην Εισαγωγή από το «Ναμπούκο», το ρυθμικά ζωηρό, σβέλτων αντανακλαστικών αλλά και κομψό παίξιμο ήχησε αρτιότερο από αυτό της Ορχήστρας της ΕΛΣ στον ίδιο χώρο προ μερικών μόλις εβδομάδων. Ο 40χρονος έμπειρος οπερατικός αρχιμουσικός διέπλασε επίσης εξαιρετικά φροντισμένες, σε βάθος λεπτομέρειας, πρωτίστως δε θεατρικές ερμηνείες σε σπάνια ή χιλιοπαιγμένα κομμάτια, όπως τα Ballabili από την Γ’ πράξη του βερντιανού «Μάκβεθ» ή το Ιντερμέτζο από την πουτσίνεια «Μανόν Λεσκώ» αντίστοιχα…

Μερικές μέρες αργότερα (17 Ιουλίου), το Ηρώδειο γέμισε για να υποδεχθεί έναν άλλο σταρ, του βιολιού αυτήν τη φορά,τον Βρετανό (Νάϊτζελ) Κέννεντυ. Το ρεσιτάλ (που διοργάνωσε ιδιωτική εταιρεία παραγωγής) αποτέλεσε την πρώτη ελληνική του εμφάνιση, με αποτέλεσμα να προσελκύσει τόσο αυτούς που τον θυμούνται στα αρχικά, πολυδιαφημισμένα κλασικά του βήματα, όσο και -κυρίως- αυτούς που τον παρακολούθησαν στις μετέπειτα crossover περιπλανήσεις του. Οι πρώτοι ίσως παρασύρθηκαν από τον τίτλο της βραδιάς «Ο Μπαχ συναντά τον Κέννεντυ – Ο Κέννεντυ συναντά τον Γκέρσουιν», που τελικά ενθουσίασε, όμως, περισσότερο τους δεύτερους.
Ο Γ.Σ. Μπαχ περιορίσθηκε μόνο στο εναρκτήριο κομμάτι, τη στοχαστική «Φούγκα» από την «Σονάτα για σόλο βιολί» που αποδόθηκε μεν με καλή ορθοτονία και εκφραστικότητα, αλλά -κατά δήλωση του ιδίου του σολίστ- …για ζέσταμα! Το υπόλοιπο του -σύντομου- πρώτου μέρους του προγράμματος καλύφθηκε από την εκτενή σύνθεση του Κέννεντυ «Ο Μάγος του Λούμπλιν», που άντλησε έμπνευση από το γνωστό ομότιτλο μυθιστόρημα του Ισαάκ Σίνγκερ. Εν προκειμένω, εξιστορήθηκε με μουσικούς όρους (από κλασικούς απόηχους μέχρι εβραϊκά θέματα διαφορετικών διαθέσεων ή ακόμη τζαζ ακούσματα) η ζωή της άλλοτε ανθηρής εβραϊκής κοινότητας στην πολωνική πόλη. Τους χαρακτήρες του μυθιστορήματος ενσάρκωσαν μουσικά τα 4 έγχορδα που συνόδευσαν τον σολίστ καθ’όλην τη διάρκεια της βραδιάς (ένας τσελίστας, ένας κοντραμπασίστας και οι κιθαριστές Ραλφ Μπούσαλμπ & Χάουαρντ Ώλντεν).
Μετά το διάλειμμα, η συγκίνηση έδωσε τη θέση της στη νοσταλγικότητα. Το δεύτερο μέρος (που διήρκεσε υπερβολικά – σχεδόν μιάμιση ώρα!) ξεκίνησε με διασκευές για βιολί και μικρό ορχηστρικό σύνολο τραγουδιών του Γκέρσουιν. Μακράν της εξαιρετικής δουλειάς που έκανε πρόσφατα με μεταγραφές αυτών για κλασικό βιολί ο διακεκριμένος ομόλογός του Τζόσουα Μπελ, ο Κέννεντυ θυμήθηκε εδώ τον δάσκαλό του Στεφάν Γκραπελί και εστίασε -μαζί με τους άξιους συνοδοιπόρους του σε όργανα με ηλεκτρική ηχητική ενίσχυση- στη γοητεία του αυτοσχεδιασμού, αναδεικνύοντας τη ρυθμική ενέργεια και τις τζαζ αποχρώσεις της τόσο νεοϋορκέζικης αυτής μουσικής. Κάποια κομμάτια ερμήνευσε -αντί βιολιού- …σε πιάνο, ενώ ας σημειωθεί ότι η μπάντα έπαιξε περιορισμένη σ’ένα μικρό μέρος της σκηνής, εντός χαμηλής περίφραξης από πλεξιγκλάς.
Από κει και πέρα, η βραδιά κινήθηκε πιο χαλαρά, με αγαπημένες crossover επιλογές του 61χρονου Κέννεντυ που ενθουσίασαν πολλούς αλλά και κούρασαν (όπως και τα …λογίδριά του) αρκετούς άλλους. Κρατά, πάντως, κανείς σιγουρα στη μνήμη την τρυφερότητα, τη μουσικότητα και την επικοινωνιακή δύναμη του παιξίματός του.

Την προηγούμενη (16 Ιουλίου), αρκετά μεγάλη προσέλευση κοινού παρατηρήθηκε στην από ετών καθιερωμένη φεστιβαλική συναυλία της Κρατικής Ορχήστρας Θεσσαλονίκης, υπό τη νέα της καλλιτεχνική διευθύντρια αρχιμουσικό Ζωή Τσόκανου.
Η βραδιά άφησε άνισες εντυπώσεις, κυρίως λόγω της έντονης απόκλισης της απόδοσης των ορχηστρικών ομάδων. Αν τα εξαιρετικά έγχορδα -τα μακράν καλύτερα της χώρας- συνδύαζαν ποιότητα και εστίαση ήχου με υψηλό συντονισμό και βαθμό εγρήγορσης, από τα προβληματικά πνευστά, τα μεν ξύλινα ηχούσαν ελάχιστα ποιητικά, τα δε χάλκινα ήσαν συχνά εκτός ελέγχου, ενίοτε δε και εκτός ορθού τόνου (π.χ. τα κόρνα).
Η κραυγαλέα αυτή ανισορροπία σε συνδυασμό με τη μάλλον διεκπεραιωτική συνοδεία που διέπλασε η αρχιμουσικός (λόγω ανεπαρκούς αριθμού δοκιμών;) σκίασε την -τόσο κρίσιμη- ισότιμη ορχηστρική συνοδοιπορία στο κοσμαγάπητο «Κοντσέρτο για βιολοντσέλο αρ. 2» του Ντβόρζακ. Ούτε όμως και ο σολίστ, ο εκλεκτός Γερμανός τσελίστας Ντάνιελ Μύλλερ-Σοτ έδωσε την καλύτερη του ερμηνεία. Αφενός γιατί το προσεγμένης φραστικής, πλην συναισθηματικά ξηρό παίξιμό του προσέκρουε στην μελωδική πληθωρικότητα μιας εμβληματικά ρομαντικής παρτιτούρας, αφετέρου γιατί η προσπάθεια ενστάλαξης στην ερμηνεία ποιοτήτων μουσικής δωματίου -στην οποία διαπρέπει ο 42χρονος σολίστ- έμεινε χωρίς ανταπόκριση από την ΚΟΘ, πλην του όμορφου διαλογου με τον εξάρχοντά της Αντώνη Σουσάμογλου στο καταληκτικό μέρος…. Μεγαλύτερη ικανοποίηση προσέφερε η νηφάλια ανάγνωση της «Προσευχής» από το τρίπτυχο «Από την Εβραϊκή ζωή» του Μπλοχ ως ανκόρ.
Εντελώς άλλου, ανώτερου επιπέδου υπήρξε η εκτέλεση της 5ης Συμφωνίας του Σοστακόβιτς. Καταφανώς διεξοδικά επεξεργασμένη από την Τσόκανου, διέθετε και επαρκέστατη αποκωδικοποίηση του πάντοτε σύνθετου μουσικού συντακτικού (εναλλαγές μακρών δραματικών παραγράφων που κυοφορούν εκρηκτικές κορυφώσεις και λυρικών ξέφωτων), και πνοή και αφηγηματική ρευστότητα. Προς τούτο αξιοποιήθηκαν σβέλτα τέμπι, σφιχτοδεμένη φραστική, δυνατός ωστικός παλμός και ταιριαστή οξύτητα έκφρασης. Κομβικός παράγοντας της επιτυχίας υπήρξε το στιβαρό, γεμάτο ένταση παίξιμο των -καθοδηγούμενων αυτήν τη φορά από τον Σίμο Παπάνα- εγχόρδων, ιδίως στο συγκλονιστικό και εμπεριέχον τη συναισθηματική ουσία του έργου largo. Παρά τις αστάθειες των χάλκινων (π.χ. στο scherzo), η ΚΟΘ ανταποκρίθηκε άρτια στην εκφραστικά και τεχνικά απαιτητική γραφή του γλυκόπικρου έργου ακόμη και στο δύσκολο, μεγαλόπρεπο και κάπως φλύαρο φινάλε, που αποδόθηκε με μέτρο, χωρίς πομπώδεις υπερβολές, προκαλώντας τον ενθουσιασμό του ακροατηρίου…